Μὲ τὴ λέξη “γυναικοκτόνος” πολλοὶ χαρακτήρισαν τὸν δράστη τοῦ ἀποτρόπαιου ἐγκλήματος τὸ ὁποῖο τὶς τελευταῖες ἑβδομάδες βρίσκεται, καὶ δικαίως, σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς πρῶτες θέσεις τῶν συζητήσεών μας.
Ἡ λέξη αὐτὴ ἀνήκει σὲ ὁμάδα σύνθετων ποὺ χρησιμοποιοῦνται εὐρύτατα καὶ ἔχουν δεύτερο συνθετικὸ ἀπὸ τὸ ρῆμα “κτείνω” (φονεύω). Δηλώνουν τὸ πρόσωπο ποὺ ἐνεργεῖ μὲ θύμα κάποιον ἄνθρωπο (πατροκτόνος, μητροκτόνος, ἀδελφοκτόνος, ἀνθρωποκτόνος, συζυγοκτόνος) ἢ ἄλλο ἔμβιο ὂν (βακτηριοκτόνος, ἐντομοκτόνος, ζιζανιοκτόνος, ζωοκτόνος, κατσαριδοκτόνος, μυκητοκτόνος, παρασιτοκτόνος), ἀκόμη καί, μὲ μεταφορικὴ σημασία, ἀφηρημένη ἔννοια (πνευματοκτόνος, ψυχοκτόνος). Δεκάδες λέξεων ὑπῆρχαν παλαιότερα μὲ τὸν ἴδιο τρόπο φτιαγμένες: ἀλληλοκτόνος, βροτοκτόνος, ἐλαφοκτόνος, θεοκτόνος, θηριοκτόνος, ληστοκτόνος, τεκοκτόνος, τιτανοκτόνος, φυτοκτόνος, χοιροκτόνος. Κοντὰ σὲ αὐτὲς εἶναι ἄλλες σύνθετες λέξεις μὲ τὶς ὁποῖες δηλώνεται ἡ ἀντίστοιχη ἐνέργεια (μνηστηροκτονία στὴν Ὀδύσσεια, πατροκτονία, ζωοκτονία, ἀνθρωποκτονία, ἐλαφοκτονία, δακοκτονία κλ.π.).
Ἄξιο προσοχῆς εἶναι τὸ ὅτι “θύτης” σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις νοεῖται (ὄχι κάποιο ζῶο ἀλλὰ) ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος, γιὰ νὰ φτάσει στὸ ἀποτέλεσμα ποὺ θέλει, χρησιμοποιεῖ τὸ κατάλληλο κατὰ περίπτωση μέσον ἢ ὄργανο, ποὺ ἐνδέχεται νὰ ἔχει δημιουργηθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο γιὰ χρήση ἀποκλειστικὴ (ἐντομοκτόνος, μυκητοκτόνος, δακοκτονία) .
Θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ὑποθέσει ὅτι μὲ τὴ λέξη “γυναικοκτόνος” ἔχουμε μιὰ ἀκόμη περίπτωση ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὴν τάση, τὶς τελευταῖες ἰδίως δεκαετίες, νὰ ἀνασύρονται ἀπὸ τὸ γλωσσικὸ παρελθὸν λἐξεις ποὺ εἶχαν πέσει σὲ ἀχρησία καὶ νὰ χρησιμοποιοῦνται εἴτε μὲ τὴν ἀρχικὴ σημασία τους εἴτε, συνηθέστερα, μὲ τρόπο ποὺ δηλώνει νέο, τὸ ἐπιθυμητό, μήνυμα. Γιὰ παράδειγμα ἀναφέρω ἐμπνεύσεις πολιτικῶν οἱ ὁποῖοι τὶς ἀλλαγὲς στὴ σύνθεση τῆς κυβέρνησης ἀπὸ “ἀνασχηματισμό”, ποὺ ἦταν ἡ συνήθης ὀνομασία, ἐμφάνισαν ὡς “ἀναδόμηση”, ἐνῶ τὴν αὔξηση τελῶν, φόρων, εἰσφορῶν καὶ ἄλλων οἰκονομικῶν βαρῶν (ἴσως γιὰ νὰ τὰ σηκώνουμε εὐκολότερα) σκέφτηκαν νὰ τὴν ὀνομάσουν “ἀναπροσαρμογή”. Τελευταῖα, ἐπινόησαν τὴ λέξη “ἐνσυναίσθηση”, τὴν ὁποία δὲν βρίσκω στὰ λεξικά, σχεδὸν ὅμως ἔχει γίνει τῆς μόδας.
Δὲν ξέρω, ἀλλὰ εἶμαι σχεδὸν βέβαιος ὅτι ὁ χαρακτηρισμὸς “γυναικοκτόνος” γιὰ τὸν δράστη τοῦ ἐγκλήματος ἦταν ἐπινόηση-δημιούργημα τῆς στιγμῆς – γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν ὀργὴ ποὺ προκλήθηκε ἀπὸ τὸ ἔγκλημα, τὴν προτροπὴ γιὰ ἀγώνα, ὥστε νὰ μὴν ἐπαναληφθεῖ κάτι παρόμοιο. Ἀπὸ τὰ λεξικὰ ὅμως πληροφορούμαστε ὅτι ὑπάρχει μία καὶ μοναδικὴ μαρτυρία γιὰ τὴν ὕπαρξη τῆς λέξης κατὰ τὸ παρελθόν: τὴν εἶχε χρησιμοποιήσει ὁ ἱστορικὸς καὶ φιλόσοφος Φίλων (ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια· ἔζησε τὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ) μὲ ἄλλη ὅμως ἀφορμή. Ὕστερα, δηλαδή, ἀπὸ ἐχθρικὴ ἐπιδρομή, ἂν δὲν ἀποκρουόταν ὁ ἐχθρός, οἱ ἄνδρες, σύμφωνα μὲ ἀπόφασή τους, θὰ γίνονταν “γυναικοκτόνοι”, ποὺ σημαίνει ὅτι θὰ σκότωναν τὶς γυναῖκες (καὶ τὰ παιδιὰ) καὶ οἱ ἴδιοι θὰ πολεμοῦσαν μέχρι νὰ σκοτωθεῖ καὶ ὁ τελευταῖος. Εἶναι εὔκολα ἀντιληπτὸ ὅτι ἡ παλαιὰ ἐκείνη σημασία (καὶ χρήση) δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴ σημερινή.
Στὴ λέξη “γυναικοκτόνος”, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν κατὰ κυριολεξία σημασία της, μὲ τὴ νέα χρήση της προσδίδεται καὶ ἐπιπλέον φορτίο, καθὼς ὅσοι τὴ χρησιμοποίησαν ἔστρεψαν τὴν προσοχὴ ὄχι τόσο στὸ ἴδιο τὸ ἔγκλημα ὅσο στὸν θύτη καὶ κυρίως στὸ θύμα: ἦταν ἔγκλημα ποὺ συνέβη ἐπειδὴ ὁ θύτης, ἕνας ἄνδρας, βρῆκε ἀπέναντί του γυναίκα, τῆς ὁποίας ἀφαίρεσε τὴ ζωὴ ἐπειδὴ ἦταν γυναίκα. Ὡς πρὸς τὸ μήνυμα ποὺ στέλνει αὐτὴ ἡ ἑρμηνεία τῆς λέξης, θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ συμφωνήσει ἢ νὰ διαφωνήσει παραπέμποντας στὰ κίνητρα τοῦ δράστη. Ἀπὸ καθαρὰ γλωσσικὴ ἄποψη ἡ λέξη δηλώνει τὸ φόνο γυναίκας, κάτι ποὺ ἰσχύει καὶ γιὰ ὅλα τὰ σύνθετα ποὺ ἀναφέρθηκαν προηγουμένως: φόνος πατέρα, μητέρας, ζώου κ.λπ.
Ἂν δὲν μὲ ἀπατᾶ ἡ μνήμη, σὲ παρόμοια ἐγκλήματα τόσο κατὰ τὸ πρόσφατο ὅσο καὶ κατὰ τὸ πιὸ μακρινὸ παρελθὸν δὲν ὑπῆρξε χρήση τῆς συγκεκριμένης λέξης· “συζυγοκτόνος” ἦταν ὁ συνηθέστερος χαρακτηρισμός. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν ὑπάρχει στὰ λεξικὰ τῆς νέας ἑλληνικῆς (ὅσα τουλάχιστον μπόρεσα νὰ δῶ). Ὁδηγούμαστε, λοιπόν, στὴ σκέψη ὅτι μοναδικὸ κριτήριο γιὰ τὸ χαρακτηρισμὸ τοῦ δράστη ἦταν τὸ διαφορετικὸ φύλο (ἄνδρας – γυναίκα), κάτι ποὺ παραπέμπει σὲ στερεότυπα καὶ κοινωνικὲς ἀντιλήψεις τοῦ παρελθόντος καί, σὲ κάποιο βαθμό, καὶ τῆς ἐποχῆς μας.
Μὲ βάση αὐτὰ τὰ στοιχεῖα διαπιστώνουμε ὅτι μὲ στοχευμένη τὴ χρήση της δημιουργήθηκε μιὰ λέξη, γιὰ νὰ ἐκφράσει δηλαδὴ κάτι συγκεκριμένο καὶ μοναδικὸ (τὸ ὅτι ἡ λέξη εἶχε χρησιμοποιηθεῖ, γιὰ ἄλλο ὅμως λόγο, πρὶν ἀπὸ εἴκοσι αἰῶνες δὲν ἀναιρεῖ τὴ διαπίστωσή μας). Συμβαίνει αὐτὸ μέσα στὸ πλαίσιο ποὺ ὁρίζει ὅτι μὲ κατάλληλη χρήση γλωσσικῶν στοιχείων σχηματίζονται νέες λέξεις οἱ ὁποῖες δηλώνουν κάτι μοναδικὸ κατ’ ἀρχὴν – ἴσως ὅμως ὄχι καὶ ἀνεπανάληπτο· λέξεις ποὺ δύσκολα διεισδύουν στὴν καθημερινὴ ὁμιλία, περιορίζονται δὲ στὸ γραπτὸ λόγο. Γι’ αὐτὸ καὶ σπάνια τὶς βρίσκουμε στὰ λεξικά, ἴσως καὶ ἐπειδὴ ἡ σημασία τους εἶναι εὔληπτη.
Πλῆθος τέτοιων λέξεων συναντᾶμε στὴ λογοτεχνία (πεζὸ καὶ ποιητικὸ λόγο), στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα, στὸ ριζίτικο τραγούδι τοῦ τόπου μας – ἀφήνω ἐκτὸς συζήτησης τὶς λέξεις τῶν κατὰ τόπους ἰδιωμάτων. Μάλιστα, μὲ τὴ λέξη “γλωσσοπλάστης” χαρακτηρίζονται ἐπιφανεῖς ἢ καὶ ἀφανεῖς ἐργάτες τοῦ λόγου, ἐπειδὴ στὸ ἔργο τους ὑπάρχουν λέξεις ποὺ οἱ ἴδιοι δημιούργησαν καὶ χρησιμοποίησαν. Πλουμόφτερος, ἀβυσσόθρεφτος, γιγαντοτίναχτος, παιδομελίσσι, ἀδερφοζῶ, σφιγγοπρόσωπος, ἀηδονόλαλος, στρογγυλομαυρογένης, χωματόπλαστος, μαλαμοκαπνισμένος, ἀσημαρματωμένος εἶναι λέξεις ποὺ πλάστηκαν μὲ σύνθεση, γιὰ νὰ δώσουν συμπυκνωμένο ἕνα μήνυμα. Δὲν τὶς βρίσκουμε στὰ λεξικά, εἶναι ὅμως εὔκολο νὰ καταλάβουμε τὴ σημασία τους.
Τὸ θέμα ἔχει καὶ ἄλλες πτυχές, μὲ κυριότερη τὸ κατὰ πόσον προκύπτει ἀποτέλεσμα ἐπιτυχημένο καὶ ἀποδεκτὸ ἀπὸ γλωσσικὴ καὶ αἰσθητικὴ ἄποψη. Μένω στὸ ὅτι σὲ κάθε περίπτωση ἐπιχειρεῖται νὰ ἀνακοινωθεῖ μὲ λόγο ἀφαιρετικὸ κάποια σκέψη ἢ κρίση, ἕνα συναίσθημα, κ.λπ. Καὶ ὅταν μὲν πρόκειται γιὰ ἔργο λογοτεχνικό, στόχος εἶναι ἡ καλλιέπεια – μὲ τὴ συνύπαρξη, ἐννοεῖται, καὶ ἄλλων ἐκφραστικῶν τρόπων. Ὅταν ὅμως τοῦτο γίνεται στὸ πλαίσιο τῆς καθημερινῆς ἐπικοινωνίας, ἀποκτᾶ ἄλλη διάσταση: κύρια ἐπιδίωξη εἶναι ἡ ἔμφαση, μέσω τῆς ὁποίας τὸ μήνυμα ποὺ ἐκπέμπεται γίνεται πιὸ ἰσχυρό. Στὸ παράδειγμά μας, μὲ τὸ χαρακτηρισμὸ “συζυγοκτόνος” ὁ θύτης προστίθεται σὲ ὅσους ἔχουν φονεύσει τὴ σύζυγό τους· μὲ τὴ λέξη ὅμως “γυναικοκτόνος” διαχωρίζεται – ἡ ἰδιότητα τοῦ θύματος ὡς γυναίκας τονίζεται περισσότερο ἀπὸ τὴν ἰδιότητα τῆς συζύγου, ἰδιότητα πού, τελικά, εἶναι σὰν νὰ ἀγνοεῖται. Καὶ στὶς δύο ὅμως περιπτώσεις ὑπάρχει φόνος, ὁ ὁποῖος ἀκολουθεῖται καὶ ἀπὸ νομικοὺς ἢ ἄλλους χαρακτηρισμοὺς (εἰδεχθής, ἀπὸ πρόθεση, ἐν βρασμῷ, κ.λπ.).
Γίνεται, λοιπόν, φανερὸ ὅτι ὑπάρχει σκοπιμότητα στὴν ἐπιλογὴ τοῦ ἑνὸς καὶ ὄχι τοῦ ἄλλου χαρακτηρισμοῦ. Μπορεῖ ὅμως νὰ τεθεῖ τὸ ἐρώτημα ἂν ἡ ἐπιλογὴ αὐτὴ συμβάλλει στὴν ἐνίσχυση τῆς κοινῆς ἐπιθυμίας, ποὺ εἶναι ἡ καταδίκη τῆς βίας καὶ μάλιστα τῆς βίας ποὺ ἐπιφέρει τὸ θάνατο. Ὡς πρὸς αὐτό, ἄποψή μου εἶναι ὅτι ἡ ἀνάδειξη μιᾶς ἰδιότητας τοῦ (ὁποιουδήποτε) θύματος μὲ ἔμμεση ἢ καὶ σκόπιμη ἀποσιώπηση ἄλλης – καὶ δὲν ἐννοῶ εὐθύνες ποὺ ἐνδεχομένως ὑπάρχουν – ὁδηγεῖ, δυνητικά, σὲ στρεβλὴ ἢ ἔστω λειψὴ εἰκόνα, μὲ βάση τὴν ὁποία ἀγωνιζόμαστε ὡς κοινωνία κατὰ τοῦ ἐγκλήματος. Διότι τὸ ἔγκλημα εἶναι πάντοτε ἔγκλημα. Τὰ δὲ ἐπιμέρους εἶναι ἁρμοδιότητα καὶ καθῆκον τῆς Δικαιοσύνης νὰ τὰ προσδιορίσει, νὰ τὰ ἀποτιμήσει καὶ μὲ βάση τοὺς νόμους τῆς Πολιτείας νὰ προχωρήσει στὴν ἐτυμηγορία της.
ΥΓ.
Θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι συμπέρασμα: Ἡ γλώσσα δὲν εἶναι μέσον μόνο για ἔκφραση σκέψεων και συναισθημάτων ἤ γιὰ τὴν τυπικὴ μὲ τοὺς ἄλλους ἐπικοινωνία. Ἔχει τέτοιας λογῆς καὶ τόσο ἰσχυρὴ δυναμική, ποὺ μὲ μία μόνο λέξη μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ γόνιμες ζυμώσεις καὶ διεργασίες, ἀκόμη καὶ σὲ ἀνατροπές. Εἶναι παράγοντας ποὺ συχνὰ ἐπηρεάζει ἢ καὶ διαμορφώνει τομεῖς τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Πρόξενος καλῶν ἢ κακῶν, καθὼς εἶναι προέκταση τοῦ νοῦ, διαθέτει δύναμη ἀκαταμάχητη (“κόκκαλα δὲν ἔχει, καὶ κόκκαλα τσακίζει”, ἔλεγαν οἱ παλαιότεροι). Εἶναι ἀγαθὸ πολύτιμο ποὺ χρειάζεται φροντίδα καὶ στοργή. Ἀπὸ ὅλους, χωρὶς ἐξαίρεση.
Γνωστός μου, φιλόλογος, μου έστειλε πριν από λίγο μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου το εξής σχόλιο (ακολουθεί απάντησή μου):
«Πολύ καλό, όπως πάντα, αλλά αρκετά στρογγυλεμένο και επιεικές. Περισσότερο γλωσσικό – φιλολογικό παρά ερμηνευτικό κοινωνιολογικά.
Εγώ θα έλεγα ότι ο όρος γυναικοκτονία είναι ένας προκλητικά εσκεμμένος νεολογισμός, με καθαρά φεμινιστική προέλευση και λογική, που στόχο έχει να υποβαθμίσει το έγκλημα καθεαυτό, να εστιάσει στο φύλο του θύματος και έτσι να προβάλει την καταπίεση εντέλει των γυναικών από την πατριαρχική κοινωνία. Δηλαδή κατά τη λογική της “γυναικοκτονίας”, βγαίνει αυθαίρετα το συμπέρασμα ότι ο φόνος έγινε επειδή ο δράστης ως άνδρας είχε απέναντί του μια αδύναμη γυναίκα. Αποκλείεται να έγινε για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Πράγμα που, όπως και εσύ γράφεις, τελικά αποπροσανατολίζει τον κόσμο από το σοβαρό ζήτημα, που είναι σαφώς το ίδιο το έγκλημα. Και φυσικά αυτό τελικά δείχνει επιπλέον πόσο αδίστακτοι και φανατισμένοι είναι κάποιοι-κάποιες, ώστε να εκμεταλλεύονται και να χρησιμοποιούν ένα έγκλημα ως ευκαιρία για να προωθήσουν τις δικές τους ιδεοληψίες, την υποτιθέμενη ατζέντα της ισότητας των δύο φύλων.
Καταλαβαίνω, φυσικά, ότι αυτά δεν μπορείς εύκολα να τα γράψεις σε ένα άρθρο στα Χανιώτικα Νέα, αλλά απλώς να τα υπαινιχθείς. Θα ήταν ωραίο πάντως να γινόταν και μια σύγκριση με τους χαρακτηρισμούς γυναικών που σκότωσαν τους συζύγους τους στη μυθολογία ή στην ιστορία, των οποίων τα παραδείγματα είναι πολλά. Η Κλυταιμνήστρα π.χ. γιατί να μην χαρακτηριστεί “ανδροκτόνος” με την ίδια λογική;;… Δεν έχω ακούσει όμως ποτέ να λέγεται κάτι τέτοιο… ».
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΜΟΥ
1.Στον τίτλο τού άρθρου είχα σημειώσει ερωτηματικό, το οποίο για άγνωστο σε μένα λόγο απαλείφθηκε (ελπίζω όχι σκόπιμα). Το ερωτηματικό δήλωνε ότι δεν συμφωνώ με τη χρήση του επίδικου όρου και ότι εμμέσως τον αποδοκιμάζω.
2.Παρά την απάλειψη του ερωτηματικού, είναι σαφής ο έλεγχος της επιδίωξης όσων θέλουν μέσω του συγκεκριμένου χαρακτηρισμού να στρέψουν αλλού την προσοχή.
3.Από την (παρούσα) ηλεκτρονική ανάρτηση του άρθρου απουσιάζει ο υπέρτιτλος (βρίσκεται στην έντυπη έκδοση) “Γλωσσικά θέματα”, με τον οποίο αναγγέλλεται ότι το θέμα εξετάζεται (κυρίως) από γλωσσική άποψη. Απόρροια αυτής της γραμμής είναι και το ΥΓ.
4.Η παρατήρηση για “ανδροκτόνους” είναι εύστοχη και δείχνει πόσο χωλαίνει ο όρος “γυναικοκτόνος”. Τέτοιοι διαχωρισμοί παραμερίζουν το ότι και η γυναίκα και ο άνδρας είναι άνθρωποι.
5.Επί της ουσίας: ο φόνος είναι σε κάθε περίπτωση φόνος. Το ότι ενδεχομένως κάποιες πλευρές επιχειρούν να αποκομίσουν οποιασδήποτε μορφής οφέλη από την ερμηνεία συγκεκριμένου φόνου δεν είναι ασυνήθιστο. Πολύ περισσότερο όταν είναι εύκολο να του δοθούν προεκτάσεις για τις οποίες εξασφαλίζεται χωρίς κόπο πολυπληθές ακροατήριο.
Η γλώσσα συνολικά και οι λέξεις μεμονωμένα έχουν ομορφιά που μόνο όποιος είναι καλά καταρτισμένος μπορεί να καταλάβει και να την ανακοινώσει και στους άλλους. Είναι σπουδαία και ανεκτίμητη αυτή η προσφορά.