Γυναίκες ντυμένες στα μαύρα γιατί όλο και κάποιο πένθος έπρεπε να κρατήσουν, θέλεις από την κατοχή, θέλεις από τον ντροπιαστικό εμφύλιο… μαύρα τσεμπέρια, μαύρες κάλτσες –που αν ποτέ άλλαζαν και γίνονταν άσπρες προκαλούσαν αμηχανία σ’ αυτήν που τις φορούσε, αφού είχε συνηθίσει στη μαυρίλα – τραχύ περιβάλλον, ανήμερα βουνά ορθωμένα εμπόδια για οποιαδήποτε φυγή, τραχιά ζωή, τραχιά ονόματα χωρίς κάποια απόπειρα να γλυκάνουν, ν’ ακουστούν θηλυκά και απαλά: Ελέγκω, Βαγγιώ, Ζαχάρω, Γιαννούλα, Πανάγιω…
Παντρειές με συνοικέσια ερήμην τους, καμιά δεν διαλέγει, τη διαλέγουν άλλοι… Εκείνη μόνο, υποθέτει, πως ίσως εκεί, σ’ εκείνο το φορτηγό που περνάει βιαστικά, κάποιος απ’ όλους θα είναι ο άντρας που θα στεφανωθεί μεθαύριο… Δεν πειράζει θα τον δεί τότε, στην εκκλησιά… Κι η πεθερά που δεν τη θέλει θα παραγγέλνει του γιου να τη διώξει κι ας έχει παιδιά, δεν θέλει ούτε εκείνη ούτε τα εγγόνια της να δεί… – Διώξτην… διώξτην… Κι εκείνος αισθάνεται χρέος του να κάνει της μάνας το χατίρι και την τιμωρεί, τη δέρνει μέρα νύχτα… κι ας είναι κι εκείνη μάνα… Γυναίκες χωρίς απαιτήσεις, οικογενειακά υποζύγια ζεμένα να δουλεύουν και να κουβαλούν παιδιά, ξύλα, πέτρες, γίδια, υποταγμένες στη μοίρα που βρήκαν, στη μοίρα που τις βρήκε… Στη δουλειά από τα γεννοφάσκια τους, ζυμωμένες με τη στέρηση, δεν ξέρουν από ευκολίες, από καλές μέρες… Ακόμα κι αυτά που θεωρούνται απολύτως απαραίτητα για μια γυναίκα, τα εσώρουχα, είδος άγνωστο σχεδόν, σπάνιο, είδος απλησίαστο, αξιομνημόνευτο στα προικοσύμφωνα του καιρού εκείνου, για όποια τυχερή είχαν φροντίσει οι γονείς να την προικίσουν: «…επίσης δύο πανωσέντονα κεντητά, δύο κατωσέντονα, 1 τραπεζομάντιλο και… δύο βρακιά….» έγραφε η συμβολαιογραφική πένα σιγουρεύοντας τον υποψήφιο σύζυγο ότι η νύφη θα τον γλύτωνε από περιττά έξοδα.
Τις είδαμε όλες αυτές τις τραχιές λεβέντισσες της Ηπειρώτικης γης, τις ακούσαμε να λένε τις ιστορίες της δύσκολης ζωής τους μέσα από τη φωνή και την παρουσία της καταπληκτικής μας Μαρινέλλας Βλαχάκη, που τις ενσάρκωσε μία προς μία, εφτά στο σύνολο, εκεί μπροστά μας, με τον λιτό τρόπο που τους άρμοζε, με το ίδιο ύφος που θα είχαν κι εκείνες όταν μολογούσαν – στη συγγραφέα Γ. Σκοπούλη – της ζωής τους τα καθέκαστα… Η Μαρινέλλα έγινε ένα με τις γυναίκες αυτές, τις «Γυναίκες που έγιναν ένα με τη γη», όπως ήταν ο τίτλος του βιβλίου με τις συνεντεύξεις τους… Γυναίκες που έζησαν στις δεκαετίες του 1940-1950, λίγο πριν λίγο μετά, αλλά όχι τόσο μακριά από το σήμερα. Μανάδες με πολλά παιδιά, που μέσα σε αντίξοες συνθήκες προσπαθούσαν να τα μάθουν πέντε γράμματα, να τα βοηθήσουν να επιβιώσουν όπως – όπως… Εγώ έκαμα δέκα παιδιά… όχι δεν ήταν δύσκολο… στο σπίτι τα γεννούσα… δεν είχαμε μαμές… Στο πρώτο με βοήθησαν, μετά έκανα έτσι, να εδώ στην καλτσοδέτα κι έκοβα το λώρο… Ού… κι άλλα δέκα μπορούσα να κάμω… Και μετά, για να τα πάω στο σκολειό, τα φόρτωνα ένα – ένα στην πλάτη και περνούσα το ποτάμι γιατί το σκολειό είναι απέναντι… έμαθαν και γράμματα, δόξα τω Θεώ…
Το παρελθόν των γυναικών αυτών που έγιναν ένα με τη γη, έγινε πολύ κοντινό χάρις και στο σκηνοθετικό άγγιγμα των Θοδωρή Παπαδουλάκη και Γ. Κρητικού. Με τα εκφραστικά και υποβλητικά τους βίντεο που πλαισίωσαν τις μακριά από κάθε επιτήδευση αφηγήσεις της Μαρινέλλας και τις μουσικές των Λεωνίδα Μαριδάκη – Δανάης Μπότικ, που συνόδεψαν με παραδοσιακούς ηπειρώτικους μακρόσυρτους λυγμούς τις προσωπικές μαρτυρίες τους, σήκωσαν μια ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα και την ταξίδεψαν μέχρι τις πάχνες των ψηλών βουνών… «…Στης πικροδάφνης τον ανθό…». Μας επέτρεψαν μέσα από την τέχνη τους να μπούμε στην ψυχή της γυναίκας – μάνας, της γυναίκας που είναι η ίδια η γη… Μας έδειξαν πως η αληθινή τέχνη δεν χρειάζεται πολλά για να κάνει αισθητή την παρουσία της… είναι απέριττη, λιτή και ουσιαστική… Τους ευχαριστούμε πολύ γι’ αυτό και τους θέλουμε πάντα ενεργούς και άξιους δουλευτές της τέχνης…