• «Ο κοινωνικός ιστός στην Ελλάδα είναι πιο δυνατός» (από ό,τι στις άλλες χώρες)
(Γ. Μπαλαφούτης, νεαρός επιστήμονας που διαπρέπει στο εξωτερικό, «Κ», 28-2-16)
ΣΕ ΚΑΘΕ πόλεμο, τα πρώτα θύματα -πλην της αλήθειας- είναι τα παιδιά κι οι γυναίκες. Και η οικονομική κρίση που βιώνουμε και μας «εξολοθρεύει» αργά – αργά, εδώ και έξι χρόνια, είναι ένας πόλεμος «με άλλα μέσα»: πιο ύπουλος και πιο σκληρός, αφού ο εχθρός είναι άγνωστος, πρωτεϊκός, ενώ και τα θύματά του είναι απροσμέτρητα.
Η ΚΡΙΣΗ εγκαταστάθηκε για τα καλά στον πυρήνα κάθε ελληνικής οικογένειας. Με χρόνια ανέργους, με αυτοκτονίες απελπισμένων, με μεταναστεύσεις χιλιάδων επιστημόνων, με θανάτους λόγω έλλειψης ιατρικής περίθαλψης, με μηδενική ασφάλιση κ.ά. Οι καρδιοπάθειες και οι ψυχικές ασθένειες χτυπούν κάθε ηλικία, ενώ άστεγοι και πεινασμένοι κάνουν ουρές στα συσσίτια των πόλεων.
ΕΞΑΙΤΙΑΣ της οικονομικής κρίσης κυριαρχούν πολιτικοί γάμοι, εξώγαμα τέκνα και άνθιση της νεανικής πορνείας (1). Αλλά και αύξηση της «επιστροφής» και εξάρτησης πολλών νέων από το πατρικό τους σπίτι. Έγινε νομιμοποίηση του συμφώνου συμβίωσης, των γάμων μεταξύ ομοφυλοφίλων καθώς και της αποτέφρωσης των νεκρών. Επιστέγασμα όλων είναι το γεγονός ότι έχουμε μια δυσανάλογη για τις δυνατότητές μας «εισβολή» προσφύγων/μεταναστών, από εμπόλεμες ή μη ζώνες. Αλλά και μια κυβέρνηση ανήμπορη να αντιμετωπίσει τόσες προκλήσεις.
…Η ΚΡΙΣΗ «άδειασε» τις τσέπες και τις όποιες αξίες μας φέρνοντας ξανά στο προσκήνιο παλιά στερεότυπα και τρόπους ζωής. Η σκέψη, η αντιμετώπιση κι ο τρόπος που βλέπουμε την πολιτική και τα πράγματα αλλάζουν. Αλλάζουμε. Προς το καλύτερο ή το χειρότερο, ο χρόνος θα δείξει.
ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ η Ελληνίδα γυναίκα που -κακά τα ψέματα- είναι αυτή που κυρίως κρατά σταθερή και ρυθμίζει την πορεία μιας οικογένειας, δεν είναι στα καλύτερά της. Η γυναίκα των μνημονίων «καταπίνει» πολλά, υπομένει περισσότερα, διατηρεί με πολλές υποχωρήσεις τον γάμο της. Έστω κι αν βρίσκεται στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, έστω κι αν δεν απολαμβάνει ίχνος από την ευτυχία που κάποτε ονειρεύτηκε ή της είχαν υποσχεθεί. Συμβιβάζεται για χάρη των παιδιών της.
ΟΧΙ ότι δεν υπάρχουν και «αρραγείς» οικογενειακοί δεσμοί. Είναι σπανιότεροι και απαντώνται σε ζευγάρια μιας κάποιας ηλικίας, όπως είναι οι «μεγάλοι» -οι γονείς των νεαρών ζευγαριών που έχουν αποκτήσει παιδιά. Τα εγγόνια προσφέρουν πάντα μια πρωτόγνωρη χαρά κι αυτό είναι κάτι που δεν επιτρέπει τη δημιουργία άλλων σκέψεων. Οι σημερινοί συνταξιούχοι παππούδες/γιαγιάδες προσφέρουν μια «ομπρέλα» προστασίας αποτελώντας μια σωτήρια καταφυγή στην επίλυση πολλών προβλημάτων.
ΕΥΤΥΧΩΣ που οι περισσότερες γυναίκες παραμένουν δυνατές. Φυσικά και σήμερα θα δούμε Μήδειες ή μια Ελένη, Κλυταιμνήστρες ή μια Άλκηστη, Ηλέκτρες ή Αντιγόνες, μια Αριάδνη ή μια Σαπφώ κ.ά. Οι γυναίκες των μνημονίων, η Κούλα, η Σταυρούλα, η Χριστίνα, η Ειρήνη, η Ελένη, η Κατερίνα…, είναι γυναίκες της εποχής τους παραμένοντας όμως διαχρονικά και βέρες Ελληνίδες. Έτσι,
– Διαχειρίζονται καλύτερα τα του οίκου τους ούσες πιο ρεαλίστριες. Ξέρουν πού θα περιστείλουν τις δαπάνες για να καλύψουν φόρους, λογαριασμούς, φαγητό, ρούχα, μαθήματα παιδιών και καθημερινή ακρίβεια.
– Ορισμένες ξαναθυμούνται τη μοδιστρική τέχνη και αξιοποιούν κάθε τι παλιό στο σπίτι. Επαναχρησιμοποιούν ρούχα, σκεύη και έπιπλα ξαναδίνοντάς τους μια «δεύτερη» ζωή!
– Αγωνιούν και ξαγρυπνούν όταν κάποιο μέλος της οικογένειας ασθενήσει ή έχουν άτομο με ειδικές ανάγκες. Βρίσκουν δε παλιούς πρακτικούς τρόπους θεραπείας ασθενειών, πριν καταφύγουν σε γιατρούς, φάρμακα και νοσοκομεία. Όσο για τίς ίδιες, η μοίρα τις θέλει να μην αρρωσταίνουν ποτέ!
– Συμπαραστέκονται στη γειτόνισσα σε οποιοδήποτε θέμα (χαράς ή λύπης), βίας, οικονομικής στενοχώριας ή προβλήματος των παιδιών τους.
– Μαγειρεύουν όσο μπορούν πιο υγιεινά, γιατί αισθάνονται ότι το βάρος της σωστής διατροφής των αγαπημένων τους προσώπων είναι δική τους υπόθεση.
– Ούσες περισσότερο συναισθηματικές και υπεύθυνες από τους άνδρες, οργανώνονται ή πλαισιώνουν φορείς εθελοντισμού, για να βοηθήσουν συμπολίτες, ασθενείς ή πρόσφυγες.
Βέβαια,
– Είναι κι αυτές που πρώτες θα χάσουν τη δουλειά τους ή θα δεχθούν τη βία, αλλά κι αυτές που θα αγωνιστούν περισσότερο για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους όταν διαπιστώνουν αδικίες σε βάρος τους.
– Είναι αυτές που πληρώνονται λιγότερο από τους άνδρες, αφού κατά τα στερεότυπα θεωρούνται φυσικώς αδύναμα πλάσματα που δεν αποδίδουν σωματικά ή διανοητικά το ίδιο με τους άνδρες!
ΑΝ ΔΙΑΒΟΥΜΕ τον Ρουβίκωνα της κρίσης και επιβιώσουμε, κατά μεγάλο ποσοστό αυτό θα οφείλεται στις γυναίκες. Της κάθε ηλικίας: μικρές ή μεγάλες, ωραίες ή άσχημες, διάσημες ή άγνωστες, του χωριού ή της πόλης…, θα είναι αυτές που, ξεπερνώντας τις αντιξοότητες μιας κάκιστης εποχής και τη φύση τους, θα έχουν συντελέσει στη σωτηρία και διατήρηση του κοινωνικού ιστού, της ελληνικής κοινωνίας. Κι ένα μικρό ευχαριστώ θα είναι το λιγότερο που θα τους οφείλουμε.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) Αυτό προκύπτει ως συμπέρασμα μιας μελέτης σχετικής με την πορνεία, που έγινε από το Πάντειο Πανεπιστήμιο (Αθήνα) και δημοσιοποιήθηκε στις 27/11/2015.
-(2) Ο Τάσος Λειβαδίτης συμπυκνώνει τη «ζωή» της γυναίκας (1960) σ’ ένα του ποίημα. Μια ζωή που δεν απέχει από τη σημερινή. [«Γυναίκες» (απόσπασμα από το «Καντάτα 1960»), Ποίηση, τ. 1, Κέδρος]: «…Φτωχές γυναίκες,/ μοδίστρες, δακτυλογράφοι, ασπρορουχούδες,/ τίμιες ή σπιτωμένες, ακόμα κι άλλες/ εκείνες του σκοινιού και του παλουκιού,/ γυναίκες του ανέμου, της βροχής, του κουρνιαχτού,/ νιώσαμε το φόβο που κρύβεται καμιά φορά/ πίσω από την αγνότητα,/ την κούραση πίσω από την καλοσύνη ή την αδιαφορία/ πίσω απ’ την υπακοή (…)
Αν μας έβλεπε κανείς το βράδυ, όταν μένουμε μονάχες/ και βγάζουμε τις φουρκέτες, τις ζαρτιέρες, και κρεμάμε/ στην κρεμάστρα το πανωφόρι κι αυτήν τη βαμμένη μάσκα/ που μας φόρεσαν, εδώ και αιώνες τώρα, οι άντρες/ για να τους αρέσουμε –
αν μας έβλεπαν, θα τρόμαζαν μπροστά σε τούτο/ το γυμνό, κουρασμένο πρόσωπο. (…)/ λοιπόν πού πάμε; Από πού ερχόμαστε; Τι ψάχνουμε/ παλεύοντας αιώνια με τα έξω και τα μέσα μας στοιχεία;
Ερχόμαστε απ’ το φόβο και το φόνο, απ’ το αίμα και
την επανάληψη. Ερχόμαστε απ’ την παλαιολιθική αρπαγή-
κι αρχίζουμε την ανθρώπινη φιλία.
Τέλος, ύστερα από πολλά, παντρευόμαστε,/ κάνουμε κάμποσες εκτρώσεις, αρκετά παιδιά,/ ύστερα έρχεται η κλιμακτήριος, οι μικρονευρασθένειες, κι ύστερα τίποτα. Όλα καταλαγιάζουν μέσα μας.
Κι επιθυμίες κι αναμνήσεις- αχ περνάει/ γρήγορα η ζωή, ούτε το καταλαβαίνεις. (…)
Έτσι ζήσαμε. Αγνοημένες και μονάχες μέσα/ στο εσωτερικό μας πάθος,/ αγνοημένες κι έρημες μέσα στην ιερότητα/ της μητρότητάς μας…».