«Τα συναισθήματα δεν έχουν γλώσσα, θρησκεία, εθνικότητα ή φύλο. Όλοι αυτοί που έζησαν μαζί, άνοιξαν τα μάτια τους στην ίδια γη. Ανάπνευσαν τον ίδιο αέρα. Η ίδια βροχή έπεφτε στα χωράφια τους. Μετά από την ανταλλαγή όλοι αυτοί υποχρεώθηκαν να φύγουν από τα γενέτειρά τους κι έζησαν την ίδια νοσταλγία και λαχτάρα».
Η Τουρκάλα συγγραφέας κι εγγονή ανταλλαγέντων Γιασεμίν Οζέκ στο μυθιστόρημά της “Δέσποινα, μάτια μου” (εκδ. Πατάκη), μιλάει για τον δύσκολο αποχωρισμό μιας τουρκικής οικογένειας από τους Έλληνες γείτονες και φίλους, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923. Με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου της στα Χανιά την ερχόμενη Τετάρτη, οι “διαδρομές” μίλησαν μαζί της για το έργο της, το “τραύμα” της προσφυγιάς, τις “γέφυρες φιλίας” που μπορεί να χτίσουν οι τέχνες, αλλά και το τι σημαίνει Ελλάδα για την ίδια.
Τι ιστορία είναι το “Δέσποινα, μάτια μου”;
«Όπως η πρώτη πνοή ενός μωρού, έτσι και ο τόπος όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε κάποιος είναι εξίσου σημαντικός! Πρώτα σου μαθαίνει να ζεις, μετά το ποιος είσαι!». Το βιβλίο αρχίζει με αυτές τις φράσεις. Η ιστορία του συγκεκριμένου βιβλίου αφηγείται τις περιπέτειες και τα συναισθήματα των ανθρώπων που υποχρεώθηκαν να φύγουν από την γενέτειρά τους μέσα από το βλέμμα του μικρού παιδιού. Ενώ η μικρασιατική εκστρατεία εξελίσσεται, ο επτάχρονος Εμίν Αλί ζει υπέροχα παιδικά χρόνια σε ένα παραθαλάσσιο χωριό στην Λέσβο απέναντι από τα τουρκικά παραλία. Μουσουλμάνος, παιδί μεικτής οικογένειας με Ελληνίδα μητέρα και Τούρκο πατέρα, νιώθει για πρώτη φορά το σκίρτημα της αγάπης για την Ελληνίδα γειτονοπούλα του, την Δέσποινα. Η ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923, χωρίζει τα παιδικά του χρόνια στη μέση. Από την μία πλευρά δύο θρησκείες δεν χωρούν σε μία γλώσσα στις δύο όχθες, από την άλλη στο σπίτι του Εμίν Αλί, οι δύο θρησκείες ακουμπούν στο ίδιο μαξιλάρι. Ο Εμίν Αλί δυσκολεύεται πολύ αλλά ξεκινάει μία καινούργια ζωή με την οικογένεια του στο Αϊβαλί, οπού φτάνουν ξένοι ανάμεσα σε ξένους, χωρίς ποτέ να ξέχνα την Ελλάδα και τη Δέσποινα. Το “Δέσποινα, μάτια μου” είναι ένα μυθιστόρημα για μία τραυματική ιστορική στιγμή, μέσα από τα μάτια ενός παιδιού που βιώνει όλες τις πτυχές της ανταλλαγής, του ξεριζωμού, του αβάσταχτου αποχωρισμού: αγάπη, φόβο, μίσος, λαχτάρα, προβλήματα ταυτότητας. Ως συγγραφέας ήθελα να εξηγήσω τις επιπτώσεις της ανταλλαγής στους ανθρώπους και όχι τους λόγους. Για εμένα είναι δύο εκατομμύρια ραγισμένες καρδιές που λόγω της ανταλλαγής άλλαξε η ζωή τους. Όχι μόνο οι προσφυγές αλλά και οι γείτονες τους επηρεάστηκαν πολύ. Κάποιοι έφυγαν κλαίγοντας και κάποιοι έμειναν πίσω κλαίγοντας. Δυστυχώς δεν μπορούμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω αλλά μπορούμε να τούς θυμόμαστε.
Είστε εγγονή ανταλλαγέντων. Πόσο “βάραινε” το τραύμα της αναγκαστικής μετακίνησης την οικογένειά σας; Θυμάστε να γίνονται αναφορές σε αυτό;
Θυμάμαι αμυδρά από την παιδική μου ηλικία ότι όταν η γιαγιά μου -από την πλευρά του πατέρα μου- θύμωνε, ξαφνικά μιλούσε στα ελληνικά. Εμείς, τα παιδιά δεν ξέραμε ποια γλώσσα μιλούσε και της λέγαμε «Γιαγιά, τι είπες;». Μας κοιτούσε και αμέσως μετά έλεγε την ίδια φράση στα τουρκικά και μας απαντούσε «Δεν είπα τίποτα, άντε ρε παιδιά, αφήστε με!» κι έφευγε από κοντά μας αθόρυβα. Σήμερα σκέφτομαι μήπως φοβόταν να μιλήσει στα ελληνικά. Ήταν μία ήσυχη, σκληρή και λυπημένη γυναίκα. Πάντα τη θυμάμαι με μελαγχολικά μάτια όπως είχαν και οι ανταλλαγέντες και στις δύο όχθες. Μία ιστορία που μας έλεγε η γιαγιά μου ήταν για το καινούργιο σπίτι της στην Σαμψούντα. Μετά από ένα μακρύ ταξίδι από την Ελλάδα, η γιαγιά μου και η οικογένειά της είχαν πάει στο μέρος που θα γνώριζαν για σπίτι τους. Είχαν δει πολλά κλειδιά πάνω σε ένα τραπέζι και ήταν τα κλειδιά των Ελλήνων που είχαν φύγει. Πόσο τραγική κατάσταση… Υπήρχαν μεγάλα σπίτια, μικρά σπίτια… Το σπίτι τους στην Θεσσαλονίκη ήταν μεγάλο αλλά στην Σαμψούντα είχαν διαλέξει το πιο μικρό σπίτι γιατί δεν ήξεραν πώς και πότε θα κέρδιζαν το ψωμί τους. Πάντα επηρεαζόμουν από αυτές τις ιστορίες…
Αντίθετα με την τέχνη, η πολιτική συχνά χωρίζει τους ανθρώπους σε αντίπαλα στρατόπεδα. Η λογοτεχνία μπορεί να λειτουργήσει σαν “γέφυρα” φιλίας ανάμεσα στους λαούς;
Σίγουρα η λογοτεχνία είναι γέφυρα. Είναι ένας δρόμος που μπορούμε να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον. Είναι ένας φως που μπορούμε να προσφέρουμε στους λαούς μας. Μπορώ να σας δώσω ένα παράδειγμα από την εμπειρία μου με τους Έλληνες αναγνώστες. Μέχρι τώρα έχω κάνει πολλές παρουσιάσεις στην Ελλάδα. Έχουμε μιλήσει όχι μόνο για το βιβλίο ή για την ιστορία αλλά και για τις κουλτούρες, τα έθιμα, τις αναμνήσεις των δύο πλευρών. Έχουμε θυμηθεί τους πρόγονους μας, τις ρίζες μας είτε στην Ελλάδα είτε στην Τουρκία. Έχουμε γνωριστεί, έχουμε αγκαλιαστεί. Το αποτέλεσμα είναι ότι έχουμε εξαιρετικές σχέσεις χάρη στη λογοτεχνία. Τελικά, κάθε κλάδος της τέχνης είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο για να ξεφύγουμε από τις προκαταλήψεις και τις διακρίσεις.
Τι πιστεύετε ότι μπορεί να διδάξει αυτή η ιστορική εμπειρία της ανταλλαγής των πληθυσμών τις νεότερες γενιές; Τι δεν πρέπει να ξεχαστεί από εκείνα τα χρόνια;
Σήμερα είτε στην Τουρκία είτε στην Ελλάδα, όταν περπατάμε στα σοκάκια και συζητάμε μεταξύ μας πάντα λέμε «Αχ! Η γιαγιά μου είναι από την Κρήτη, τη Θεσσαλονίκη, τη Λέσβο… Ή, αχ! Ο παππούς μου είναι από την Προύσα, την Τραπεζούντα, το Αϊβαλί». Έχουμε τόσες πολλές αναμνήσεις ο ένας από τον άλλον, επειδή σε πολλά μέρη των δύο χωρών, οι δύο λαοί έζησαν μαζί για αιώνες. Οι κοινοί δεσμοί ήταν «τα συναισθήματα». Γιατί τα συναισθήματα δεν έχουν γλώσσα, θρησκεία, εθνικότητα ή φύλο. Όλοι αυτοί που έζησαν μαζί, άνοιξαν τα μάτια τους στην ίδια γη. Ανάπνευσαν τον ίδιο αέρα.
Η ίδια βροχή έπεφτε στα χωράφια τους. Μετά από την ανταλλαγή όλοι αυτοί υποχρεώθηκαν να φύγουν από τα γενέτειρά τους και έζησαν την ίδια νοσταλγία και λαχτάρα. Ίσως δεν μπόρεσαν να ζήσουν ξανά μαζί αλλά οι κοινοί δεσμοί τους μάς έμειναν κληρονομιά. Εμείς αν δεν ξεχάσουμε αυτούς τους δεσμούς, πιστεύω ότι μπορούμε να ζήσουμε με ειρήνη. Να μην ξεχνάμε ότι, ο άλλος τρόπος δεν μας έκανε ευτυχισμένους και μας έφερε δάκρυα, όχι χαμόγελα. Οι πρόγονοί μας έχουν υποφέρει αρκετά. Αν θυμόμαστε αυτά και αν κοιτάζουμε με αγάπη και σεβασμό ο ένας τον άλλον, κανείς δεν θα μπορέσει να μας χωρίσει ποτέ. Πιστεύω ότι εμείς, τα εγγόνια των αποδημητικών πουλιών πάντα θα συναντιόμαστε με κοινά τραγούδια, μεζέδες, κοινά λόγια και στις δύο όχθες.
Ως «αποδημητικό πουλί που έμεινε στην άλλη όχθη κι απέναντι από τους αγαπημένους σας», όπως αναφέρεται στις πρώτες σελίδες του βιβλίου σας, τι σημαίνει Ελλάδα για εσάς;
Αγαπάω την Ελλάδα, τους Έλληνες και την ελληνική γλώσσα πάρα πολύ. Πολλές φορές ήρθα και συνεχίζω να έρχομαι στην χώρα σας. Πάντα αισθάνομαι ότι είμαι στο σπίτι μου. Οι Έλληνες είναι πολύ φιλόξενοι. Μου αρέσουν η κουλτούρα, τα φαγητά, οι μεζέδες, τα τραγούδια και η ζωντάνια σας πάρα πολύ.
Πριν εκδοθεί το βιβλίο μου στην Ελλάδα, ερχόμουν να κάνω διακοπές. Όταν αποφάσισα να γράψω αυτό το βιβλίο, άρχισα να το γράφω στην Τουρκία αλλά το ολοκλήρωσα στην Ελλάδα. Το 2015 έμεινα στην Κέρκυρα 3 μήνες. Εκείνες τις μέρες ονειρευόμουν να εκδοθεί στην Ελλάδα στα ελληνικά, να κάνω παρουσιάσεις και το 2022, τα όνειρά μου πραγματοποιήθηκαν. Τώρα κάνω συνέντευξη μαζί σας.
Εκατό χρόνια μετά από την ανταλλαγή, αντίθετα με την γιαγιά μου μιλάω ελληνικά χωρίς φόβο και συναντιέμαι με τους Έλληνες αναγνώστες. Δεν μπορώ να βρω μία λέξη που να περιγράφει την χαρά μου!
Βιβλιοπαρουσίαση
Το βιβλίο της Γιασεμίν Οζέκ με τίτλο “Δέσποινα, μάτια μου” (εκδ. Πατάκη), θα παρουσιαστεί την Τετάρτη 15 Νοεμβρίου, στις 19:00 στο Πνευματικό Κέντρο Χανίων. Την εκδήλωση συνδιοργανώνουν η Περιφέρεια Κρήτης – Π.Ε. Χανίων, το Πνευματικό Κέντρο Χανίων, ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Νομού Χανίων, οι εκδόσεις Πατάκη και το βιβλιοπωλείο “Το Βιβλίο”.
Η συγγραφέας θα είναι παρούσα στην εκδήλωση στο πλαίσιο της επίσκεψής της στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
Με την συγγραφέα θα συνομιλήσει η Μαρίνα Αρετάκη, μέλος ΕΔΙΠ του τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.