Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Γιώργης Ψυχουντάκης

Γέννημα θρέμ’ Ασή Γωνιάς, δίχως καθόλου ντόρο,
την κατοχή επέρασε, σ’ τσι’ αντίστασης το χώρο.
Τα είκοσι τα χρόνια ντου, μόλις είχε περάσει,
σαν πήρε την απόφαση και άρχισε τη δράση.

Πατέρα είχε άρρωστο και μάνα και αδέρφια,
μικρότερα μα τ’ άφησε, φωθιά καιγε στα μπέθια.
Γιώργης ήτανε στ’ όνομα και ψυχουντάκης στ’ άλλο,
με Άγγλους συνεργάστηκε, ρόλο ‘παιξε μεγάλο.

Με τον καιρό εγίνηκε, το χέρι το δεξί τους,
αλλά και το αριστερό, είχε στη δούλεψή τους.
Μαντατοφόρος στα βουνά, Χανίων και Ρεθύμνου,
μέρα και νύχτα έτρεχε κι αξίζει κάθε ύμνου.
Πολλές φορές κινδύνεψε, να πέσει εις τα χέρια
των Γερμανών μα ευτυχώς, είχε και τύχη πλέρια.
Ασύρματους μετέφερε, όπως και παταρίες,
για να γεμώσει στα Χανιά, σε δύσκολες πορείες.

Χιλιάδες λίρες Αγγλικές, κουβάλουνε στη πλάτη,
δισβάσταχτο το βάρος τους, δύσκολ’ επεριπάτει.
Στη Σαμμαριά ‘πισόδειο, στου Βίγλη το μιτάτο,
είχε μ’ ανεμοκόπελα, μα δεν το βάζει κάτω.

Από το Κουστογέρακο, ως τις Αλώνες πέρα,
πάνω στα όρη έτρεχε, με Ήλιο και αέρα.
Οι σύμμαχ΄υποβρύχιο, στείλανε να τον πάρει,
στο Κάϊρο για διακοπές, του το χρωστούσαν χάρη.

Πήγε και γαι προσκύνημα, εις τους Αγίους Τόπους,
όπου ξανασυνάντησε, παλιούς γνωστούς ανθρώπους.
Μα σύντομα εγύρισε, εις τα βουνά της Κρήτης,
εις τα λιμέρια τα γνωστά, Μαδάρες Ψηλορείτης.

Το έργο που ‘κανε και πριν, συνέχισε και πάλι,
μανατοφόρος μπιστικός κι οι κίνδυνοι μεγάλοι.
Καστέλι Μύλους και Στροβλές, Κακόπετρο εγλάκα,
χωρίς να τονε πιάσουνε, οι Γερμανοί στη φάκα.

Μηνύματα μετέφερε, σ’ Άγγλους και πατριώτες,
μα ήλθε αντιμέτωπος και μ’ Έλληνες προδότες.
Όσπου λευτερωθήκαμε, σαν οι Ναζί εφύγαν,
από τση Κρήτης το νησί και στα κομμάθια πήγαν.

Σαν λειποτάκτη φυλακή, τον έκλεισ’ η πατρίδα,
μα ο Λη Φέρμον το ‘μαθε κι έσωσε την παρτίδα.
Στη Γερμανία ύστερα, σαν μετανάστης πάει,
μα δεν εκάθησε πολύ ψωμί εκειά να φάει.
Σύνταξ’ απ’ το Γερμανικό, πήρε νεκροταφείο,
που φύλακα τον βάλανε, εις το στερνό ντου βίο.
Αγράμματος μεταφραστής, Ομήρου Ιλιάδας
με ριμαδόρου χάρισμα και τέχνη μαντινάδας.

Στον Ψυχουντάκη μπόρουνα, πολλά να γράψ’ ακόμη,
που δυο μεγάλοι σίγουρα, δεν θα χωρούσαν τόμοι.
Τον Κρητικό εδιάβασα, πάλι μαντατοφόρο,
να τον κρατήσω ζωντανό, εις του μυαλού το χώρο.

Όσο θα ζω στη μνήμη μου, να τον θυμούμαι θέλω,
σε παλικάρια σαν κι αυτόν, βγάζω και το καπέλο.
Όμως εδώ μου φαίνεται, πρέπει να σταματήσω,
αφού για όσα ξέχασα, συγγνώμη θα ζητήσω.
Πως χέρι Εννιαχωριανού, έγραψ αυτή τη ρίμα,
είναι νομίζω φανερό, δικό του έχει στίγμα.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα