Κτυπούν τα τύμπανα του πολέμου. Ρυθμικά. Σημαίνοντας την επιδρομή στις ώρες του λυκόφωτος.
Ενας αρχάγγελος με πύρινη αρματωσιά και τα φτερά ανοιγμένα, σου δίνει το σπαθί. Αλικη ανάσα. Γεμάτη από τη φωτιά παλιών δράκων. Και ίπταται της ψυχής, που θέλει το εύκολο. Να θέλεις το δύσκολο! Να θέλεις το αδύνατο!.
Το λυκόφως μίλησε και καλεί σε κυνήγι.
Μέσα από τις φλόγες του Εντός, ξεπετάγεται ένας αητός. Κι αν τα φτερά του είναι καψαλισμένα, ο ίδιος θέλησε να γίνει φωτιά. Τα φτερά του τώρα είναι πύρινες γλώσσες που μιλούν στην αρχαία λαλιά. Αυτήν, που καταλαβαίνουν όλα τα ορατά και τα αόρατα. Και είναι όλα παρόντα.
Και καλούν σε έναν πολεμικό χορό, γύρω από την αειθαλή φλόγα του Είναι.
Και αυτό “το Είναι”, βγάζει αλαλαγμούς σε όλες τις δυνατές παραλλαγές του, πέρα από τα όρια του υπάρχοντος. Οντως.
Μια αχαλίνωτη δυνατότητα της επίτευξης των οριζόντων.
Γαλαξίες και σύμπαντα ομάδι, σε ένα χαμόγελο. Ενα τόσο αταίριαστα ταιριαστό Είναι. Που θέλησε να γίνει το “Ολον” από το οποίο προήλθε, αλλά που ήταν τελείως απαίδευτο στο να έχει υπό τον έλεγχο του, τα χαλινάρια από το άρμα του Ηλιου.
Γελά ο Ηλιος και του αφήνει τα καθαρόαιμα άτια του, στα άπειρα χέρια του.
Ξέρει ότι ριψοκινδυνεύει να χάσει το βασίλειό του.
Όμως ο κίνδυνος κάνει την εμπειρία. Κλείνεις τα μάτια και κοιτάς μέσα στο αρχέγονο πυρήνα και μετά τραβάς με δύναμη τα άτια του Ηλιου.
Και το άρμα ανεβαίνει κατακόρυφα. Και τότε πιάνεσαι από την πρώτη ηλιαχτίδα που πέφτει στα μακριά μαλλιά του αιώνια νέου Ερωντα.
Και τον ρωτάς, αν είναι η αιωνιότητα κοντά πια.
Κι αυτός σου λέει το μυστικό. Που κρύβεται στην ανάσα της ηδονής της αναζήτησης.
Το Εντός σου δείχνει τον δρόμο για τον άλλον.
Το Εντός είναι ο δρόμος. Κι η σιωπή φορά τα πιο πλουμιστά της λούσα που οι παράταιροι ήχοι σου, της τα έδωσαν.
Μα της είναι ξένα. Τα βγάζει. Κι απομένει γυμνή.
Αφουγκράσου…