«Λιγαίνουν εκείνοι να που κατένε ήντα λένε κι ήντα κάνουνε». Η αποστροφή αυτή ενός Σελινιώτη σοφού γέροντα, αποτέλεσε την αφορμή για μια σειρά κειμένων του Νίκου Αποστολάκη, σε σχέση με την παράδοσή μας, το ριζίτικο τραγούδι, αλλά και πέρα απ’ αυτά, σε σχέση με τη θέση που έχουν σήμερα αξίες μιας αλλοτινής εποχής.
Ο συγγραφέας έχει δείξει το ταλέντο του και στο τραγούδι και στο γράψιμο, μέσα από τις εξαιρετικές συλλογές τραγουδιών του Πολιτιστικού Παραδοσιακού Συλλόγου Σελίνου, όπου έχει συνεισφέρει και ως τραγουδιστής και ως συγγραφέας των εισαγωγικών σημειωμάτων, τα οποία αποτελούν εξαιρετικό δείγμα αναλυτικής σκέψης, ιστορικής γνώσης και συναίσθησης της πραγματικότητας, κάτι που σπανίζει από την πατρίδα μας σήμερα: Καλές πένες υπάρχουν, συνειδητοποίηση της πραγματικότητας όμως όχι. Κι αυτό χαρακτηρίζει όλη την κοινωνία μας, από τους πολιτικούς της άρχοντες μέχρι τους υποτιθέμενους προβληματιζόμενους.
Τα κείμενα του Ν. Αποστολάκη συνθέτουν ένα βιβλίο μικρό στον όγκο, 60 σελίδες περίπου, αλλά πολύ βαρύ στα νοήματα και στις σκέψεις. Κι αυτό γιατί, σε μιαν εποχή αφασίας και θριάμβου του τύπου πάνω στην ουσία, έρχεται να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Μιλά για τα αυτονόητα, ή μάλλον γι’ αυτά που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα και κάποτε ήταν, κι αυτή είναι η δύναμή του: Θυμίζει πώς φέρονταν οι παλιοί μας, πώς γίνονταν οι παρέες, πώς εκδηλωνόταν ο σεβασμός και η πρεπιά στις τοπικές κοινωνίες. Διαβάζοντάς το, συνειδητοποιείς ότι κάθε τι που γίνεται, κάθε συνήθεια, αντέτι, έθιμο, έχει το λόγο του, γεννήθηκε από κάποιαν αναγκαιότητα και υπηρετεί κάποιο σκοπό. Συγχρόνως, συνειδητοποιείς ότι αυτά έχουν χαθεί σε μεγαλύτερο βαθμό από όσο νόμιζες, κι όσα έχουν απομείνει είναι τύπος και φόρμα πια, κι όχι ουσία. Την ουσία την έχομε χάσει ή την έχομε συνειδητά παραμερίσει, όταν παραπετάξαμε τις αξίες που μας έφεραν μέχρι εδώ για να τις αντικαταστήσομε με μια καταναλωτική αυταπάτη που μας τύφλωνε, ή μάλλον εμείς εθελοτυφλούσαμε κι ακόμα το κάνομε, για να μη βρεθούμε αντιμέτωποι με την πολιτιστική μας παρακμή: Αυτή που δημιούργησε όλη την κρίση που σήμερα βιώνομε.
Τα κείμενα καταπιάνονται με μια σειρά ζητήματα, το χορό, το τραγούδι, την κοινωνική μεταβολή που προκάλεσε η ερήμωση των τοπικών (αγροτοποιμενικών) κοινωνιών, τις αξίες του λαού μας στην Κρήτη, τη βιωματικότητα και την υποχώρησή της, το βάθος που κρύβεται πίσω από ευκές, συμπεριφορές, πράξεις. Και καταλήγεις, τελειώνοντας το βιβλίο, να νοιώθεις πολύ φτωχός, ακριβώς γιατί συνειδητοποιείς τι έχει χαθεί, τι έχει αλλοιωθεί, και τελικά τι θησαυρό και ποια ταυτότητα έχομε επιτρέψει εμείς να εξευτελιστεί από την επέλαση της βολικής στάσης της ευκολίας, της επιφανειακότητας, της επίδειξης και της μεγαλομανίας.
Κι εδώ έρχεται ο Αποστολάκης και μας τραβάει τ’ αυτί. Μας δείχνει πόσο χαμηλά έχομε φτάσει, κι εμείς ψελίζομε δικαιολογίες του τύπου «δεν το κατάλαβα», «δεν ήξερα» κλπ. Μα το πρότυπο των παλιών μας, που τόσο παραστατικά παρουσιάζει ο συγγραφέας, είχε μέσα του και την εγρήγορση, τη συνειδητοποίηση, και την αντίσταση σε κάθε τι που απειλούσε την ιδιοπροσωπία μας. Αυτή τη συνειδητοποίηση χάσαμε λοιπόν, κι αφήκαμε να πέσομε χαμηλά λίγο λίγο, επιτρέψαμε σε ανθρώπους που βλέπουν τον πολιτισμό μας σα φολκλόρ να τον χρησιμοποιούν και να τον ξεγιβεντίζουν, κι εμείς τους δεχόμαστε στις παρέες μας και τους ανεχόμαστε. Όπως ανεχόμαστε συμπεριφορές που τηρούν φαινομενικά τη στάση των παλιών μας, όμως η προσωπική στάση των φορέων τους δείχνει ότι δεν τις πιστεύουν. Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει με την απαραίτητη απαξία τις στάσεις αυτές, τις οποίες βλέπει να επεκτείνονται.
Ο Ν. Αποστολάκης μας δίνει ένα όπλο με το βιβλίο του: Μας φέρνει μπροστά στον καθρέφτη και μας δείχνει πώς γίναμε. Μας δείχνει, διακριτικά, χωρίς να μας προσβάλλει, και το δρόμο να ξεφύγομε από την κατηφόρα και να γυρίσομε στην αυθεντικότητα και την ειλικρίνεια, στο Πρόσωπό μας. Σε μας απόκειται αυτό το όπλο να το χρησιμοποιήσομε όπως πρέπει. Γιατί υπάρχει και ο πονηρός δρόμος: να χρησιμοποιήσει κάποιος τον πλούτο γνώσεων του βιβλίου όχι για να βελτιωθεί, αλλά για να κρύψει ακόμα καλύτερα την πολιτιστική του γύμνια μέσα από την επιδερμική εφαρμογή των συμπεριφορών που περιγράφει.
Γιατί παλιά, δε μπορούσε κάποιος να κρυφτεί στις αγροτοποιμενικές κοινωνίες που περιγράφει ο συγγραφέας. Αν ήταν μερακλής στην παρέα αλλά βίαιος στην οικογένειά του και μπαταξής στις συναλλαγές του, αυτό θα ήταν γνωστό και δε θα αναγνωριζόταν σα μερακλής από το σύνολο. Οπότε καθένας κατέθετε τον εαυτό του στην κοινωνία, και γι’ αυτό κρινόταν. Σήμερα όμως, είναι εύκολο για τον επιτήδειο να παριστάνει αυτό που δεν είναι. Η παρέα, η δουλειά, η οικογένεια, δε βρίσκονται πια στον ίδιο χώρο. Και από την άλλη, η καλή προαίρεση των βιωματικών ανθρώπων, που νομίζουν ότι επειδή αυτοί είναι αυθεντικοί τότε είναι κι ο καθένας, γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον πονηρό, που επιδιώκει προσωπικά οφέλη παριστάνοντας κάτι που δεν είναι.
Κι εδώ θα πρέπει, για να σταθούμε αντάξιοι στο πρότυπο που προβάλλει ο συγγραφέας, να είμαστε κι εμείς σε εγρήγορση. Προς κάθε κατεύθυνση, με πρώτο τον εαυτό μας: να το σηκώσουμε ψηλά ξανά. Και μετά αυτούς που αγαπάμε: να μοιραστούμε τα λάθη μας, να τα κουβεδιάσομε και να τα εξαλείψομε. Και τέλος αυτούς που μας κοροϊδεύουν: Να τους απομονώσομε με τη σιωπηρή απόρριψή μας και όποτε αυτή δεν αρκεί, με την αποφασιστική μας στάση. Να πλησιάνουν ξανά «αυτοί που κατένε ήντα λένε κι ήντα κάνουνε».
Ήρθε ο Νίκος Αποστολάκης και μας ξανάνοιξε τα μάθια. Η βολή μας θα είναι να τα κλείσομε πάλι, ο δρόμος της αρετής όμως είναι η προσπάθεια να τα κρατήσομε ανοιχτά, που δεν έχομε πια δικαιολογία να μην την κάμομε. Σε κάθε περίπτωση, του οφείλομε ένα μεγάλο «ευχαριστώ».