Το φωτορεπορτάζ και η ειδησεογραφία όταν μετατρέπεται σε φωτογραφική εικόνα δεν αποτελούν μόνο μια πολύ σημαντική πτυχή της δημοσιογραφίας, αλλά είναι πιθανόν να αγγίξουν και τα όρια της τέχνης: μιας τέχνης ικανής να συνδυάσει την ευαισθησία της ενημέρωσης με την πολιτική εγρήγορση. Αυτό αποδεικνύει το βιβλίο του Γιώργου Αρχιμανδρίτη για τον φωτογράφο Γιάννη Μπεχράκη, που κυκλοφόρησε πριν από μερικές ημέρες από τις εκδόσεις Πατάκη υπό τον τίτλο «Γιάννης Μπεχράκης. Με τα μάτια της ψυχής».
Ο Γιάννης Μπεχράκης (1960-2019) ξεδίπλωσε τη φωτογραφική σταδιοδρομία του, δουλεύοντας στο πρακτορείο Reuters, για λογαριασμό του οποίου κάλυψε ορισμένα από τα σημαντικότερα διεθνή γεγονότα των τελευταίων πολλών δεκαετιών: από την κηδεία του Αγιοταλάχ Χομεϊνί στο Ιράν, τις πολιτικές μεταβολές στην ανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια και τους εμφυλίους πολέμους στην Κροατία, στη Βοσνία και στο Κοσσυφοπέδιο μέχρι τις πολεμικές συρράξεις στην Τσετσενία, στη Σιέρα Λεόνε, στη Σομαλία, στο Αφγανιστάν ή στον Λίβανο, τον πρώτο και τον δεύτερο πόλεμο του Κόλπου, τις ταραχές στο Ισραήλ και στην Παλαιστίνη, τους καταστροφικούς σεισμούς στο Κασμίρ, στην Τουρκία και στην Ελλάδα, τις ταραχές και τις αλλαγές (με την αραβική άνοιξη) στην Αίγυπτο, στην Τυνησία και στη Λιβύη, την ουκρανική κρίση στο Κίεβο, που οδήγησε στα γεγονότα των ημερών μας, και τους Ολυμπιακούς Αγώνες ή το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου στις ΗΠΑ. Μεταξύ των άπειρων ελληνικών και ξένων βραβείων που απέσπασε ο Μπεχράκης για τη δουλειά του ως φωτογράφου είναι το Pulitzer (στην κατηγορία για τις φωτογραφίες έκτακτης επικαιρότητας) με θέμα την κάλυψη της προσφυγικής κρίσης του 2015.
Ο Μπεχράκης ανέβηκε υψηλά στην ιεραρχία του Reuters και εκείνο που σημάδεψε την καριέρα του ήταν οι φωτογραφίες του για το κύμα μεταναστών προς την Ελλάδα το 2015. Ο Αρχιμανδρίτης εντάσσει στο βιβλίο του υλικό από τις συζητήσεις τις οποίες ξεκίνησε την ίδια χρονιά με τον φωτογράφο και οι οποίες κράτησαν μέχρι το 2017. ‘Έχοντας φωτογραφίσει ανθρώπους να δοκιμάζονται στα πιο διαφορετικά σημεία του κόσμου, ο Μπεχράκης λέει στον Αρχιμανδρίτη: «Παίρνοντας φωτογραφίες, αισθάνομαι ότι βοηθάω. Αυτό είναι το κίνητρό μου, η έμπνευσή μου. Φυσικά, όμως, υπάρχουν περιπτώσεις που ακούμπησα κάτω την κάμερά μου, όπως και οι περισσότεροι από τους συναδέλφους μου. Δε χωράει καν συζήτηση και ούτε χρειάζεται να το διατυμπανίζει κανείς».
Κουβεντιάζοντας με τον Αρχιμανδρίτη σε χαμηλούς και πολύ ανθρώπινους τόνους, ο Μπεχράκης δείχνει σε όλο το μήκος του βιβλίου πως η ειδησεογραφική φωτογραφία οφείλει να βασίζεται πρωτίστως σε μια στέρεη επαγγελματική ηθική η οποία θα έχει ως κορυφαία μέριμνα τον σεβασμό του ανθρώπινου πόνου, χωρίς εκ παραλλήλου να τον αποφεύγει ή να τον αγνοεί και να τον υποβιβάζει. Κι αν ο φωτογράφος αρνείται εν προκειμένω εξ ολοκλήρου την ιδιότητα του καλλιτέχνη, κάτι τέτοιο δεν σημαίνει πως θα αρνηθεί και το ότι επιδιώκει την ομορφιά με τις φωτογραφίες του. Και την επιδιώκει όχι επειδή αποσκοπεί στο να επενδύσει κατ’ αυτόν τον τρόπο στο χρηματιστήριο της τέχνης μα για να μπορέσει να μιλήσει για τα ανθρώπινα δεινά χωρίς να καταλήξει στη σκληρότητα ή στην αδιαφορία: «Όχι δηλαδή η τέχνη για την τέχνη, αλλά ένα έργο με αισθητική και δύναμη που θα είναι φορέας κάποιων μηνυμάτων. Αν μπορείς λοιπόν να τα βάλεις όλα αυτά σε μια φωτογραφία, αυτό θέτει την καλλιτεχνική δημιουργία στην υπηρεσία του σκοπού που έχεις θέσει στη ζωή σου. Και ο δικός μου σκοπός, το όραμα που με θρέφει, η πιο βαθιά μου επιθυμία είναι να αλλάξω τον κόσμο, να τον κάνω πιο δίκαιο. Νιώθω μέσα μου πολύ έντονα την ανάγκη να γίνομαι ο δικηγόρος αυτών που έχουν αδικηθεί, αυτών που δεν έχουν φωνή. Το ίδιο έκαναν παλιότερα και οι ζωγράφοι που απεικόνιζαν στους πίνακές τους ιστορικά γεγονότα και καταστάσεις όπως η Γαλλική Επανάσταση, η Ελληνική ή η Ρωσική. Και μετά εμφανίστηκαν, κάποια στιγμή, οι φωτογράφοι, οι οποίοι μπορούσαν να αποτυπώσουν το ιστορικό γεγονός με τη μηχανή τους. Ενώ όμως ένας ζωγράφος έχει στη διάθεσή του δύο μήνες για να ζωγραφίσει έναν πίνακα, ένας φωτογράφος πρέπει να το κάνει σε ένα δευτερόλεπτο».
Ο Μπεχράκης εξομολογείται ακόμα στον Αρχιμανδρίτη πως η φωτογραφία αποτελεί ζήτημα αρμονίας και φωτός, πως «η δυστυχία και ο πόνος είναι καταστάσεις που βιώνουν καθημερινά οι άνθρωποι σε παγκόσμιο επίπεδο», πως φωτογραφίζοντας πρόσφυγες κύλησε ξανά μέσα του το προσφυγικό αίμα (η γιαγιά του ήταν από τη Σμύρνη και ήρθε στην Ελλάδα το 1922 με τη βοήθεια του Γαλλικού Ναυτικού), πως η ομορφιά είναι παρηγορητική και υποσχετική και πως ο ίδιος δεν φωτογραφίζει απλώς με τα μάτια, αλλά με τα μάτια της ψυχής του. Το πιο στοχαστικό επιστέγασμα για έναν επαγγελματία ο οποίος πέτυχε τα πλείστα όσα στη διαδρομή του, αλλά έφυγε πρόωρα από τη ζωή.