Σύρε παιδί μου μια φωνή όντε θα δεις το χάρο
κι ομπρός σου εγώ θα πεταχτώ, τη μαχαιριά να πάρω…
Παντέρμη μάνα. Δεν ήσουν εκεί. Αν ήσουν σίγουρα θα ‘μπαινες μπροστά να πάρεις εσύ τη μαχαιριά. Μια κι όξω. Τώρα σε μαχαιρώνουν κάθε μέρα τα αποβράσματα της κοινωνίας. Εφτά χρόνια καθημερινές μαχαιριές και πόσες ακόμη. Πόσες θ’ αντέξεις ώστε να ζεις; Ως πότε θα φωνάζεις με τα χέρια ψηλά;
Παντέρμη μάνα. Αρχαία τραγωδία μου θύμησες. Τι περισσότερο αλήθεια θα παιζόταν στην Επίδαυρο; Μόνο που εκεί θα ήταν απομίμηση της πραγματικότητας, ενώ εσύ ήσουν η ίδια η τραγωδία.
Αν τύχει σε παιδιού χαμό και δεις τση μάνας χάλι
και πέτρα να ‘χεις την καρδιά στο δάκρυ θα σε βγάλει…
Πόσες μαχαιριές έδωσαν σ’ αυτή τη χώρα οι ναζήδες του ‘40. Τούτη η μάνα – χώρα πόσα παιδιά έκλαψε! Ήταν ανάγκη να κλάψει κι άλλο ένα από τους ίδιους ομοϊδεάτες; Εμείς που ζήσαμε έστω και σαν παιδιά σ’ εκείνα τα καταραμένα χρόνια κι ακόμη μας τυραννούν οι θύμησες πώς μπορούμε να κρατήσουμε τα δάκρυά μας, τον πόνο και την απέχθεια μπροστά σ’ αυτά τα νέα φονικά από τους ίδιους φονιάδες; Ποιά μάνα τους γέννησε και τους ανάθρεψε και δεν κατάλαβε πως έθρεφε φίδια στον κόρφο της; Ποιά μάνα, ποιό σχολειό, ποιοί δασκάλοι, ποιά κοινωνία, ποιά πατρίδα, τους μεγάλωσε χωρίς να τους διδάξει, να τους μάθει, να τους αποδείξει τι έκαναν σ’ αυτή την άμοιρη χώρα, την μάνα τους, οι πρώην ναζήδες; Τίποτα δεν ξέρουν από τους γονείς, τους παππούδες, τους φίλους, τους συγγενείς που αγωνίστηκαν, έδωσαν το αίμα τους για να ζουν αυτοί ελεύθεροι;
Ό,τι μας έκαναν οι ασυνείδητοι ξενομπάτες θα μας το ξανακάνουν τα ντόπια φρικιά;
Οι παλιοί έλεγαν: Όταν γκρεμιστεί ο φούρνος κλαίει καθ’ ένας τον Παύλο του (το ψωμί του εννοούσαν).
Παντέρμη μάνα, εσένα σου σκότωσαν ένα παιδί. Μιας άλλης μάνας (παράδειγμα, γιατί οι δολοφόνοι σκότωσαν πολλών μανάδων τα παιδιά) σκότωσαν και τους τέσσερις γιους της και τους πέταξαν σαν σκυλιά κάτω από μια γέφυρα. Κάτι χειρότερο από σκυλιά που τώρα μας συμβουλεύουν οι απόγονοί τους για τα καημένα τα σκυλιά. Οι “σκυλόφιλοι” αλλά όχι “ανθρωπόφιλοι”, που δεν σεβάστηκαν τον άνθρωπο. Πώς άντεξε εκείνη η συχωρεμένη μάνα και κουβάλησε στον ώμο της ένα – ένα τα παλικάρια της, έσκαψε με τα ίδια της τα χέρια το λάκκο τους και τα κουκούλωσε στο χώμα; Πώς έζησε χωρίς παιδιά, χωρίς άντρα; (που σημειωτέον της τον σκότωσαν κι αυτόν). Πώς αντέχετε το σταυρό σας μανάδες του κόσμου, όταν τ’ άγρια θηρία σφάζουν τα παιδιά σας; Ποιά θηρία λέω… Εκείνα σκοτώνουν για να φάνε και όχι από το δικό τους είδος. Οι άνθρωποι σκοτώνουν ανθρώπους και όχι για να φάνε βέβαια, αν και αυτό δεν αποκλείστηκε σε κάποιες φυλές ή από κάποιους ψυχοπαθείς.
Ποιούς ψυχοπαθείς; Γιατί αυτοί που μαχαιρώνουν ή σκοτώνουν με όποιο τρόπο τον συνάνθρωπό τους τι είναι; Αλήθεια, δεν μπορώ να τους ονομάσω “ανθρώπους”, ούτε “θηρία”, ούτε κάτι άλλο μου αρκεί. Θέλω μια λέξη που να ζυγίζει βαρύτερα από όσες υπάρχουν και δεν βρίσκω. Θα ‘θελα να φτιάξω μια μα δεν είμαι ο Καζαντζάκης… Όταν ήταν μικρά τα παιδιά μου τους έδωσα μια γερή τσιμπιά πριν πάνε στο σχολείο. Εκείνα, μετά το δυνατό “αααααα” με κοίταξαν περίεργα και ρώτησαν παραπονιάρικα “γιατί μαμά;” “Πονέσατε;” τους ρώτησα και κούνησαν προς τα κάτω τα κεφάλια τους. Τότε τους είπα: “Όπως πονάτε εσείς το ίδιο ακριβώς πονούν όλα τα ζωντανά και οι άνθρωποι. Γι’ αυτό θα προσέχετε να μην κάνετε κανένα ζώο ή παιδί να πονέσει. Εντάξει;
Δεν θέλω να πω μ’ αυτό ότι ήμουν η τέλεια μητέρα. Όλοι κάνουμε λάθη. Μόνο ο Θεός λένε, είναι αλάνθαστος κι ένας, όνομα και μη χωριό, που μόλις του το έλεγα απαντούσε: “Κι εγώ”. Το άκρον άωτον του εγωισμού.
Δόξα τω Θεώ, τα παιδιά μου μεγάλωσαν παραμεγάλωσαν δηλαδή και δεν πείραξαν ποτέ ούτε μυρμήγκι που λένε… Να ‘ταν η τσιμπιά που τα δίδαξε; Ποιός ξέρει. Πάντως προσπάθησα. Η μάνα του μαχαιροβγάλτη και των συν αυτώ τους έμαθε άραγε κάτι; Μάλλον όχι. Μπορεί και το αντίθετο από το “αγαπάτε αλλήλους” ή τους άφησε να μεγαλώσουν όπως – όπως. Στην τύχη τους δηλαδή…
Παντέρμη μάνα. Μόνον ο Θεός μπορεί να σε παρηγορήσει. Αλλά κι αυτός ποιόν να πρωτοπαρηγορήσει. Είναι τόσοι πολλοί οι θύτες και τόσα πολλά τα θύματα! Κι ύστερα σου λένε πως καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν έπλασε τον άνθρωπο. Κι εγώ σας λέω πως θα βλέπει τα χάλια μας και θα σέρνει τα… μαλλιά του!
Άγριο θεριό ‘ν’ ο άθρωπος κι αμέρωτο Χριστέ μου
λένε πως μοιάζει του Θεού και κακοφαίνεταί μου…
Είναι θεριά ανθρωπόμορφα ‘π’ ο νους σου δεν το βάνει
και τα θεριά ‘που ‘ναι θεριά, δεν κάνουν ότι κάνει…
Τάξε θεριό ‘ν’ ο άνθρωπος κι άλλο θεριότεροί ντου
δεν είδε μούδε γνώρισε ο κόσμος στον καιρό ντου…