Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Γιατί είναι η Γερμανία ακόμα υπόδικη για τις καταστροφές του Β’ Παγκοσμίου;

Τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και πιο συχνά λόγος για πολεμικές αποζημιώσεις από τη Γερμανία, χωρίς να είναι σαφές αν πρόκειται για θέμα που ανέκυψε λόγω της κρίσης και της οικονομικής συγκυρίας, ή υπήρχε ανέκαθεν. Είναι βάσιμες οι διεκδικήσεις αυτές, και αν ναι τι είδους; Ποιόν αφορούν και ποιούς άλλους επηρεάζουν; Ποιός τις εκδικάζει, και με ποιά νομική βάση; Ιδού λοιπόν μερικά βασικά στοιχεία υπό τη μορφή των πιο συνηθισμένων ερωταπαντήσεων (FAQ):

Στη βάση ποιων κανόνων φέρει η Γερμανία ευθύνη για αδικοπραξίες που έγιναν κατά τη διάρκεια της κατοχής;
Οι κανόνες διεθνούς δικαίου που αποτελούσαν γενικά αναγνωρισμένο Διεθνές Δίκαιο κατά την περίοδο διεξαγωγής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι η Σύμβαση της Χάγης της 19ης Οκτωβρίου 1907 και το Παράρτημα αυτής για τους Κανόνες Διεξαγωγής του Χερσαίου Πολέμου (στα γερμανικά Landeskriegsordnung /LKO). Στο άρθρο 42 της σύμβασης αυτής, αναφέρεται ότι «η δύναμη Κατοχής έχει την προσωρινή κυβερνητική εξουσία επί των κατεχομένων περιοχών και διαθέτει ένα προσωρινό δικαίωμα διοίκησης του εδάφους και των κατοίκων του. Δεν έχει απεριόριστη εξουσία, αλλά ασκεί αντί του καταλυθέντος κράτους μία de facto εξουσία, υπάγεται δε στους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου του πολέμου και συνεπώς υποχρεούται να λαμβάνει όλα τα μέτρα για τη διατήρηση της τάξης και την εξασφάλιση των συμφερόντων των πολιτών στην κατεχόμενη περιοχή, σεβόμενη τους νόμους του κατεχομένου κράτους».
Μπορεί η σχετική αναφορά να φαντάζει ειρωνική όταν κάποιος αναλογίζεται συνθήκες πολέμου, αλλά η εν λόγω Σύμβαση είχε αναγνωριστεί και επικυρωθεί από τη Γερμανία, κατά συνέπεια ήταν σε ισχύ και τη δέσμευε την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Περαιτέρω, το άρθρο 46 της Σύμβασης ορίζει ότι «η τιμή κατά οικογενειακά δίκαια, η ζωή των ατόμων και η ιδιοκτησία αυτών […] είναι σεβαστά» και «οι δυνάμεις Κατοχής υποχρεούνται να προστατεύουν τη ζωή και την ατομική ιδιοκτησία των πολιτών»1. Στο πλαίσιο αυτό, τυχόν αδικοπραξίες των κατοχικών δυνάμεων δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως πράξεις κυριαρχικής εξουσίας, καθόσον τελούνται κατά παράβαση κανόνων διεθνούς αναγκαστικού δικαίου (jus cogens). Το άρθρο 50 προβλέπει επίσης την πλήρη απαγόρευση επιβολής μαζικών ποινών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι βομβαρδισμοί, ενώ η απαγόρευση τρομοκρατικών ενεργειών κατά του άμαχου πληθυσμού χαρακτηρίζεται «απόλυτος κανόνας δικαίου» με βάση τα άρθρα 22, 23, 46 και 50 της Σύμβασης.2

Τι προβλέπει το διεθνές δίκαιο αναφορικά με τις αποκατάσταση των (ηθικών και υλικών) ζημιών και σε ποιές περιπτώσεις;
Σε σχέση με την ευθύνη που προκύπτει από αδικοπραξίες που τελούνται σε μια χώρα υπό κατοχή, το άρθρο 3 της Σύμβασης της Χάγης αναφέρει ότι «ο εμπόλεμος όστις ήθελε παραβιάσει τας διατάξεις του Κανονισμού θα υποχρεούται, αν συντρέχει λόγος, εις αποζημίωσιν, θα είναι δε υπεύθυνος δια πάσας τας πράξεις τας διαπραχθείσας υπό των προσώπων των μετεχόντων της στρατιωτικής του δυνάμεως», ενώ πρόσθετα ορίζει ότι «η κατέχουσα χώρα είναι υπεύθυνη όχι μόνον για τις ζημίες που προξενούνται σύμφωνα με τις εντολές της ηγεσίας της, αλλά και για όλες τις πράξεις που εκτελέστηκαν από πρόσωπα που ανήκαν στην ένοπλη δύναμη της».3
Η ευθύνη της Γερμανίας για την τέλεση των ανωτέρω πράξεων αναγνωρίζεται τόσο από το Διεθνές, όσο και από το Γερμανικό δίκαιο, όπως επίσης δέχτηκαν το Πρωτοδικείο της Βόννης και το Εφετείο της Κολωνίας. Κατά συνέπεια, το Γερμανικό Δημόσιο είναι υποχρεωμένο -με βάση τόσο το διεθνές δίκαιο, όσο και τα δεδικασμένα εντός και εκτός Γερμανίας- να προβεί σε αποκατάσταση της ζημίας που προξένησε στον εκάστοτε παθόντα κατά τη διάρκεια της επίθεσής της ή της κατοχής της εκάστοτε χώρας.

Είναι βάσιμες οι προσφυγές ιδιωτών;
Στις απαιτήσεις που προέβαλλε μεταπολεμικά το Ελληνικό Δημόσιο για τις καταστροφές που προξένησαν τα κατοχικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια της τριπλής κατοχής (1941-1945) δεν συμπεριλήφθηκαν οι απαιτήσεις των θυμάτων που απορρέουν από εγκληματικές πράξεις των ναζιστικών στρατευμάτων κατά αμάχων (εκτελέσεις, τραυματισμοί, πυρπολήσεις, λεηλασίες και καταστροφές ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων). Οι απαιτήσεις αυτές θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο κρατών, αλλά το Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε τις συμπεριέλαβε στα υπό διαπραγμάτευση θέματα, ενώ το Γερμανικό Δημόσιο ισχυρίζεται ότι δεν αναγνωρίζονται από το Διεθνές Δίκαιο ιδιωτικές απαιτήσεις από πολεμικά γεγονότα. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει άλλη οδός πέρα από τη διεκδίκηση των απαιτήσεων αυτών με προσωπικές αγωγές των θυμάτων ενώπιον των Ελληνικών δικαστηρίων.
Όσον αφορά στις αγωγές αυτές, είναι γενικά παραδεκτό -αν όχι αυτονόητο- ότι κανένας δεν μπορεί να υποχρεώσει τα θύματα να τις εγείρουν ενώπιον των Δικαστηρίων της -πρώην ή νυν- κατοχικής δύναμης, γιατί στην περίπτωση αυτή τα θύματα θα ήταν εκτεθειμένα στην αυθαιρεσία των οργάνων της χώρας αυτής χωρίς καμία προστασία. Για το λόγο αυτό έχει αναγνωριστεί ήδη πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η δυνατότητα των ατόμων να είναι υποκείμενα του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου, ιδιότητα που αναγνωρίζεται από όλες τις μεταπολεμικές διεθνείς συμβάσεις για τα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας.
Για την εκδίκαση αυτών ιδρύθηκαν από τον ΟΗΕ Διεθνή Δικαστήρια, ενώ γίνεται γενικά αποδεκτό ότι ακόμη και αν το έγκλημα κατά άμαχων κατοίκων θεωρηθεί ως «πολεμικό συμβάν», επειδή έχει τα χαρακτηριστικά εγκλήματος πολέμου και του εγκλήματος κατά της Ανθρωπότητας, οι ζημιωθέντες έχουν άμεση και πρωτογενή αξίωση για έγερση προσφυγής κατά του κράτους που προξένησε τη ζημία, επειδή πρόκειται για εξατομικευμένο έγκλημα και οι αξιώσεις από αυτό δεν μπορούν να ικανοποιηθούν μέσω διακρατικής συμφωνίας. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν υφίσταται σχετική διακρατική συμφωνία, τα θύματα διατηρούν το δικαίωμα παράλληλης προσφυγής. Ένα επιπλέον σημείο που δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής είναι ότι τα εγκλήματα πολέμου είναι απαράγραπτα, όσα χρόνια και αν έχουν περάσει.

Πού μπορούν να προσφεύγουν οι ζημιωθέντες; Υπάρχει ετεροδικία;
Στις δίκες που έγιναν έως σήμερα με συναφές αντικείμενο, το Γερμανικό Δημόσιο προέβαλε την ένσταση της ετεροδικίας, ισχυριζόμενο δηλαδή ότι τα Ελληνικά Δικαστήρια δεν είναι αρμόδια να δικάσουν αυτές τις αγωγές. Πρωτοδικεία όπως της Λιβαδειάς, του Αιγίου κ.ά. απέρριψαν την ένσταση αυτή και κηρύχτηκαν αρμόδια για την εκδίκαση των αγωγών των θυμάτων του Διστόμου και άλλων περιοχών. Χαρακτηριστικό της πλάνης των Πρωτοδικείων που δέχτηκαν την ένσταση της ετεροδικίας είναι το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο της Γερμανικής πόλης Καρλσρούη, το οποίο δίκασε αγωγή Έλληνα μετανάστη κατά του Γερμανικού Δημοσίου για περιουσιακές βλάβες που υπέστη από τα Γερμανικά στρατεύματα Κατοχής, κηρύχτηκε αναρμόδιο, με την αιτιολογία ότι αρμόδια για την εκδίκαση των αγωγών αυτών είναι τα Ελληνικά Δικαστήρια.
Στην υπόθεση του Συλλόγου Θυμάτων Διστόμου κατά του Γερμανικού Δημοσίου που εκδικάστηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Λειβαδιάς (137/1997) τα θύματα δικαιώθηκαν και εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση σε βάρος του Γερμανικού Δημοσίου, στη βάση της οποίας το τελευταίο όφειλε να καταβάλλει 35 εκατομμύρια δρχ. για κάθε εκτελεσθέντα. Ακολούθως, το Γερμανικό Δημόσιο άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, την οποία απέρριψε στο δεύτερο βαθμό το Εφετείο Αθηνών, και το Γερμανικό Δημόσιο ακολούθως προσέφυγε με αίτηση αναιρέσεως στον Άρειο Πάγο. Λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης, αυτή παραπέμφθηκε από τον Πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστηρίου στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η οποία με την υπ’ αριθ. 11/2000 απόφασή της απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως και επικύρωσε τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς και του Εφετείου Αθηνών, με το εξής σκεπτικό:
«Η διεθνής τάση για περαιτέρω περιορισμό της ετεροδικίας των αλλοδαπών κρατών οδήγησε, στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης, στην υπογραφή (στη Βασιλεία της Ελβετίας στις 16.5.1972) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Ετεροδικία των Κρατών. Η εν λόγω Σύμβαση ενέχει κωδικοποίηση προϊσχύοντος εθιμικού δικαίου της Ηπειρωτικής Ευρώπης και έχει επικυρωθεί από οκτώ κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης: το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, την Αυστρία, το Βέλγιο, την Κύπρο, το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία και τη Σουηδία. Η μη επικύρωση μέχρι σήμερα της Σύμβασης αυτής από άλλα ευρωπαϊκά κράτη δεν σημαίνει, χωρίς άλλο, διαφωνία προς τις βασικές αρχές αυτής, αφού οι ευρωπαϊκές χώρες στο σύνολο τους αποδέχονται και εφαρμόζουν εθιμικά το σύστημα της περιορισμένης ετεροδικίας.
[Επίσης,] Κατά το άρθρο 11 της Σύμβασης ένα συμβαλλόμενο κράτος δεν μπορεί να επικαλεστεί την ετεροδικία του στο δικαστήριο ενός άλλου συμβαλλόμενου κράτους σχετικά με την αστική του ευθύνη για την αποκατάσταση ζημίας (στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική ικανοποίηση) που προκλήθηκε από αδικοπραξίες σε βάρος προσώπου ή περιουσίας (από πρόθεση ή αμέλεια σωματική βλάβη, ανθρωποκτονία, φθορά ξένης ιδιοκτησίας, εμπρησμός κ.λπ.), ανεξάρτητα από αν η αδικοπραξία τελέστηκε από το συμβαλλόμενο κράτος jure imperii ή jure gestionis. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της αδικοπρακτικής ευθύνης του αλλοδαπού κράτους είναι η ύπαρξη συνδέσμου με το κράτος του forum και συγκεκριμένα απαιτείται σωρευτικά: α) η τέλεση της πράξης ή παράλειψης να έχει λάβει χώρα στο έδαφος του κράτους forum και β) ο δράστης να ήταν παρών στο ίδιο έδαφος κατά το χρόνο τέλεσης.
[Κατά συνέπεια,] Διαπιστώνεται γενική πρακτική των κρατών της διεθνούς κοινότητας που γίνεται δεκτή ως δίκαιο, δηλαδή η διαμόρφωση διεθνούς εθίμου που αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού δικαίου με αυξημένη τυπική ισχύ, κατά το οποίο τα εγχώρια δικαστήρια, κατ’ εξαίρεση από την αρχή ετεροδικίας, έχουν διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάζουν αγωγές αποζημίωσης (στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική ικανοποίηση) για αδικοπραξίες που τελέστηκαν σε βάρος προσώπων και της περιουσίας αυτών σε έδαφος του forum από όργανα αλλοδαπού κράτους που ήταν παρόντα στο ίδιο έδαφος κατά τον χρόνο τέλεσης των αδικοπραξιών τούτων και αν ακόμη πρόκειται για πράξεις κυριαρχικής εξουσίας (acta jure imperii)».
Επιπλέον, τόσο η Νομική Επιτροπή του Ο.Η.Ε. όσο και το Ινστιτούτο Διεθνούς Δικαίου έχουν αποφανθεί ότι κατά τους ισχύοντες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, το Κράτος του οποίου τα στρατεύματα διέπραξαν εγκλήματα στο έδαφος κατεχόμενης χώρας δεν έχει δικαίωμα να επικαλείται την ετεροδικία.4 Το ίδιο προβλέπει και το άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως του 1972 για την ετεροδικία, η οποία έχει ήδη κυρωθεί από την πλειοψηφία ην ευρωπαϊκών χωρών, μεταξύ των οποίων και η Γερμανία. Συνεπώς, τα επιχειρήματα των δικηγόρων του Γερμανικού Δημόσιου ότι δήθεν η Σύμβαση αυτή ισχύει από το 1972 και εφεξής και δεν έχει αναδρομική ισχύ είναι αβάσιμα διότι η Σύμβαση αυτή δεν θέσπισε νέους κανόνες δικαίου, αλλά κωδικοποίησε τους ήδη ισχύοντες από την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και εφεξής κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.

Ποιον αφορά η διακρατική συμφωνία Ελλάδος – Δ. Γερμανίας του 1960 και τι σχέση έχει με τις διεκδικήσεις ιδιωτών;
Απολύτως καμία. Σε κάποιες περιπτώσεις, έχει γίνει λανθασμένα -ίσως και υστερόβουλα- αναφορά στη διακρατική Συμφωνία της 18ης Μαρτίου 1960 μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδος και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η οποία δεν αφορά τη δίκαια ικανοποίηση όλων των θυμάτων του ναζισμού και των κατοχικών αρχών, παρά μόνο των «Ελλήνων πολιτών […] οι οποίοι διώχθηκαν από τους Εθνικοσοσιαλιστές λόγω της φυλής ή της θρησκείας ή των πεποιθήσεών τους [κυρίως Εβραίοι και Αθίγγανοι] και των οποίων η ελευθερία ή η υγεία υπέστησαν βλάβη εξαιτίας αυτού του λόγου». Στη βάση της ανωτέρω συμφωνίας, η τότε Δυτική Γερμανία πλήρωσε 115 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα στην Ελληνική κυβέρνηση, τα οποία όμως δεν προορίζονταν για θύματα που ενέπιπταν σε διαφορετικές κατηγορίες πέραν αυτών που προέβλεπε το άρθρο 1 της Συμφωνίας (και μεταξύ αυτών, ούτε για θύματα που υπέστησαν υλικές ζημίες).5
Στην επιβεβαίωση της σημαντικής αυτής διαφοροποίησης συνηγορεί και το άρθρο 3 της ίδιας Συμφωνίας, όπου αναφέρεται ότι «Δια της εν άρθρω 1ω προβλεπομένης πληρωμής ρυθμίζονται οριστικώς άπαντα τα ζητήματα άτινα αποτελούν το αντικείμενο της Συμβάσεως αυτής και τα αναφερόμενα εις τας σχέσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας προς το Βασίλειον της Ελλάδος, μη θιγομένων ενδεχόμενων νόμιμων απαιτήσεων Ελλήνων υπηκόων». Κατά συνέπεια, στη συμφωνία αυτή γίνεται ρητή εξαίρεση των λοιπών αξιώσεων Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι διατηρούν ακέραιο το δικαίωμα να προσφύγουν κατά της Γερμανίας για οποιαδήποτε άλλη διαφορά δεν εμπίπτει στο πλαίσιο του άρθρου 1 της Συμφωνίας.6

Ποιο χρονικό διάστημα μπορούν να αφορούν οι προσφυγές;
Οι προσφυγές όλων των πιθανών ζημιωθέντων δεν μπορούν να περιοριστούν χρονικά σε ένα και το αυτό διάστημα, επειδή η γερμανική εισβολή και κατοχή εκδηλώθηκε σε διαφορετικές περιόδους ανά γεωγραφικό διαμέρισμα της Ελλάδας. Επιχειρώντας ωστόσο να προσδιορίσουμε ένα γενικότερο πλαίσιο, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι η γερμανική επίθεση κατά των οχυρών στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο («Γραμμή Μεταξά») εκδηλώθηκε στις 6 Απριλίου 1941, η Θεσσαλονίκη έπεσε στις 9 και η Αθήνα στις 26 Απριλίου. Το μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής χώρας είχε καταληφθεί μέχρι τα τέλη του ίδιου μήνα, ενώ η Μάχη της Κρήτης ξεκίνησε στις 20 Μαϊου και ολοκληρώθηκε με την εκκένωση των τελευταίων βρετανικών στρατευμάτων στις 29 Μαΐου 1941.
Ακολούθως, ξεκινά η περίοδος της κατοχής (και σταδιακά της αντίστασης), η οποία θα διαρκέσει μέχρι τα τέλη του 1944 για το μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Τμήματα της ηπειρωτικής χώρας -ιδίως στα ορεινά- ελέγχονταν κατά διαστήματα από αντιστασιακές οργανώσεις, αλλά αυτό σπάνια εμπόδισε τα γερμανικά στρατεύματα να διαπράξουν παντός είδους εγκλήματα, συνηθέστερα κατά αμάχων. Η Αθήνα απελευθερώθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1944 και η Θεσσαλονίκη στις 30/10, αλλά η κατάσταση παρέμενε ρευστή επί μήνες. Μεγάλο μέρος της δυτικής Κρήτης παρέμεινε υπό γερμανικό έλεγχο ακόμη και μετά την επίσημη άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας στις 8/5/1945, ενώ τα τελευταία γερμανικά στρατεύματα εγκατέλειψαν την Ελλάδα τον Αύγουστο του ίδιου έτους.

*απόφοιτος Τμήματος Τουρκικών Σπουδών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος (ΜΑ) στις Διεθνείς & Ευρωπαϊκές Σπουδές από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και υποψήφιος διδάκτωρ στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου

1. Απόφαση Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς 137/1997, σελ. 6.
2. Οι σχετικές διατάξεις δεν εμπόδισαν βέβαια τη γερμανική πολεμική αεροπορία (Luftwaffe) να ισοπεδώσει μεγάλο μέρος ελληνικών πόλεων όπως οι Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Ιωάννινα, Καλαμάτα, Χανιά και Ηράκλειο, ενώ και οι χερσαίες δυνάμεις (Wehrmacht) δεν έδειξαν ιδιαίτερη αυτοσυγκράτηση κατά τη διεξαγωγή εκκαθαριστικών επιχειρήσεων ή αντιποίνων στα χωριά Κοντομαρί, Κάντανο, Βιάννο, Κομμένο, Δίστομο, Καλάβρυτα κ.ά.
3. Αυτό ήταν μεταξύ άλλων και το σκεπτικό της απόφασης του Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης, βλέπε Απόφαση Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς 137/1997, σελ. 8.
4. Απόφαση Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς 137/1997, σελ. 6.
5. Αντίστοιχες συμφωνίες είχαν προηγηθεί και με άλλα ευρωπαϊκά κράτη, χωρίς ωστόσο να υπάρχει αντικειμενικό κριτήριο καθορισμού των σχετικών αποζημιώσεων. Κατά συνέπεια, κάποια κράτη μπόρεσαν να πάρουν δυσανάλογα μεγάλα ποσά σε σχέση με τις ζημιές που είχαν υποστεί -βλέπε π.χ. Λουξεμβούργο (1959) 18 εκατ. μάρκα, Ελβετία (1959) 11 εκατ., ή Αυστρία (1961) 101 εκατ.), ενώ άλλα απέσπασαν μικρότερα -Νορβηγία (1959) 60 εκατ., Γαλλία (1960) 400 εκατ., Ολλανδία (1960) 125 εκατ., Βέλγιο (1960) 80 εκατ. μάρκα, ή και καθόλου. Οι δε αποζημιώσεις δεν αφορούσαν πάντα τις ίδιες κατηγορίες θυμάτων, αλλά ορίζονταν διαφορετικά ανάλογα με την κατά περίπτωση συμφωνία. «Η αλήθεια και τα ψέματα για τις Γερμανικές αποζημιώσεις», Ιστολόγιο Αμφιλεγόμενα, 1.8.2012.
6. Κατά συνέπεια, δηλώσεις όπως αυτή του Γερμανού Υπουργού Εξωτερικών Andreas Peschke (25 Φεβρουαρίου 2010): «Οφείλω να απορρίψω τις κατηγορίες. Με βάση τη συμφωνία αποζημιώσεων του 1960, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατέβαλλε αποζημίωση 115 εκατομμυρίων μάρκων στην Ελλάδα για τα θύματα του ναζισμού. Μια συζήτηση για το παρελθόν δε βοηθά καθόλου στην επίλυση των προβλημάτων της Ελλάδας και δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή κρίση» είναι άνευ ουσίας και αντικειμένου, καθότι το δικαίωμα των ζημιωθέντων σε δίκαια αποζημίωση εξακολουθεί να υφίσταται ακέραιο, χωρίς χρονικούς, πολιτικούς ή οποιουδήποτε άλλου είδους περιορισμούς. Όπως παραπάνω.

Βιβλιογραφία
• Kατσιγιάννη – Παπακων/νου, Η διεθνής αδικοπραξία ως πηγή διεθνούς κρατικής ευθύνης και οι συνέπειες από την τέλεσή της, Αθήνα 2001.
• Κεραμεύς, Ασυλία αλλοδαπών κρατών για αδικοπρακτική τους ευθύνη, νομική πληροφορία ΙΔΑΔ (με εισήγηση Μ. Γαβουνέλη), Δ 33, 766.
• Κεραμεύς, Ετεροδικία αλλοδαπού κράτους για παράβαση Ius Cogens, με παρατηρήσεις Σταμούλη, Δ 33.
• Τσιλιώτης, Η αδικοπρακτική ευθύνη του γερμανικού κράτους για εγκλήματα των στρατευμάτων κατοχής στην Ελλάδα – Το ζήτημα της ετεροδικίας και του ΑΕΔ, Δ 31, 3.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα