Μπορεί όσο περνούνε οι χρόνοι κι οι καιροί, οι δυσκολίες τω γεραθειώ να πλησιάνουνε, και το φορτίο του Πολυχρόνη να γίνεται ασήκωτο. Και το γεροντάκι να χάνει ώρες και φορές το κουράγιο ντου, για τα συνηθισµένα ροζοναρίσµατα που επαέ στη Γωνιά του Καφενέ, να θολώνει η σκέψη ντου και να περιορίζεται η γι αντοχή ντου για σεργιανίσµατα στσοι δύσκολους µα όµορφους τόπους τση παλιάς εποχής.
Και δε φτάνουνε δα τουτεσάς οι δυσκολίες απού συνοδεύουνε το γήρας, απού κατά το λαό «ου γαρ έρχεται µόνο», παρά έχουµε και τ’ ακραία φυσικά φαινόµενα απου φέρνουνε και κείνα τσοι δυσκολίες τωνε. Ιδιαίτερα τουτηνέ την εποχή µε τσοι «κάψωνες», απού και κείνα, η γι’ ανυπακοή στσοι φυσικούς νόµους τσ’ επιστήµης, εφέρανε κατά τα λεγόµενα των ίδιω των επιστηµόνων. Και πάλι, δυστυχώς, «ουκ ηβουλήθησαν συνιέναι» ως τα εδά. Μα κι ακόµη, σε τούτηνα τη στραθιά τση ζωής, τυχαίνουνε ενίοτε κάποιες απρόσµενες κι αναπάντεχες συγκυρίες, απου φέρνουνε θλίψη, πικρία και τα αιστήµατα τση περιφρόνησης και τση ταπείνωσης στσ’ αθρώπους, τσ’ ανιδιοτελούς προσφοράς και την απογοήτεψη και γεµίζουνε τη ψυχή µε περίσσια πίκρα και κουτσουρεύουνε τον ενδόµυχο ενθουσιασµό ντωνε για παραπέρα προσφορά.
Για τουτεσάς τσοι κακοτοπιές τση στράτας τση ζωής µου, περιττεύουνε για την ώρα τα παραπέρα λόγια κι οι σχολιασµοί. Γι’ αυτό και το Γεροντάκι, απου ‘ναι δασκαλεµένο από τη πολυετή φοίτηση ντου στη ζωή, αναντραντίζει! όσο οι γεροντικές του δυνάµεις του το επιτρέπουν και παίρνει θάρρος από τσοι µαντινάδες π’ αναστοράται.
«Άθρωπος απου τη παράδοση ξεχνά και δε θυµάται/ Στο λήθαργο τση λησµονιάς πάντοτε θα κοιµάται».
Κι ακόµη τη µαντινάδα, απούχανε οι παλιοί µας, ζωγραφισµένη στην καρδιά ντωνε και πιστεύανε ολόψυχα. Γι’ αυτό και τσοι θαυµάζοµε κι αυτούς και τα έργα ντωνε.
«Στο µετερίζι τσ’ αθρωπιάς, και στση τιµής το χρέος/ εκειά θα στέκω πάντα ΟΡΘΟΣ κι ας είµαι ο τελευταίος».
Μα κι όπως διαβάζω στην Καινή ∆ιαθήκη τσοι σοφές συβουλές του Αποστόλου Παύλου, στο µαθητή ντου Τιµόθεον στο κεφ. 3, 10-15: «Πονηροί δε άνθρωποι και γόητες προκόψουσιν επί το χείρον, πλανώντες και πλανωµένοι, συ δε µένε εν οις έµαθες και επιστώθης…» Γι’ αυτό και αφήνω τον εφησυχασµό και ξεσηκώνω τη θύµηση µου και µε την καλή συντροφιά των αναµνήσεων µου αντιγαέρνω κάµποσους χρόνους ίσια πίσω.
Στον Πρωτογούλη κείνουνα του καιρού, γη Θεριστή, όπως τον ελέγανε τοτεσάς, γιατί ‘τανε ο µήνας του θερισµού, εξεπέζεψα. Τέτοιο καιρό, καλή ώρα όπως εδά, Ιούνιο δηλαδή. Μόνο πως οι χωριανοί τσοι καµατερές µέρες απλώνουντανε µε τα δραπάνια ντωνε στα χωράφια και θερίζανε, γιατί ‘τανε στη φούρια ντου ο θερισµός. Και δεν εψάχνανε παραλίες για να δροσιστούνε. Κείνηνα την ηµέρα ήτανε Κυριακή, γι’ αυτό και την εξαργιούσανε. Οι καφενέδες ήτανε ανοιχτοί κι από τα ραδιόφωνα εγροικούντανε οι ψαλµωδίες από τσοι Μητροπόλεις Αθηνών, µε τον αθάνατο Σπ. Περιστέρη απου µε στεντόρεια τη φωνή, απέδιδε τσοι Θεόπνευστους ύµνους µε βυζαντινό κάλλος και θρησκευτική ευλάβεια.
Και από τη Μητρόπολη των Χανιών, τον αείµνηστο καθηγητή µου Ν. ∆ασκαλάκη και τσοι χωριανούς απλωµένους, ντυµένοι στα σκολινά ντων, στσοι φρεσκοπλεµένες καλύβες, µε σφάκες για σκιά, γη στο σκιανιό τσ’ εκατόχρονης χαρουπιάς που ήτανε εκειά φωτογραφία. Κι αποκειά εγροικούσανε τη λουτρουγιά. Γιατί κεινουσάς τσοι χρόνους, η πατρίδα µας ήτανε Ορθόδοξη, όι µόνο στα χαρθιά, κι οι γι’ Έλληνες χρισιανοί. Κι επειδή τσοι δύσκολους χρόνους κεινουνά του καιρού, όπως γράφω και στο βιβλίο µου «ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ ΤΑ ΧΩΡΑΦΑΚΙΑ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ ΧΑΝΙΩΝ», τσ’ ενορίες τ’ Ακρωτηρίου τσοι λειτουργούσανε οι γι ιεροµόναχοι τω µοναστηριών του Γουβερνέτου και τσ’ Αγίας Τριάδας και τσοι βδοµάδες απου εφηµέρευε ο κάθε Ιεροµόναχος, στο µοναστήρι ντου η γι ενορία ντου δεν ελειτουργούντανε.
Τη ταχινή εδά πάλι απου ήτανε καµατερή, επαίρνανε τα δραπάνια ντωνε κι εσυνεχίζανε τον αγώνα του θερισµού. ∆ουλειά υπήρχε για ούλους, θέλεις θέριζε και δένε, θέλεις δένε και κουβάλιε. Θέρος, τρύγος, όπως έχουµε ξαναπεί, ίσον πόλεµος. Μ’ έντονες κινήσεις και χαριτωµένα πειράγµατα εξεχνούσανε τη κούραση και ανεβάζανε το κέφι ντωνε, γι’ αυτό εκτός τα γέλια απου επροκαλούσανε τα παρατσάφαρα και πειράγµατα απου ελέγανε, εγροικούσανε και κάποιες µαντινάδες απου ανάβανε τη περιέργεια των άλλω, γιατί κάποιο αιστηµατάκι εξεφανερώνανε, και δούνανε θροφή για κουτσοµπολιό.
Έτσα τηνε καλοδέχουντανε την περίοδο τση συγκοµιδής οι χωριανοί µας τοτεσάς, απού ύστερα από κάµποσους µήνες αγωνίας ήρχουντανε ο καιρός τση και θα σοδειάζανε τσοι κόπου τωνε, απου θαν’ εθρέφουντανε το χειµώνα.
Θεέ µου φύλαε το νου µας και καθοδήγα µας για τη καλή ντου χρήση.
Ώρα καλή σας αναγνώστριες κι αναγνώστες µου κι αναζήτηχτοι.
Το Γεροντάκι
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Αναντρανίζει = Ανασηκώνεται
Αναστορούµαι = Θυµούµαι
Ορθός = Όρθιος
Αντιγαέρνω = Γυρίζω πίσω
Καµατερές = Εργάσιµες
Εγροικούσανε = Ακούγανε
Ταχινή = Αυριανή
Όξω = Έξω
Πρωτογούλης = Ιούνιος
Παρατσάφαρα = Αστεία