Ο παππούς μου, ο Αντώνης Σκυλουράκης ήταν αγρότης. Οταν δεν έσπερνε την γη, δόξαζε την Ελλάδα στα πεδία των μαχών.
Επιλοχίας στην Μικρά Ασία φώναζε “αέρα” και καταλάμβαναν με ένα άλμα υψώματα του εχθρού στον Σαγγάριο, στον Αφιόν Καραχισάρ.
Ο παππούς μου πέθανε αγρότης.
Πρώτα “ετελείωσε τη δουλειά” στη Μικρά Ασία, μετά επέστρεψε, ανέθρεψε τα παιδιά του και πέθανε.
Τον θάψαμε σε τρία μέτρα γης στο Καστέλι, στον τόπο που ονειρεύτηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, να τον ενώσει με την Ελλάδα και να την κάνει μεγαλύτερη. Τότε, βλέπετε, οι άνθρωποι έκαναν ακόμα όνειρα…
Για τον πόλεμο δεν μίλαγε ποτέ· ούτε για το ημερολόγιο που κράτησε στη Μικρά Ασία μίλαγε ποτέ.
Εκεί είχανε πάει να πολεμήσουνε, τα γράμματα, τα λιγοστά γράμματα που έμαθε διαβάζοντας το Ευαγγέλιο, είναι για τους καλαμαράδες, όχι για τον “γλυκό ήχο του Μάνλιχερ”, που έγραφε στο Ημερολόγιό του.
Κι αν σκεφτότανε όταν ξαπόσταινε, αυτά που έλεγε ο Αντώνης Κωστούλας στη “Ζωή εν τάφω” δεν τα εξομολογούτανε ποτέ στους άντρες του.
“Να βρούμε νερό να πιούμε, και λίγο σιτάρι να το αλέσουμε για να φάμε”.
Μόνο αυτά έλεγε.
Ο παππούς μου όταν προχωρούσανε φώναζε “Αέρααα”, ύστερα που χάσαμε περιγράφει και τον “συνωστισμό” στο λιμάνι της Σμύρνης.
Καλύτερα είναι άκαπνοι να σωπαίνουν…
Οκτώ (8) Χριστούγεννα έκανε στο Μέτωπο ο Σκυλουράκης.
Δεν ήταν μοναχός.
Εκεί ήταν όλος ο ανθός της ελληνικής νεολαίας.
Μπροστά στα πυροβόλα του εχθρού ήταν όλοι ίσοι.
Κι αν δεν τρώγανε, κι αν δεν πίνανε οι διαταγές έπρεπε να εκτελεστούν.
Είναι φοβερό πράγμα ο πόλεμος.
Ολα τα κατασπαράσσει.
Μα η διαταγή – διαταγή.
Το βράδυ κοιμότανε στο αμπρί που σκάβανε τη μέρα…
Ανυπόδητοι και νηστικοί.
Οι φαντάροι πάντα προσφέρουνε πιο πολλά απ’ τους βαθμοφόρους.
Αυτοί προχωρούν, αυτοί οπισθοχωρούν.
Χωρίς αυτούς δεν υπάρχει “Μεγάλη Ιδέα”, δεν υπάρχει καμία Ιδέα.
Κουβέντα δεν του ‘παιρνες του παππού μου.
Ο,τι έζησε τα έγραψε στο Ημερολόγιό του, που δημοσίευσαν τα “Χ.Ν.” στο “Μικρά Ασία Χαίρε”.
Εχει πολλή σιωπή ο πόλεμος.
Τόση που σου τρυπά τ’ αυτιά όταν γυρίσεις στο χωριό σου.
“Ποιος έχει το παράσημο ανδρείας του παππού;”
Ο εγγονός του που τον λένε και αυτόν Αντώνη.
Εγώ τον είδα παρασημοφορημένο στη φωτογραφία, στην εφημερίδα.
Ομορφος ο παππούς, πιο όμορφοι οι φαντάροι του.
Εμείς τα εγγόνια του, μεγαλώσαμε στην ειρήνη, στα πούπουλα.
Ο ένας δάσκαλος έμπαινε σπίτι, ο άλλος έφευγε.
Ο παππούς ήταν αγρότης, ο μπάρμπας μου γεωπόνος, η μάνα μου ήταν απλά μάνα…
Ολοι εμείς οι γόνοι του Σκυλουραντώνη εξ αίματος, έχουμε μόνο τη φωτογραφία της εφημερίδας, με το μετάλλιο ανδρείας.
Ωρα καλή και πάντα ΕΙΡΗΝΗ.