Βραδιάζει στου μυαλού τα καλντερίμια,
θολά τα σούρουπα κι οι νύχτες, δίχως βράδια,
σβήσανε τ’ άστρα κι οι ζωές ρημάδια,
μαζεύουνε τα σκόρπια τ α τα στέκια,
σε ’σας που κάνατε τις πένες σας τουφέκια
κι ο θρήνος σας γινότανε δικός μου.
Μάταια ψάχνω στης αυγής τη φέξη,
η κοκκινόχρυση η Δύση, στάζει αίμα,
παντού – τριγύρω, της ζωής το ψέμα,
κι η αλλοτρίωση σκεπάζει κάθε λέξη.
Ευθύνη και συνείδηση χαμένη,
το ύψος της περίστασης, μπροστά σου,
μέσα σου μια φωνή σου λέει…στάσου,
μα νιώθεις την ψυχή σου πληγωμένη.
Ελπίζεις στη Δευτέρα Παρουσία,
όμως κι εκείνη, όπως φαίνεται, θ’ αργήσει,
οράματα του χθες θα ’χουν δακρύσει
για του χαμένου Ποιητή, την απουσία.
Δεν πείθουν πια, νοήματα χαμένα,
κουράστηκες να ψάχνεις απαντήσεις,
τώρα που έφτασε τ’ απόβραδο της Δύσης,
σκίζεις ποιήματα, στο δρόμο, προδομένα…
Πρόσωπα βλοσυρά… Σκυφτό κεφάλι,
μαστίγιο κρατούν οι εξουσίες,
χάθηκαν πια, του λόγου οι αξίες,
λιμοκτονούν μες της ζωής τη βιοπάλη.
Κι εσύ χαμένε Ποιητή, φτωχός διαβάτης,
σε ένα κόσμο, με το φίμωτρο στο στόμα,
λίγη ζητάς, αξιοπρέπεια, ακόμα,
και υπογράφεις μια ζωή…
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ….