Ομιλία στα αποκαλυπτήρια των προτομών τους
στο Κρυονέρι Μυλοποτάμου, Κυριακή 20.10.2019
Μεγάλη μέρα σήμερα…
Σήμερα από την κορυφή του Ψηλορείτη, κατηφόρισαν οι Ιδαίοι Δάκτυλοι και οι Κουρήτες συνοδευόμενοι από τα τραγούδια των Νυμφών και τον αυλό του Πάνα, συνάντησαν τον Ερμή στο ιερό σπηλιάρι του Κουλούκωνα και τον Τάλω το βιγλάτορα και όλοι μαζί σε μια «εξαίσια» πομπή, με προπομπό τον τελευταίο, έφτασαν στο μαγευτικό αυτό χώρο, για να υποδεχτούν μαζί μας -σε μια επίσης «εξαίσια» σύζευξη παρελθόντος-παρόντος, ασώματων και ενσώματων-, το ζεύγος των μορφών που μόλις αποκαλύφθηκαν και συνδέονται στενά με την ιστορία ή μικροϊστορία αυτού του τόπου.
Των μορφών του Νίκου Καζαντζάκη (1883-1957) και της μητέρας του Μαρίας ή Μαργής Χριστοδουλάκη-Καζαντζάκη (1862-1932) από τους Ασσυρώτους και σήμερα Κρυονέρι Μυλοποτάμου Ρεθύμνου…
Των μορφών που τα χέρια των καλλιτεχνών Μιχάλη Αθανασάκη (σκάλισμα) και Χρήστου Τσουμπλέκα (πρόπλασμα) φιλοτέχνησαν πάνω σε δυο μαρμαρόπετρες, δίπλα δίπλα, αισθητοποιώντας έτσι μνημειακά τη σχέση μάνας και γιού.
Μια σχέση που οι καλότυχες αυτές μαρμαρόπετρες θα κρατήσουν στους αιώνες αστείρευτη, όπως οι «ασύρωτες» πηγές του Κρυονερίου, στις οποίες το χωριό οφείλει το προηγούμενο όνομά του «Α(σ)συρώτοι».
Καλότυχες, γιατί πάντα θα παίρνουν τιμή από την τιμή που αυτοδίκαια θα απονέμεται και στα δύο αξιότιμα αυτά πρόσωπα.
* * *
Και για τα στοιχεία που στοιχειοθετούν το αξιότιμο του τιμώμενου Νίκου Καζαντζάκη1, τι να πρωτοπεί κανείς!
Τι να πρωτοπεί για τον (κυνηγημένο) κυνηγό της γνώσης και της αλήθειας στα δύσβατα μονοπάτια της αναζήτησης, το στοχαστικό ορειβάτη των άβατων κορυφών του μυστηρίου της ζωής και του θανάτου! Τον άνθρωπο που ακολούθησε τον ανηφορικό δρόμο ως στόχο και δικαίωση της ζωής, αλέθοντας με τις μυλόπετρες του νου του τις πιο τραχιές ιδέες για τροφή και καίγοντας άπειρα είδωλα με τα πυρά της τρομερής «Κρητικής Ματιάς» του, όπως ονόμασε τον αγέρωχο τρόπο θέασης του κόσμου! Τον ακούραστο και ακόρεστο αντάρτη, το χαλαστή και χτίστη Πρωτομάστορα! Τον άνθρωπο που σε όλη του τη ζωή ήταν «το χελιδονόψαρο που τινάζεται από τα νερά μοχτώντας να ξεπεράσει τη φύση του κι ο μεταξοσκούληκας που κάνει το σπλάχνο του μετάξι»! («Αναφορά στον Γκρέκο»), αφήνοντας ένα έργο μέσα από το οποίο αναδείχθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους λογοτέχνες σε παγκόσμιο επίπεδο και ως ο περισσότερο μεταφρασμένος παγκοσμίως, ως συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, δοκιμιογράφος, αρθρογράφος, δημοσιογραφικός ανταποκριτής, μεταφραστής και προπαντός φιλόσοφος.
Τι να πρωτοπεί κανείς γι’ αυτόν τον Κρητικό Όμηρο και Κρητικό Οδυσσέα, που με το γερό σκαρί του έργου του ταξιδεύει και θα ταξιδεύει σ’ όλο τον κόσμο, προβάλλοντας παντού τη σκαλισμένη στο ακρόπλωρό του ΚΡΗΤΗ ως χώρο και, προπαντός, ως ιδέα!
Τι να πρωτοπεί κανείς γι’ αυτόν τον ανδρείο άντρα, που παρά τους στοχαστικούς του μαιανδρισμούς δεν έκανε υπέρβαση του βασικού του στόχου, που ήταν η διαρκής ανάβαση!
Τι να πρωτοπεί κανείς για ένα αγωνιζόμενο διανοητή που έφτασε στα έσχατα όρια της εναγώνιας εσωτερικής αναζήτησης, για την ουσία του μεγάλου φιλοσόφου – συγγραφέα, που δεν είναι μόνο (ή τόσο) ο μηδενιστικός πεσιμισμός, ο διονυσιακός μηδενισμός, η ανάβαση για την ανάβαση, αλλά και η ηρωική κατάφαση της ζωής, της ανθρώπινης μοίρας!
(Ανοίγω παρένθεση εδώ: Ο Καζαντζάκης δεν έχει ανάγκη από κανένα σημερινό απολογητή για λογαριασμό του. Όμως δεν μπορεί κανείς να τον νιώσει -όχι κατ’ ανάγκη να ασπαστεί απόλυτα τις απόψεις του-, αν δεν τον δει χωρίς καμιά παραποιητική μεμβράνη στα μάτια, με οικουμενική ματιά)
* * *
Μα αν για το διάσημο Νίκο Καζαντζάκη είναι λίγα όσα πολλά κι αν πούμε, μήπως για την άσημη Μαργή Χριστοδουλάκη, το δωδέκατο παιδί του Ασσυρωτιώτη Γεωργίου Χριστοδουλάκη (ή και της Σισανής Ελένης Ρασούλη, μήπως είναι πολλά όσα λίγα κι αν πούμε;
«Άσημη» ναι, αλλά όχι ασήμαντη, γιατί, όπως λέει η σοφή κρητική μαντινάδα του Γιώργη Λέκκα:
Η ρίζα θρέφει τη γ-κορφή /κι η ρίζα την ξεραίνει
κι ας βρίχνεται χωστή στη γης / και καταφρονεμένη
Εξάλλου, ο Παντελής Πρεβελάκης, ο αγαπημένος μαθητής και φίλος του Καζαντζάκη, στα ώριμά του χρόνια γράφει: «O συγγραφέας δεν είναι άτομο, είναι λεγεών. Ποιος διαμόρφωσε την προσωπικότητά του, παρά ο κόσμος που τον αγάπησε; Οι γονιοί του, οι δάσκαλοί του, οι ήρωες που θαύμασε ως μυθικά πρότυπα και οι άγιοι που λάτρεψε ως μεσάζοντες μεταξύ Θεού και ανθρώπων: μ’ ένα λόγο, οι ζωντανοί και οι νεκροί». 2
O ίδιος ο Καζαντζάκης επηρεασμένος από την ψυχανάλυση δίνει μεγάλη σημασία στην παιδική του ηλικία: «…Στορώ με λεπτομέρειες την παιδική μου ηλικία, όχι γιατί είναι μεγάλη η γοητεία από τις πρώτες θύμησες, παρά γιατί στην ηλικία αυτή, όπως και στα ονείρατα, ένα ασήμαντο φαινομενικά περιστατικό ξεσκεπάζει, όσο καμιά αργότερα ψυχολογική ανάλυση, χωρίς φτιασίδια, το αληθινό πρόσωπο της ψυχής». («Αναφορά στον Γκρέκο»)
Η όμορφη Μαργή δεν βύζαξε μόνο γάλα το Νίκο, το πρωτότοκο παιδί που απέκτησε μόλις στα εικοσιένα της από το γάμο της με το Μιχάλη Καζαντζάκη [(1856-1932), τον έμπορο και κτηματία από τους Βαρβάρους (σημερινή Μυρτιά) Πεδιάδος Ηρακλείου].
– Μέσα από τα νανουρίσματά της ή το σιγοτραγούδισμά της την ώρα της λάτρας του σπιτιού ή της ύφανσης στον αργαλειό εναπέθετε το σπόρο της ποίησης και της μουσικότητας στην ψυχή του λατρευτού σπλάχνου της.
– Με τα λαϊκά παραμύθια που του αφηγούνταν λίγο αργότερα για να τρώει το φαί του η στις κρύες νύχτες του χειμώνα και μέσα στη βαριά ατμόσφαιρα της τουρκοκρατούμενης Κρήτης του ενστάλαξε το μυθοπλαστικό σπόρο, που θα βλαστήσει θα καλοκορμίσει και θα πολυκλαδίσει μυθιστορηματικά.
Και όλα αυτά χωρίς φυσικά να έχει καμιά αίσθηση ή διαίσθηση για τη συμβολή της στην επώαση και εκκόλαψη του έργου του γιού της, ότι γέννησε παιδί ξεχωριστό και περίφημο, που θα μίλαγε κάποτε γι’ αυτό όλος ο κόσμος και μαζί του θα μνημόνευαν κι εκείνη την ταπεινή, την αγράμματη μάνα των απλών λέξεων και των σεμνών νοημάτων. Την αγράμματη αλλά όχι αμόρφωτη.
* * *
Ο Ν. Καζαντζάκης είναι ένας… τροφοσυλλέκτης της ιστορίας, ελληνικής -τοπικής ή εθνικής- και παγκόσμιας, ένας ευαίσθητος παλμογράφος των αλληλοδιαδεχόμενων γεγονότων της εποχής του και κυρίως η ηχώ, η συνήχηση ή η αντι-ήχηση των πολιτικών και ιδεολογικών αντιθέσεων και αντιφάσεων του 20ού αιώνα, που λειτούργησαν ως κινητήρια δύναμη για την πνευματική του δημιουργία.
Μέσα, όμως, στις δημιουργικές επιδράσεις του μικρόκοσμου του μικρού Καζαντζάκη πρέπει ασφαλώς να εντάξουμε -αν όχι να προτάξουμε- και την έντονη αντίθεση μεταξύ της ήπιας και στωικής μητέρας του και του υπερβολικά αυστηρού πατέρα του Μιχάλη Καζαντζάκη, που τον περιγράφει μεταπλασμένο λογοτεχνικά στο έργο του «Ο Καπετάν Μιχάλης», που ο αρχικός του τίτλος ήταν «Mon Pere» ( «ο πατέρας μου»).
Πιο άμεσα, στο έργο του «Συμπόσιον» γράφει: «Δε θυμούμαι ποτέ να μου ’πε λόγο τρυφερό, ποτέ να με χαδέψει. μου παρέδινε τη φλόγα της γενεάς αγέλαστος, σκληρός και με πρόσταζε να τους ξεπεράσω όλους σε δύναμη, σε περηφάνια και σε πείσμα…». Επίσης, στην «Αναφορά στο Γκρέκο» γράφει: «Ο πατέρας μου σπάνια μιλούσε, δε γελούσε, δε μάλωνε – κάποτε μονάχα έτριζε τα δόντια του ή έσφιγγε τη γροθιά του, κι αν τύχαινε να κρατάει πετραμύγδαλο, έστριβε τα δάχτυλά του και το έκανε σκόνη (…) βαρύσκιωτος, αβάσταχτος».
Αντίβαρο στον βαρύ και οργίλο πατρικό χαρακτήρα, θα είναι η μητρική στοργή. Στην «Αναφορά στο Γκρέκο» λέει για τη μητέρα του:
«Η μάνα μου ήταν μια άγια γυναίκα. Πώς μπόρεσε πενήντα χρόνια (…) να νιώθει πλάι της την αναπνοή του Λιόντα (…)Είχε την υπομονή και τη γλύκα της γης. Ποτέ δεν είχα δει την μάνα μου να γελάει – χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους, γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ’χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη.
Μπορεί και να ’ναι η νεράιδα, συλλογίζουμουν κοιτάζοντάς-τη σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια, και κινούσε το παιδικό μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντηλο, κι από τότε την έφερε στο σπίτι και ψάχνει να βρει το κεφαλομάντηλο, να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει.
Την κοίταζα να πηγαινοέρχεται, ν’ ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω από το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρει το μαγικό κεφαλομάντηλο της και γίνει άφαντη. Η τρομάρα αυτή βάσταξε χρόνια και λάβωσε βαθιά τη νιογέννητη ψυχή μου κι ακόμα και σήμερα αποκρατάει μέσα μου πιο ανομολόγητη η τρομάρα ετούτη: παρακολουθώ κάθε αγαπημένο πρόσωπο, κάθε αγαπημένη ιδέα, με αγωνία, γιατί ξέρω πως ζητάει το κεφαλομάντηλό της να φύγει».
* * *
Στην «Αναφορά στο Γκρέκο» (το τελευταίο -θυμίζω- έργο του και απολογισμό της ζωής του στο συμπατριώτη του Δομίνικο Θεοτοκόπουλο), γράφει: «Μια λέξη πάντα, σε όλη μου τη ζωή, με τυραννούσε και με μαστίγωνε· η λέξη Ανήφορος». Και παρακάτω «Τι φοβερός Ανήφορος από τον πίθηκο στον άνθρωπο, από τον άνθρωπο στο Θεό»! Επίσης στην «Ασκητική» του: «Στο Σύμπαν δυο δρόμοι υπάρχουν: Ο Ανήφορος, που οδηγεί στη Αθανασία και ο Κατήφορος, που οδηγεί στο Θάνατο… Ακολούθα μόνο τον Ανήφορο. Έτσι ξεκινά η Πορεία… Ο Θεός ανεβαίνει τον Ανήφορο… Χρέος μας να ακολουθούμε το Θεό στην Ανηφόρα».
Σ’ αυτό τον ανήφορο είχε συμπάσχοντα συνοδοιπόρο την άυλη παρουσία της μητέρας του, τη μορφή της οποίας είχε κλείσει αναλλοίωτη στην καρδιά του μαζί με τις παιδικές αναμνήσεις του από τη συμβίωσή τους, προβάλλοντας τον παρελθοντικό χρόνο στον παροντικό του. Την εικόνα της Μάνας του: «Της μάνας των προσευχών και των ευχών / Των οραμάτων και των ταμάτων / Των στεναγμών και δακρυσταλαγμών / Των χαιρετισμών κι αποχαιρετισμών / Της στέρησης και εγκαρτέρησης / Της αφάνειας και περηφάνιας / Των κρίνων και των θρήνων»!…/ Της Μάνας τροφού, δασκάλας, οδηγού, / προστάτη άγγελου και καταφύγιου. / Με τη χλωμάδα της ξαγρύπνιας και / τον ιδρώτα της αγόγγυστης αναμονής / Της άμετρης και αγέραστης αγάπης / Του νανουρίσματος και του παραμυθιού / Των ξορκισμάτων και ξεματιασμάτων / Της γνώσης των μύχιων σκέψεων και καημών / Της πρόγνωσης των «επισκέψεων» του κακού / Του ξεπικρίσματος και ξεπονέματος / Της δίχως βαρυγγόμηση συγγνώμης / και της αυταπάρνησης / της Μάνας που όλα μικρά / το μεγαλείο της τα κάνει».3
Και δεν είναι τυχαίο ότι παράλληλα με τη μορφή της μάνας του τον ακολουθούσε στον ανήφορό του ο παιδικός του φόβος για την εγκατάλειψη της μητρικής αγκαλιάς, όπως προαναφέρθηκε.
* * *
Καλότυχος τόπος και αυτή η μαγευτική τοποθεσία που αξιώθηκε να δεχτεί τις προτομές του Νίκου Καζαντζάκη και της μάνας του όχι σαν μετανάστες, ούτε σαν πρόσφυγες αλλά ως ντόπιους επαναπατριζόμενους. Ο τόπος που πρωτοαντίκρυσαν και φωτογράφησαν τα μάτια του συγγραφέα επενδύοντας εικονογραφικά και φυσιολατρικά στο μέλλον…
Από αυτόν τον περίτεχνα διαμορφωμένο εξώστη θα ξεκινά το βλέμμα («Κρητική ματιά») του βουνολάτρη και πνευματικού ορειβάτη Καζαντζάκη, για να σκαρφαλώνει στα Ταλαία και στον Ψηλορείτη, ενώ ο ίδιος θα σιγοτραγουδά στίχους της Οδύσσειάς του με τη συνοδεία του βλέμματος και του γλυκόπικρου μειδιάματος της μάνας του:
Χαρά στου ιερού βουνού τη μοναξιά, στον καθαρό αέρα,
ν’ ανηφορίζεις μοναχός μ’ ένα δαφνόφυλλο στα δόντια…(Ξ, στ. 1-2)
Και να μη λες: θα πάω δεξά, θα πάω ζερβά∙ μα να φυσούνε
κι οι τέσσερις ανεμικές στο σταυροδρόμι του μυαλού σου
κι όσο ανεβαίνεις το Θεό ν’ ακούς ολούθε να αναπνέεις…(Ξ, 6-8)
Και να κινάς για τ’ άπιαστα πουλιά, το νου ν’ αφήνεις πίσω
και τη ζωή τη βροντοκούδουνη και τη χαρά την Κούρβα.( Ξ, 17-18)
* * *
Αυτός ο τόπος θα λειτουργεί σαν ορχήστρα αρχαίου θεάτρου, όπου σαν μέσα από χαρώνιες κλίμακες θα αναδύονται οι ψυχές της μάνας και του γιου, θα ενσωματώνονται στις γήινες μορφές τους και θα ζωντανεύουν οι σκηνές που μετουσίωσε λογοτεχνικά ο συγγραφέας στο έργο του «Αναφορά στον Γκρέκο»:
«Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο – καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να ’ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα. Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου».
– Τώρα, όμως, θα της αφηγείται όχι των αγίων αλλά τα πάθη της πολύπαθης ψυχής του, τα μαρτύρια της δικής του… αγιοσύνης, γιατί κι ο ίδιος «άγιασε» μες στο αγιάζι της κακοτράχαλης πνευματικής και ψυχικής ανηφόρας που επέλεξε, όπως ο ίδιος λέει «Ολοζωής αγωνιζόμουν να τεντώσω το μυαλό μου, ωσότου να τρίξει, να κοντεύει να σπάσει, να δημιουργήσω μια μεγάλη ιδέα, που να μπορέσει να δώσει καινούργιο νόημα στη ζωή, καινούργιο νόημα στο θάνατο και να παρηγορήσει τους ανθρώπους» («Αναφορά στο Γκρέκο»). Θα της αφηγείται το δικό του Γολγοθά, γιατί κι αυτός σταυρώθηκε με τον τρόπο του από τους «Γραμματείς και Φαρισαίους» του καιρού του. Κι αυτή σαν «μάνα Παναγιά» θα τον ακούει με υπομονή και δάκρυα στα μάτια. Θα συμφωνεί με τη σιωπή της ή θα διαφωνεί με τη σιωπή της. Μα πάντα σαν μάνα θα κατανοεί και θα τον παρηγορεί λέγοντάς του ότι τις «υψηλές κορυφές των δέντρων κτυπούν οι κεραυνοί» ή ότι «τα καρποφόρα δέντρα πετροβολούν». Ίσως όμως και σα μάνα που στερήθηκε το γιο της να του απαντά με τα λόγια που έβαλε ο Κώστας Βάρναλης στο στόμα της Παναγίας κάτω από το Σταυρό:
Α! πώς είχα σα μάνα κι᾿ εγώ λαχταρήσει
(ήταν όνειρο κι᾿ έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ᾿ άλλα σου αδέλφια να σ᾿ είχα γεννήσει
κι᾿ από δόξες αλάργα κι᾿ αλάργα από μίση! 4
– Θα πίνουν από το κρύο νερό της διπλανής βρύσης και θα κάθονται στα πεζούλια και θα ρεμβάζουν…
– Θα κουβεντιάζουν και για τα μικρότερα αδέλφια του Νίκου: την Αναστασία, την Ελένη και το Γιώργο, που πέθανε σε βρεφική ηλικία…
– Θα «πετιούνται» στο πανωχώρι, στο σπίτι όπου γεννήθηκε ο Νίκος (στις 18 Φεβρουαρίου του 1883), το στοιχειωμένο από αναμνήσεις αλλά και ερειπωμένο και άβατο λόγω βάτων και θα κάνουν όνειρα για την αναστήλωσή του, για το καλό του χωριού τους πρώτα απ’ όλα…
– Θα αναθυμούνται τα χρόνια της διπλής προσφυγιάς μέσα στη δίνη των κρητικών επαναστάσεων: πρώτα στην επανάσταση του 1889, οπότε η οικογένεια Καζαντζάκη -με το Νίκο εξάχρονο παιδάκι- κατέφυγε στον Πειραιά για έξι μήνες, και αργότερα, το 1897, με την έκρηξη της τελευταίας κρητικής επανάστασης, οπότε η οικογένεια -με αυτόν δεκατετράχρονο πια- εγκαταστάθηκε στη Νάξο, όπου παραμένει για δύο περίπου χρόνια. Αλλά και τα χρόνια της Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας, που ακολούθησαν και η οικογένεια επέστρεψε οριστικά στην Κρήτη (Ηράκλειο) και ο Νίκος ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές, το 1902…
– Θα της αφηγείται σχετικά με την περιπέτειά του στον Καύκασο (ως γενικός διευθυντής του Υπουργείου Περιθάλψεως το διάστημα 1919-1920 της Κυβέρνησης του φίλου του Βενιζέλου) για τη σωτηρία και τον επαναπατρισμό 150.000 Ελλήνων προσφύγων (που βρέθηκαν στη δίνη των κοινωνικοπολιτικών ανακατατάξεων στην περιοχή και υπέστησαν τις διώξεις των Μπολσεβίκων ως αντίποινα στην εχθρική γι’ αυτούς πολιτική του Βενιζέλου. Εμπειρίες που αξιοποιήθηκαν πολύ αργότερα στο μυθιστόρημα « O Xριστός Ξανασταυρώνεται»). Παράλληλα θα προσπαθεί να της δικαιολογήσει τη δική του «φυγή» στη Δυτική Ευρώπη μετά από τη Μ. Καταστροφή, απογοητευμένος από την πολιτική και πνευματική κατάσταση της Ελλάδας…
– Θα αφηγείται στην αταξίδευτη μάνα του τα πολυάριθμα ταξίδια που έκανε σε Ανατολή και Δύση πλουτίζοντας τις γνώσεις του αλλά και τροφοδοτώντας τη σκέψη του και το συγγραφικό του έργο υπό το γενικό τίτλο «Ταξιδεύοντας». Και ’κείνη η αταξίδευτη θα κλείνει τα μάτια της και θα συνταξιδεύει με τη φαντασία της χαμογελώντας…
– Θα της αφηγείται για τις εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής που συνάντησε, μα πιο πολύ για τον ανθρωπιστή γιατρό Αλβέρτο Σβάιτσερ και το φίλο του Ζορμπά, που «τον έμαθε ν’ αγαπά τη ζωή και να μη φοβάται το θάνατο»…
– Θα της μιλά για τη δεύτερη γυναίκα του την Ελένη, που τόσο της έμοιαζε στην ψυχή, και ήταν το στήριγμα της ζωής του…
* * *
Ίσως τίποτε από αυτά να μη συμβεί ανάμεσα στις δυο ασάλευτες πέτρινες μορφές. Ίσως όμως κάποιες νύχτες να… φυτρώνουν χέρια στη στήλη της μάνας για να αποκρεμιέται ν’ αγκαλιάζει το γιο της! Όλα τα μπορεί η καρδιά της μάνας, ακόμη και της μαρμαρωμένης! Όπως και η φαντασία του ανθρώπου…
Μήπως, όμως, τελικά όσα πολλά κι αν πούμε είναι λίγα για την κυρά Μαργή; Μήπως είναι και περιττά; Μήπως, αν είχε πραγματική φωνή η προτομή της, θα μας έλεγε: «Εγώ γέννησα τον Καζαντζάκη. Αυτό, δε σας φτάνει; Αυτό τα λέει όλα»…
* * *
Μεγάλη μέρα σήμερα…
Το μνημείο και η εκδήλωση των αποκαλυπτηρίων περιποιούν μεγάλη τιμή σε όλους τους συντελεστές τους και με οποιαδήποτε ιδιότητά τους5.
Ιδιαίτερη τιμή ανήκει στον Πολιτιστικό Σύλλογο Κρυονερίου «Οι Ασσυρώτοι» που είχε την έμπνευση της ανέγερσης των προτομών και φυσικά στη κα Φωτούλα Χριστοδουλάκη-Σιγανού, τελευταία στενή συγγενή της μητέρας του Καζαντζάκη, που χρηματοδότησε τις προτομές. Η δωρεά της είναι πολιτιστική -και όχι μόνο- επένδυση τεράστιας αξίας και το μέλλον της επιφυλάσσει ανάλογο αντίδωρο μνήμης.
Θεωρώ, φυσικά, αυτονόητο ότι το μητρογονικό και γενέθλιο χωριό Κρυονέρι (π. Ασσυρώτοι) και το πατρογονικό Μυρτιά (π. Βαρβάροι) είναι δύο πόλοι που δεν θα λειτουργούν πολωτικά. Η αδελφοποίηση μάλιστα που έγινε μεταξύ τους αποκλείει κάτι τέτοιο και περικλείει την πρόθεση συλλειτουργίας και αντιμονοπώλησης. Σε τελική ανάλυση ο Καζαντζάκης είναι ένας οικουμενικός συγγραφέας και στοχαστής και αυτό είναι η κοινή πηγή υπερηφάνειας και των δύο χωριών, όπως και της Κρήτης ολόκληρης και της Ελλάδας επίσης.
Εύχομαι οι άνθρωποι να σεβαστούν περισσότερο από το χρόνο το τόσο τιμητικό μνημείο για τον τόπο. Γιατί οι φθορές του χρόνου είναι φυσικές, ενώ των ανθρώπων αφύσικες. Να το σεβαστούν, για να μπορούν πρώτοι απ’ όλους οι Κρυονερίτες να λένε με καμάρι: Να, τέτοιους βγάζει ο τόπος μας.
1. Γιώργος Φρυγανάκης: «Καζαντζάκη Ανάβαση» (Αναφορά στη ζωή και στο έργο του Ν. Καζαντάκη), Περιοδ. ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ Συνδέσμου Φιλολόγων Ρεθύμνου, Τ. 6, Νοέμ. 1998.
2. Παντελής Πρεβελάκης: Το Ρέθεμνος ως ύφος ζωής, Αθήνα 1977.
2. Γ. Φρυγανάκης : «Στη μάνα», Αντιποιητικά, Εκδόσεις Carpe Limproym, Aθήνα 2016 (απόσπασμα)
3. Κώστας Βάρναλης, «Η μάνα του Χριστού» (απόσπασμα).
4. Διοργανωτής: Πολιτιστικός Σύλλογος Κρυονερίου «Οι Ασσυρώτοι». Συνδιορανωτές φορείς: Περιφέρεια Κρήτης, Δήμος Μυλοποτάμου (Οργανισμός Πολιτισμού-Τουρισμού & Νέας Γενιάς «Ο Αυλοπόταμος», Διεθνής Εταιρεία Φίλων Νίκου Καζαντζάκη (ΔΕΦΝΚ).
ΓΙώργος Φρυγανάκης