Aγαπητά “Χανιώτικα νέα”, εδιάβασα στο φύλλο της 1ης Μαΐου της εφημερίδας σας ότι το περιβαλλοντικό Νομοσχέδιο δημιούργησε προβλήματα στον Φορέα Σαμαριάς.
Θυμήθηκα όμως εγώ ότι πριν από πολλά χρόνια είχα γράψει κάτι για τη Σαμαριά, το είχε δημοσιεύσει τότε το Λογοτεχνικό περιοδικό του Γιάννη Μαρή το 1970, το οποίο και σας το στέλνω.
Σας παρακαλώ να το δημοσιεύσετε και έτσι θα δοθεί η ευκαιρία να ενημερωθεί και ο πρόεδρος του Φορέα της Σαμαριάς, που του εύχομαι να είναι καλά και ό,τι μπορεί να κάνει γι’ αυτό το μνημείο του άγριου κάλλους που η Θεία δημιουργός δύναμις μας εχάρισε.
Είναι το μοναδικό φαράγγι τέτοιας ομορφιάς στην Ευρώπη και από τα λίγα σ’ όλον τον κόσμο.
Σας ευχαριστώ
Βλαζάκης Θεοφρ. Μιχάλης
Καλαμίτσι Αλεξάνδρου
O Γκίγκιλος (Θρύλος)
Με μιας θυμώνει ο ουρανός, τη γη τη φοβερίζει,
μαντατοφόρους έστειλε, ο Δίας και καλούσε
τα μαύρα νέφη τ’ Όλυμπου και τα γεροφορτώνει
με χιόνια και με θύελλες, βροντές και καταιγίδες.
Παίρνει κι αυτός τους κεραυνούς και το θυμό παρέα
κι όλοι μαζί ξεκίνησαν, στα δυτικά της Κρήτης,
για να ξεπλύνουν την ντροπή, στης Σαμαριάς τη βρύση
πούχει τα γάργαρα νερά και κρύα πηδακίζουν.
Για λίγο μόνος στάθηκε στο πατρικό του σπίτι
που στις κορφές υψώνεται του Γέρο Ψηλορείτη.
Κι ευθύς στο διάσελο έφτασε και στου Ομαλού το χάνι
που ζουν με τον πατέρα τους, η Σαμαριά κι η Στάνη.
Κι είναι λεβέντης ο Ομαλός κι άλλον όσο να ψάχνει
τ’ ανθρώπου ο νους δε θα ‘βρει βιο, λουζότανε στην άχνη
της ροδοστάλαχτης αυγής, στο χρυσαφένιο χρώμα,
του δειλινού σεργιάνιζε και στρώμα είχε το χώμα.
Του Ομαλού το κόκκινο και τ’ ουρανού τ’ αστέρια,
τον σκέπαζαν από βραδίς στ’ απρόσιτα λημέρια,
που εφλέρταραν με Σφακιανούς, με τη μαρμαρυγή τους,
νοήματα τούς έκαναν να κοιμηθούν μαζί τους.
Του Χάρου ο γιος σαν έμαθε πως κάθε πρωινό της
η Σαμαριά στα Λιβυκά νερά, πάει στο λουτρό της,
ξεγέλασε τον Κέρβερο, του Πλούτωνα το μάτι,
παίρνει το κύμα το γοργό του Ποσειδώνα τ’ άτι.
Κι έρχεται και τη συναντά στην αμμουδιά να πλέκει
κι αδέξιος κι αμίλητος, για λίγο εμπρός της στέκει,
κι αρχίζει το κυνηγητό, που σειέται όλη η πλάση,
τα δέντρα ξεριζώνονται, βουίζουνε τα δάση.
Στη μέση οι βράχοι σκίζονται και ποταμοί αναβλύζαν
κι όλα τον Κλεφτοπόδαρο, παντού τον εμποδίζαν.
Σκοντάφτει εκείνη μια στιγμή, τα μάτια της βουρκώνουν
πέφτει, τα δάκρυά της στη γη βαθιά την αυλακώνουν.
Με βήματ’ αλαφρά κι ο γιος του Χάροντα σιμώνει
τη Σαμαριά και δίκταμο της δίνει· και στομώνει,
τα αίματα με βότανα, θυμάρι, μέντα, παίρνει
κι από τη ράχη τ’ αετού, στα χέρια του τη φέρνει.
Ψηλά σε μια βουνοκορφή, γοργά την ανεβάζει,
κι έτσι καυχιέται ο Χαρογιός και βροντερά φωνάζει:
«Εγώ ‘μαι ο γιος του Χάροντα και Γκίγκιλο με λένε
και δύναμη μου φέρνουνε τα μάτια της που κλαίνε.
Κι όταν τ’ ακούει η Σαμαριά, το δάκρυ της σκουπίζει
και μόνο σαν το κρύο νερό τ’ αφήνει ν’ αναβλύζει,
χαρούμενη έρχεται ψηλά κι αντάμα με τον κλέφτη,
βροχές, χαλάζι, όταν γελά κι αστροπελέκι πέφτει.
Ρίχνει ο Δίας κεραυνούς τον Γκίγκιλο πετρώνει,
παίρνει τα σύννεφα κοντά, τη Σαμαριά σιμώνει,
αγριεμένος, έτοιμος, κι αυτή να τιμωρήσει,
που ξέκοψε απ’ τ’ αδέρφια της καθώς την είχε ορίσει!
Η αδερφή της η μικρή, χίλιες κάνει θυσίες
για ν’ αποφύγει τις σκληρές του Δία τιμωρίες
και του Θεού τη μάνητα που καίει σαν καμίνι,
ζητάει με παράκληση λιγάκι ν’ απαλύνει.
Ψηλά ανεβαίνει σε κορφές και σε πλαγιές πλανιέται
και στα ρουμάνια τα πυκνά μερονυχτίς χτυπιέται.
Κρι – κρι κι αγρίμια του βουνού, σαν τη θωρούν βελάζουν
κι όλα μαζί σαν τα γροικάς, λες μοιρολόι μοιάζουν.
Σπαράζει μες στις ερημιές η μαυρομάτα Στάνη
και κλαίει και παρακαλεί, μέγα κακό μη κάνει,
της Σαμαριάς που λάθεψε, ο κοσμοσείστης Δίας,
κι ας ήτανε το κλάμα της, ο πόνος της θυσίας.
Να του μερέψει την καρδιά, γλυκά να του μιλήσει
κι έτσι εστοιχειώθη η Σαμαριά κι έγινε κρύα Βρύση.
Κι η Σάνη, η πιο μικρή αδερφή, θλιφτό κεφάλι σκύβει
και το γλυκό της πρόσωπο σε μαύρη μπόλια κρύβει.
Τρελός κι ο Γέρος Ομαλός, από τη μέρα εκείνη
τον πόνο της φλογέρας του στη φύση γύρω αφήνει.
Καθ’ εικοσιπενταύγουστο, παίρνουν ζωή το βράδυ,
όλα τριγύρω, κι αν βρεθείς εκεί, βλέπεις κοπάδι.
Άσπρες νεράιδες στο χορό, τα νυχτοπούλια κράζουν,
τ’ αγρίμια δίκταμο, ήμερα, χαρούμενα μοιράζουν».
Φαράγγι είναι της Σαμαριάς, ο φευγαλέος δρόμος
κι ο Γκίγκιλος βουνοκορφή, γκρεμνά, πουρνιάρια, τρόμος!
Ο Δίας, έτσι τα ‘κανε, για να τους τιμωρήσει,
όσους θνητούς παράκουσαν, κι είχανε ξεστρατήσει
και στα παλάατια του έφταναν ακάλεστοι, μονάχοι,
τους έριξε τους κεραυνούς, κι έγιναν όλοι βράχοι!