Το άγριο γάβγισμα της Λεμονιάς, της πιστής κόκκινης σκύλας του Γιάγκου, τάραξε την ηρεμία εκείνου του ανοιξιάτικου πρωινού του Απρίλη του 1942. Ο Γιάγκος έλειπε στη μαδάρα. Είχε προλάβει να κρύψει τον τσιφτέ του εκτός σπιτιού πριν φύγει, μα όχι το ραδιόφωνο και την μπαταριά του. Η Χρυσώ εκακόβαλε.
– Αντωνία, έβγα παιδί μου να δεις γιάντα γαβγίζει η σκύλα;
– Γρήγορα μαμά, Γερμανοί στη κάτω μπάντα.
Η Χρυσώ κατάλαβε ότι είχε λιγότερο από ένα λεπτό για να σώσει τα πέντε παιδιά της, το σπίτι της και τον εαυτό της. Έπρεπε να σκεφτεί γρήγορα και να δράσει αστραπιαία. Περιθώριο για φόβο και λιγοψυχιά δεν υπήρχε.
Έτρεξε στην κουζίνα του σπιτιού, άρπαξε το παράνομο ραδιόφωνο και το έχωσε στο κουλτούκι (κρύπτη στο δάπεδο). Το σκέπασε με τις δυο σανίδες και από πάνω σκόρπισε ελιές από το σωρό που ήταν δίπλα. Έβγαλε το τσεμπέρι της, τύλιξε την μπαταρία του και την τοποθέτησε πίσω από το πυρομάχι. Τράβηξε το μεγάλο τσικάλι με το νερό που έβραζε πιο έξω και πέταξε στη φωτιά μια φέτα από πυρήνα. Μάζεψε τα παιδιά της δίπλα της και τους είπε.
– Με την πυρήνα θα ντουμανιάσει ο τόπος και δε θα μπορούνε να σιμώσουνε στο πυρομάχι. Το νου σας, οντέ θα λιγοστεύει ο καπνός να βάνετε στη φωθιά πυρήνα.
Δεν είχε προλάβει να τελειώσει τα λόγια της και είκοσι πάνοπλοι Γερμανοί στρατιώτες έμπαιναν στο σπίτι. Ο επικεφαλής με τη βοήθεια διερμηνέα άρχισε την ανάκριση.
– Πού είναι ο κύριός σου;
– Στα Χανιά.
– Πού είναι το ραδιόφωνο;
– Το έχουμε παραδώσει.
– Πού είναι τα χαρτιά ;
– Τα έχει ο άντρας μου.
– Πού είναι ο τσιφτές του;
– Δεν έχουμε τσιφτέ. Τον έχει παραδώσει.
– Λες ψέματα. Αν σε πέντε λεπτά δε μας δώσεις το ραδιόφωνο, θα σκοτώσουμε και εσένα και τα παιδιά σου.
Τουλάχιστον για πέντε με έξι ώρες οι Γερμανοί έψαχναν σπιθαμή προς σπιθαμή το σπίτι και τα κατώγια του. Δεν σκεφτήκαν όμως ποτέ να κοιτάξουν κάτω από το σωρό τις ελιές, ή πίσω από το πυρομάχι.
Ανάμεσά τους η Χρυσώ αναγνώρισε τον προδότη. Τι κι αν τον είχαν ντύσει με γερμανική στολή. Τι κι αν του είχαν δώσει να κρατάει όπλο. Τι κι αν έκανε πως μιλά γερμανικά. Ήταν ο …….., ο γιός του …., από το διπλανό χωριό. Μάλιστα δυο μέρες πριν που είχαν μαζευτεί κρυφά στο σπίτι της από τα γύρω χωριά για να ακούσουν <Λονδίνο>, ήταν και αυτός εκεί.
Η ατμόσφαιρα αποπνικτική από τους καπνούς, τα παιδιά να κλαίνε και να κρατάνε τη μάνα τους από τα φουστάνιά της, η Χρυσώ επί ώρες να αρνείται τα πάντα, και η Λεμονιά να γαβγίζει μανιασμένα.
– Φεύγουμε, παίρνουμε όμηρο το μεγαλύτερο γιό σου. Πες του άντρα σου, πως μόνο αν έρθει και παραδοθεί στην Κάντανο, θα τον πάρεις πίσω. Και επιτέλους κάντε αυτό το σκύλο να πάψει.
Μια ριπή ακούστηκε ανάμεσα στα κλάματα της Χρυσώς καθώς της έπαιρναν με τη βία το παιδί της.
Ήταν απόγευμα πια, η Χρυσώ ετοίμαζε το μουλάρι. Θα πήγαινε στην Κάντανο το ίδιο βράδυ. Θα έκανε τα πάντα για να πάρει πίσω το δεκάχρονο γιο της . Τίποτα δε μαρτυρούσε τι είχε συμβεί λίγες ώρες πριν στο σπίτι της . Τίποτα, εκτός από το άψυχο σώμα της Λεμονιάς, της πιστής κόκκινης σκύλας του Γιάγκου, που κρέμονταν από το δώμα.