• «Η εκπαίδευση, όπως όλα στη ζωή, είναι θέμα έρωτα»
(Μαρία Ευθυμίου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας στο ΕΚΠΑ∙ από συνέντευξή της στο δημοσιογράφο Μ. Kαρασαρίνη, ΒΗΜΑgazino, 12-9-16)
ΚΑΘΕ εποχή έχει τους δασκάλους της. Ανεξάρτητα από τα εκπαιδευτικά συστήματα, τις εγγενείς αδυναμίες της ελληνικής Παιδείας, την «ποιότητα» των εκάστοτε μαθητών κ.ά., αυτοί που διαμορφώνουν τις μελλοντικές γενιές και σηματοδοτούν τις εξελίξεις μιας χώρας είναι οι εκπαιδευτικοί. Είναι αυτοί που παρασύρουν και «συγκλονίζουν» τις ψυχές των μαθητών τους∙ κι όταν είναι οι ίδιοι εμπνευσμένοι, τότε διαχέουν και στους άλλους τον ενθουσιασμό για μάθηση και για αγώνες ζωής.
ΑΥΤΟΣ που επιλέγει συνειδητά να γίνει εκπαιδευτικός (που δεν τον στέλνει, δηλαδή, εκεί τυχαία το… μηχανογραφικό του Υπουργείου Παιδείας), αντιλαμβάνεται νωρίς πως αναλαμβάνει βαρύ έργο: αν δεν αγαπήσει αυτό που κάνει, θα κουβαλάει πάντα μια μιζέρια -το ανικανοποίητο στη ζωή του. Ειδικά, σε εποχές κοινωνικοοικονομικής κρίσης, η ύπαρξη σωστών δασκάλων είναι εκ των ων ουκ άνευ. Αυτοί σαν άλλη «μαγιά», θα αποτελέσουν το ισχυρό ανάχωμα στην κακή πολιτική και την καταστροφική πορεία μιας χώρας. Πώς; Δημιουργώντας τα κατάλληλα «αντισώματα» στη νεολαία.
ΒΕΒΑΙΑ, το να είναι κανείς σωστός δάσκαλος, δεν συνίσταται μόνο στις επαρκείς γνώσεις του πάνω στο αντικείμενο που διδάσκει. Έγκειται κυρίως στην ικανότητα να υπερβαίνει την καταθλιπτική καθημερινότητά του. Πώς; Με ένα πηγαίο χαμόγελο, με την «ενσυναίσθηση» (να μπαίνει στη θέση του άλλου) και τη φαντασία του. Ο εκπαιδευτικός του 2017 καλείται να παίξει πολλούς ρόλους: είτε έχει να κάνει με ελληνόπουλα υποβαθμισμένων περιοχών είτε με κατατρεγμένα προσφυγόπουλα. Παραμερίζοντας τις δικές του στρεσογόνες έγνοιες, γίνεται φορέας αγάπης και πάθους για ζωή και μάθηση: α κ ο ύ ε ι προσεκτικά τον άλλο, δημιουργεί σχέσεις εμπιστοσύνης, επικοινωνεί με όλους, σέβεται και τον σέβονται. Εκλαϊκεύει τη γνώση, αναλύει τις δυσκολίες, προσαρμόζεται στις ανάγκες των μαθητών του, προσελκύει την προσοχή τους με κάθε τρόπο. Είναι ευδιάθετος με τους γονείς, διαθέτει χιούμορ, δέχεται κάθε ερώτηση, γνωρίζει από τεχνολογία, επιβάλλεται στην τάξη με την προσωπικότητά του, εξισορροπεί τις διαφορές. Μοιράζεται με τους συναδέλφους του τις εμπειρίες και δέχεται τις παρατηρήσεις τους. Ενημερώνεται συνεχώς, δημιουργεί κίνητρα μάθησης, έχει υπομονή, είναι ανεκτικός.
ΥΠΑΡΧΟΥΝ, φυσικά, και στιγμές λιποψυχίας: αναρωτιέται μήπως οι προσπάθειές του είναι μάταιες, προβληματίζεται, έρχεται αντιμέτωπος με διλήμματα, συγκρούεται με τον εαυτό του και τους άλλους που σκέφτονται διαφορετικά. Όμως, επιμένει στον τελικό στόχο του, όπως όλοι οι αξιόλογοι παιδαγωγοί (1). Προσπαθεί, όταν όλα είναι εναντίον του, να συνδυάσει όνειρο και πραγματικότητα εφαρμόζοντας νέους καινοτόμους τρόπους προσέγγισης της γνώσης και αφήνοντας τη φαντασία των μαθητών του να δουλέψει ελεύθερα.
ΑΛΛΑ, τί σημαίνει σωστός δάσκαλος σε μια «έρημη χώρα», όπως η Ελλάδα μας; Μήπως είναι είδος εν ανεπαρκεία και εμείς απλά ονειροπολούμε; Κατά την άποψή μας, βασικό χάρισμα ενός σωστού δασκάλου, πάνω από εποχές και συνθήκες εργασίας (2), είναι η τέχνη της επικοινωνίας, η καλλιέργεια διαπροσωπικών σχέσεων. Όχι τόσο οι γνώσεις (αυτές αποκτούνται σιγά σιγά), ούτε η εξοικείωση με την εκπαιδευτική διαδικασία (που αλλάζει με κάθε κυβέρνηση), αλλά εκείνη η σπάνια δεξιότητα που έχει ένας παιδαγωγός να διαμορφώνει το εύπλαστο υλικό που του εμπιστεύεται η κοινωνία. Χειρίζεται με ιδιαίτερη αγάπη τους μαθητές του, έχει συνεχές ενδιαφέρον και πάθος γι αυτούς, αφιερώνεται στο έργο του «ερωτικά». Σίγουρα οι παραπάνω δεξιότητες δεν είναι έμφυτες σε όλους. Πολλές τους όμως καλλιεργούνται. Έτσι, «καλοί» ή «κακοί» εκπαιδευτικοί θα μπορούσαν να γίνουν όλοι καλοί, αν το ήθελαν.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ απαιτεί πολλά από ένα «μάχιμο» εκπαιδευτικό, ενώ του προσφέρει ελάχιστα. Οι κυβερνήσεις, οποιασδήποτε ιδεολογικής απόχρωσης, συνήθως διάκεινται «εχθρικά» απέναντί του, επειδή τον φοβούνται! Γι αυτό τον θέλουν υποχείριό τους, υποταγμένο, μετέωρο (χωρίς οργανική θέση), να μετακινείται σε 3-4 σχολεία∙ τον «εξορίζουν» για χρόνια στην επαρχία, τον υποβιβάζουν μισθολογικά, τον υποτιμούν κοινωνικά, τον εγκλωβίζουν σε ανούσιες εγκυκλίους υποδεικνύοντάς του τί και πώς θα διδάξει! Όμως, ένας σωστός εκπαιδευτικός γνωρίζει πως την ποιότητα ενός σχολείου την καθορίζουν τα άτομα και όχι τα τυποποιημένα άνωθεν μοντέλα (εγκύκλιοι, τρόποι διαχείρισης της τάξης, «μέθοδοι» διδασκαλίας, εγχειρίδια κ.ά.)
ΣΤΗ συνέντευξή της στο ΒΗΜΑgazino (12-9-16), η αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας στο ΕΚΠΑ, Μαρία Ευθυμίου, επισημαίνει και τα εξής σχετικά με τη μεταπολιτευτική εκμηδένιση της ελληνικής παιδείας καιτων εκπαιδευτικών της:
«…Παλαιότερα, π.χ., μέχρι τη δεκαετία του 1980, το δημόσιο σχολείο της κάθε ελληνικής γειτονιάς ήταν σχολείο σκληρής εργασίας και απαιτητικότητας. Βάζοντας τους πραγματικούς βαθμούς, επαινώντας, προβιβάζοντας, αφήνοντας μετεξεταστέους, περνούσε το μήνυμα στο μαθητή ότι το να εργάζεται και να αποδίδει στο σχολείο είναι η δουλειά του. Και ότι η δουλειά είναι κάτι που τιμούμε και υπηρετούμε με αφοσίωση και στόχο… Αντιθέτως, εμείς, τα τελευταία 40, περίπου, χρόνια, καθώς δημιουργήσαμε μια κοινωνία παρασιτική, χωρίς αξίες, χωρίς ηθικές αρχές και απαιτητικότητα, οδηγήσαμε και την Παιδεία μας σε αντίστοιχους δρόμους και πρακτικές… Η δημιουργία πλήθους “αριστούχων” δίνει κακό εφαλτήριο στους μαθητές, ετοιμάζει το έδαφος για κακούς πολίτες. Γιατί επιβραβεύει την έλλειψη προσπάθειας. Eτσι, πολλοί νέοι που βγαίνουν από ένα τέτοιο σύστημα δεν έχουν συναίσθηση των εννοιών της εργατικότητας, της υπευθυνότητας, του ορίου, της συστηματικής δουλειάς για την επίτευξη ενός στόχου. Δημιουργήσαμε δούλους τού τίποτα. Γιατί ελευθερία δεν είναι η ασυδοσία. Είναι η έννοια του μέτρου, της εσωτερικής πειθαρχίας, του ορίου ως προς τον εαυτό σου και τους άλλους…»
ΓΙ ΑΥΤΟ και χρειαζόμαστε σήμερα «επιστροφή» των καλών δασκάλων…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) Μεγάλοι παιδαγωγοί (ενδεικτικά ονόματα):
• John Dewey, 1859-1952 [«Η εκπαίδευση είναι η ίδια η ζωή, και όχι προετοιμασία για μία μελλοντική ζωή»]
• Maria Montessori, 1870-1952 [«Δεν ανακάλυψα καμία εκπαιδευτική μέθοδο. Απλά έδωσα σε μερικά μικρά παιδιά την ευκαιρία να ζήσουν»]
• Ovide Decroly, 1871–1932 [«Δεν πρόκειται για τη διδασκαλία της ανάγνωσης, της γραφής ή της μέτρησης, που είναι δευτερεύοντα. Το σημαντικό είναι η ζωή του παιδιού, το πώς θα μετατραπεί σε άνθρωπο»]
• Alexander Sutherland Neill, 1883–1973-εμπνευστής του Σάμερχιλ [«Ευχαριστιέμαι να γίνονται ευτυχισμένα και να περπατάνε με ψηλά το κεφάλι παιδιά που τα γνώρισα δυστυχισμένα, γεμάτα μίσος και φόβο. Το αν θα γίνουν καθηγητές πανεπιστημίου ή υδραυλικοί, δε με νοιάζει»]
• Célestin Freinet, 1896-1966 [«Η φυσιολογική οδός για τη μάθηση δεν είναι καθόλου η παρατήρηση, η ερμηνεία και η επίδειξη που είναι σημαντικά στο σχολείο, αλλά η πειραματική εφαρμογή, αφετηρία που είναι φυσική και παγκόσμια.»]
[Υπενθυμίζουμε και τους Jean Piaget (1896–1980), Paulo Freire (1921 –1997), Carl Rogers (1902- 1987)∙ τους παλαιότερους Jan Amos Komenský (Comenius) (1592–1670), Jean-Jacques Rousseau (1712-1778), χωρίς να παραλείπουμε τους Edgar Morin και Noam Chomsky με τις σύγχρονες «αρχές» τους. Ούτε φυσικά τους Πλάτωνα και Αριστοτέλη, τους Μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά και τους νεότερους Έλληνες μεταρρυθμιστές (20ος αι.)]
-(2) Χρόνιο αίτημα των εκπαιδευτικών είναι οι «καλύτερες συνθήκες εργασίας» στα σχολεία, κάτι που συνεπάγεται και «καλύτερες συνθήκες μάθησης». Όμως, προσωπικά θυμάμαι πάντα με θαυμασμό το δάσκαλο στο Φουρφουρά και τις «συνθήκες» του.