“…Ο Πέτρος γινόταν άλλος άνθρωπος στην εξοχή. Θες οι αναμνήσεις από τη Λευκόνοικο, θες η χαρά της φύσης, του περνούσαν όλοι οι πόνοι, τ’ αρθριτικά, θυμητάρια που άφηναν στο κορμί του οι χρόνοι κι η σκληρή δουλειά. Να μεγαλώσεις, πρόσφυγας, τόσα παιδιά δεν ήταν κι εύκολη υπόθεση… Απαλά παραμέριζε τα βάτα κι έβρισκε μέσα τους καραόλους, με τη χαρά ψαρά π’ ανοίγει όστρακα και συναντά μαργαριτάρια. …Μελετούσε τα σαλιγκάρια που έφτιαχναν παροικίες κάτω από τα θρουμπιά. Κουβαλούσε το καθένα το μικρό του σπίτι στην πλάτη, όλο το βιος του κι έμοιαζε σίγουρο κι ασφαλισμένο. Πόσο ζήλευε τούτα τ’ αχάλαστα χωριά των καραόλων! Να μπορούσε κι ο ίδιος να κουβάλαγε μαζί του τ’ όμορφο σπίτι του στη Λευκόνοικο, με τις καμάρες και τη μεγάλη αυλή όλο απιδιές και λεμονιές, να το γλυτώσει… Μια ζωή κόποι, να το χτίσει με τον ίδρω των γονιών και τον δικό του και μέσα σε δύο στιγμές του το αρπάξανε… Κι από τότε γυρίζει μεσ’ τα ξένα τα στενά σαν «καραόλος τσίτσιρος» που δεν βρίσκει αναπαμό. Ηταν απορροφημένος στις σκέψεις του. Οι καραόλοι γύρω του άρχισαν να ξεθαρρεύουν με την πρωινή λιακάδα. Με σίγουρο, αργόσυρτο βήμα, άρχοντες, κουβαλώντας το έχει τους, έβγαιναν σε μακρινούς περιπάτους. Οι άκακοι δρόμοι της φύσης, οι δρόμοι της καλοσύνης και της ομορφιάς, πάντοτε τον γοήτευαν και τον καλούσαν… Αξαφνα, άκουσε φωνές σκληρές, κοφτές να σκίζουν την πρωινή ησυχία. Δεν πρόλαβε να καλοσκεφτεί και είδε μπροστά του πάνοπλους στρατιώτες.
Τον αγριοκοίταζαν τείνοντας όπλα φονικά. “«Μα τούτοι εν Τούρτζιοι. Ατσιαπις εμπήκα στα κατεχόμενα;». Ψήλωσε τα χέρια του ήρεμος, σχεδόν χαμογελώντας. «Απλώς καραόλους μάζευα, να δείτε τον κάδο…». Τον σκούντηξαν βίαια κι έπεσε καταγής. Πέρασαν λίγα λεπτά, κάποιον περίμεναν φαίνεται. Ηταν σίγουρος πως θα τους εξηγούσε και θα τον άφηναν. Κάποιο λάθος θα έγινε. Προσπαθούσε να θυμηθεί όσες τούρκικες λέξεις ήξερε. Τότε στο χωριό του περνούσαν καλά με τους Τουρκοκύπριους, που έρχονταν στους γάμους, στα βαφτίσια άναβαν τα καντήλια στον Αϊ Φουκά, τον Αϊ Θόδωρο. Δεν πρόλαβε να κάνει άλλη σκέψη. Τρεχάτος ήρθε ένας Τούρκος αξιωματικός κι όπως τον βρήκε ακουμπισμένο στην ελιά, του έριξε μια στον λαιμό, γέμισε αίματα. Επεσε κάτω σφαδάζοντας. Μα γιατί, γιατί, τι τους έκαμα; Ρόχθιζε το παράπονο. Θα μου ρίξανε για να μη διαφύγω και θα με μεταφέρουν τώρα στο νοσοκομείο τους… Στιγμές φρικτές που ’στάζαν αγωνία. Οταν σε λίγο βλέπει έναν άλλο στρατιωτικό να πλησιάζει βιαστικός. Θα με βοηθήσει, θα με βοηθήσει άραγε; Κτυπιόταν η πονεμένη σκέψη του. Του έριξε τη χαριστική βολή ίσια ολόσια στην καρδιά. Εγειρε με μάτια τεράστια από την απορία μπρούμυτα στη γη του, που ζεστή, γεμάτη φθινοπωρινή ομοσκοβολιά και προαιώνιες ανάσες του έστελνε το στερνό αντίο… …Δεν πρόλαβε πέφτοντας, να δει τους καραόλους του, που αποηρμένοι κι ανενόχλητοι, έβγαιναν απ’ τον κάδο. Αμέριμνοι, ελεύθεροι, ασφαλείς θα συνέχιζαν τις περιπλανήσεις στους ασύνορους δρόμους, ασημένιους, ωραίους, που άχνιζαν στο φως, δίχως να ξέρουν τίποτε από πράσινες και αιμάτινες γραμμές, που άγρια, φονικά χωρίζουν τους ανθρώπους”.
Επίμετρο: Είναι τα τελευταία αποσπάσματα από το διήγημα “Ο πρόσφυγας και τα σαλιγκάρια” αφιερωμένο στη μνήμη Αντώνη Σαμαράκη από το έργο της “η Γιαγιά η Γοργόνα”. Η Γιώτα Παρασκευά – Χατζηκώστα, η γλυκύτατη Γιώτα, μου το χάρισε στη Λεμεσό που γνωριστήκαμε πριν από χρόνια. Σαραντάχρονη φέτος, η μνήμη της εισβολής στο βασανισμένο νησί της Αφροδίτης και η επιλογή επί τούτου.