Ὁ Παρμενίδης κατέγραψε σὲ ὁμηρικὸ ἑξάμετρο τοὺς σχεδὸν ἀξιωματικοὺς στοχασμούς του (κι γι’ αυτὸ διεκδικοῦντες «καθολική» ἰσχύ) ποὺ ἄλλοτε ὀντολογοῦν κι ἄλλοτε φυσιολογοῦν. Ὅ,τι μας διασώθηκε ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ποίημά του εἶναι κατάστικτο μὲ γνωσιοθεωρητικὰ ἐπιτεύγματα, κανοναρχοῦντα τὴ μετέπειτα σκέψη μέχρι καὶ τὶς μέρες μας.
Ἡ κουβέντα ποὺ κάνει στὸ παρμενίδειο ποίημα ἡ θεὰ μὲ τὸν κοῦρο ἀποτελεῖ ἀπὸ γνωσεολογικὴς ἀπόψεως τὴν περιγραφὴ τοῦ Ἐλεάτη γιὰ τὸ Εἶναι, δηλαδὴ γιὰ τὴν πραγματικότητα, καὶ τὸν τρόπο κατάκτησής της ἀπ’ τὸν ἄνθρωπο. Μὲς στοὺς ἀποσπασματικοὺς στίχους ὑπάρχει μία βασικότατη θέση τοῦ Παρμενίδη γιὰ τὴν τοποθέτηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸ Εἶναι· οὐ γὰρ μηποτε τοῦτο δαμῆι εἶναι μὴ ἐόντα∙/ἀλλὰ σὺ τῆσδ’ ἀφ’ ὁδοῦ διζήσιος εἶργε νοήμα (D, 7).
Ἡ ἀνθρώπινη σκέψη εὔκολα κατρακυλάει στὰ ἐπαμφοτερίζοντα, δηλαδὴ τῆς ἀρέσει νὰ ἐκδηλώνεται μέσ’ ἀπὸ ἀντιφατικὲς κι ἀλληλοαναιρούμενες ρήσεις γιὰ τὴν πραγματικότητα. Γιὰ τὸν Παρμενίδη, ὅμως, τὸν ἀπόλυτο ὡς πρὸς τὴν τοποθέτησή του ἀπέναντι σ’ αὐτὸ τὸ Εἶναι (ὁ Κόσμος εἶναι τετελεσμένος καὶ πάγιος ἐσαεί, τὸ Εἶναι δὲν μπορεῖ νάναι ταυτόχρονα κι ὁ ἐαυτός του καὶ τὸ μὴ Εἶναι), ὁ ἄνθρωπος πρέπει ν’ ἀπέχῃ ἀπ’ αὐτὸν τὸν ἐπαμφοτερίζοντα τρόπο ἀναζήτησης [τὸ διζήσιος στὸ ἀρχαῖο κείμενο δὲν σημαίνει μόνον ἔρευνα (ὅπως τὸ μεταφράζουν Γερμανοί, Ἀμερικανοὶ κι Ἄγγλοι φιλόλογοι) ἀλλὰ καὶ διπλοσημασία, διπλὸς τρόπος (σύμφωνα μὲ μία ἄλλη ἑρμηνεία)]. Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ Ἐλεάτης στοχαστὴς νοῇ ἀπόλυτα τὸ Εἶναι, ἐγείρει κι ἀξιώσεις ἑνὸς ἀπόλυτου τρόπου πρόσληψης αὐτοῦ τοῦ Εἶναι ἀπ’ τὸν κάθε νοῦ!
Αὐτὴ ἡ ἐξεζητημένη ἑρμηνεία τοῦ παρμενίδειου στίχου, ὅταν μεταφράζουμε τὸ δίζησις ὡς διπλοσημασία, προκύπτει κι ἀπ’ ἄλλο σημεῖο τοῦ ποιήματος· [ ] ἣν δὴ βροτοὶ εἰδότες οὐδέν πλάττονται, δίκρανοι· [ ] (D, 6). Κατὰ τὴν ἄποψή μου ὁ Παρμενίδης ζητάει ἀπ’ τὸν ἄνθρωπο ν’ ἀποφεύγῃ τὶς διπλὲς σκέψεις ἢ διπλὲς γνῶμες γιὰ τὴν πραγματικότητα καὶ νὰ μὴν ἀφήνῃ τὸν νοῦ του νὰ ξεπέφτῃ στὴν ἀμφιλογία (χαραχτηριστικὸ αὐτὸ τῆς μὴ αὐθεντικῆς ὕπαρξης, ὅπως τὸ θέτει ὁ Heidegger). Κατ’ ἐπέκταση, ἡ θέση τοῦ καθενὸς σὲ μία δεδομένη χρονικὴ στιγμὴ πρέπει νάναι ἀπόλυτη, γιατὶ ἀλλιῶς ἀφήνει χῶρο στὸ ἐλαστικὸ ἦθος καὶ στὴ σχετικοκρατία ποὺ μὲ τὴ σειρά τους ἀφήνουν περιθώρια ἑρμηνείας αὐτῆς τῆς θέσης κατὰ τὸ δοκοῦν, καλύπτοντας ἔτσι τὸν ὅποιο συμβιβασμὸ ἢ τὶς τυχὸν δόλιες καὶ πονηρὲς προθέσεις τοῦ φέροντος τὴ θέση.
Ἀπώτερα, ἀφοῦ τὸ Εἶναι, σύμφωνα μὲ τὸν Παρμενίδη, χαραχτηρίζεται ἀπὸ ὁμοιογένεια κι ἰσορροπημένη φύση, δίχως προσμείξεις καὶ ἀτέλειες, ὅπως μία σφαῖρα -ἔτσι καταλαβαίνω τοὺς στίχους· [ ] τετελεσμένον ἐστί πάντοθεν, εὐκύκλου σφαίρης ἐναλίγκιον ὄγκῳ, μεσσόθεν ἰσοπαλὲς πάντῃ· τὸ γὰρ οὔτε τι μεῖζον οὔτε τι βαιότερον πελέναι χρεόν ἐστι τῇ ἢ τῇ (D, 8)- ἡ πραγματικότητα, δηλαδὴ ἡ ἀλήθεια, πρέπει νὰ λέγεται ἀτόφια κι ὁλάκερη δίχως σκόντο, δίχως προσπάθεια συμβιβασμοῦ τυχὸν ἀντίθετων γνωμῶν καὶ σημασιῶν, εἰδάλλως ἀποτελεῖ φυγὴ ἀπ’ τὰ πράγματα ἡ τάση νὰ τὰ παρασταίνουμε διαιρεμένα.
Νὰ τὰ προσέχουν, λοιπόν, αὐτὰ ἰδίως ὅσοι, ἀνακατεμένοι στὴν πολλὴ συνάφεια τοῦ κόσμου καὶ στὶς πολλὲς κινήσεις κι ὁμιλίες, ἀρέσκονται στὰ δίπορτα καὶ στὰ διφορούμενα!