Στο Τόκυο, που λέτε, βρέθηκα μαζί με το Γιάννη για υπηρεσιακό ταξίδι του Υπουργείου Παιδείας το 1987, με μια βαλίτσα χαρτιά, μολύβια, λεξικά, χάρτες, δυο πουλόβερ, τα εσώρουχα και τα ξυριστικά μας.
Είχαμε και πολλά χρήματα μαζί μας για κάθε είδους δαπάνες. Κάτι εκατομμύρια δραχμές, δηλαδή, που τα βάλαμε στο σακίδιο του Γιάννη. Βέβαια ήμασταν, και συνεχίζουμε να είμαστε, ένα και πενήντα εννιά ύψους έκαστος κι εκεί νιώθαμε ψηλοί. Να φανταστείς, όταν μπήκαμε στο λεωφορείο, που ήταν γεμάτο, τίγκα, και στεκόμασταν όρθιοι, ρε παιδιά, δεν θα το πιστέψετε, βλέπαμε πάνω από τα κεφάλια των ντόπιων. Απόλαυση. Κρατούσαμε τις χειρολαβές κι αντί να αναπνέουμε, όπως στο Ελλάδα, κάτω από τις μασκάλες των άλλων, αυτοί, οι μικροκαμωμένοι σχιστομάτηδες, απολαμβάνανε την δικιά μας ιδρωτίλα. Τι να σου πω. Αποθέωση. Μόνο γι αυτό, άξιζε η ταλαιπωρία κι οι κίνδυνοι να βρεθούμε στην Ιαπωνία, κι από Τόκυο να πηγαίνουμε Κόμπε.
Μετά το ρεσιτάλ, λοιπόν, υψηλόκορμων που δώσαμε, πήγαμε καθ’ υπόδειξη ενός υπαλλήλου της Singapore Airline στον οποίο αποταθήκαμε να μας καθοδηγήσει, και να δεις τον ρωτούσα αγχωμένος μη χάσουμε το τραίνο κι αυτός άκουγε, έβλεπε, δεν αντιδρούσε.
– Ρε Γιάννη, λέω στο φίλο μου, μπας κι είναι ψεύτικος και δεν απαντά;
– Επεξεργάζεται την ερώτησή.
Ανυπόμονος, ρωτούσα διάφορα κι αυτός άκουγε σαν κέρινο ομοίωμα και έψαχνε χαρτιά και σε μια οθόνη.
– Μην τον φορτώνεις πολλές ερωτήσεις, μου γκρίνιαξε ο Γιάννης. Είναι σαν το κομπιούτερ.
Και πράγματι, τρελάθηκα όταν άρχισε να μου δίνει λεπτομερείς απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις μου.
Οπότε βρεθήκαμε στον, τεράστιο, σταθμό του τραίνου. Θελήσαμε να αρπάξουμε κάτι σε ένα ταχυφαγάδικο εν όψει οκτώ ωρών στο τραίνο που θα την βγάζαμε, κάτσαμε σε ένα τραπεζάκι. Κείνη την ώρα επέδρασε η συχνουρία μου. Πού να βρω όμως τουαλέτα και ποιον να ρωτήσω. Ποιον άλλον; μια όμορφη σερβιτόρα. Εδώ έπαθα άλλη πλάκα. Με το που τη ρώτησα, γέλασε παιγνιδιάρικα και μου έγνεψε να την ακολουθήσω. Χαρά εγώ!
– Πού με πάει ρε Γιάννη; Είπα αποχαιρετώντας το φίλο μου.
– Τυχερέ, προχώρα, με παρότρυνε.
Βγήκαμε από το μαγαζί, η χαρά μου στο ζενίθ για τα μελλούμενα, στρίψαμε στη γωνία, κι άξαφνα, σταμάτησε η κούκλα, μου έδειξε την πόρτα της τουαλέτας λέγοντας ευχαριστώ και μ’ άφησε σύξυλο.
Έκανα τη δουλειά μου και γυρνώντας βρήκα το Γιάννη να σκάει στα γέλια.
– Τι είναι ρε;
– Εσένα γούσταρε, αλλά εμένα κέρασε δυο κομμάτια σούσι.
– Διαφήμιση ήταν ρε γόη, τον συνέφερα.
Στο τραίνο που μπήκαμε σε λίγο, απέναντί μας καθόταν ένας νέος Γιαπωνέζος με μια τσάντα κι ένα βιβλίο στο χέρι. Δεν του δώσαμε σημασία, βάλαμε το σακίδιο με τα εκατομμύρια στη θήκη πάνω από το κάθισμά μας και βολευτήκαμε για τις οχτώ ώρες, όλη τη νύχτα δηλαδή, που θα ήμασταν έγκλειστοι.
Αυτός, λοιπόν, ο τύπος, με περιέργεια παρακολουθούσε όλες τις κινήσεις μας και κόλλησε τα μάτια του στο σακίδιο με τα λεφτά.
– Δε μου αρέσει ο τύπος, είπε ο Γιάννης.
– Λες να μυρίστηκε ψητό;
– Δεν αποκλείεται. Οι Γιαπωνέζοι ….
– Και τώρα που νυστάζω;
– Θα κοιμόμαστε με βάρδιες.
Έτσι, με άγχος, ο ένας έκλεινε τα μάτια του, ο άλλος τα κάρφωνε στο σακίδιο.
Λίγο πριν φτάσουμε, μας ρώτησε ο απέναντι, πού πηγαίνουμε.
Απαντήσαμε, Κόμπε, καχύποπτα κι αόριστα.
– Θα κατέβω Αμαγκασάκι, μας είπε, ηρεμήσαμε.
Αμ, δε. Ξαναρώτησε σε ποιο ξενοδοχείο!
Αμάν. Τι κάνουμε.
Κοιταχτήκαμε εμείς κι ετοιμαστήκαμε για τα χειρότερα.
– Μπορεί να είναι μυστικός πράκτορας, είπα, συμφώνησε ο Γιάννης.
Η καρδιά μας να σπάσει. Μη μπορώντας να κάνουμε κάτι, προς το παρών, απαντήσαμε δίνοντας όνομα ξενοδοχείου.
Και τότε συνέβη το ανέλπιστο.
– Δεν θα κατέβω. Θα έρθω μαζί σας. Είναι η επόμενη στάση, να σας το δείξω.
Τώρα; Σκεφτήκαμε να τον καθαρίσουμε, φοβηθήκαμε τα αίματα, περιμέναμε το μοιραίο.
– Ω ρε Γιάννη, εδώ θα μείνει το κοκαλάκι μας!
– Μάνα μου δε σε ξαναβλέπω.
Όχι τίποτα δεν μπορούσα να του γράψω επικήδειο κατά παλαιότερη συμφωνία μας αφού μαζί θα φεύγαμε.
Με τέτοια ωραία συναισθήματα, σταμάτησε το τραίνο, αρπάξαμε το σακίδιο μην και προλάβει ο Γιαπωνέζος, κατεβήκαμε, αυτός δίπλα μας.
Περπατήσαμε τρεμάμενοι δυο τετράγωνα, σταμάτησε ο κοντός, χαμογέλασε με ευγένεια, μας έδειξε απέναντι ένα ωραίο ξενοδοχείο, μας ευχαρίστησε, κι έφυγε χαρούμενος που μας βοήθησε.
Δυο μέρες ήμασταν άρρωστοι, φίλοι μου.
Αυτά συμβαίνουν σ’ όσους γυρίζουν.