Τον Γιώργο Κουτζόγλου τον γνώρισα το καλοκαίρι του 1982 σε ένα από τα όμορφα καλοκαιρινά χανιώτικα βράδια, εποχές πιο αγνές, σ’ ένα ταβερνάκι στο λιμάνι, που λειτουργεί σε παρόμοια μορφή μέχρι σήμερα. Μια μικρή κάμαρα, ένας σοφάς στον τοίχο, λίγα τραπέζια δίπλα στο μαγερειό και μερικά τραπεζάκια έξω. Ήτανε το στέκι με τ’ όνομα «Φάκα». Εκεί συχνάζανε κυρίως φοιτητές και νεολαία κι όλο και κάποιος έφερνε ένα οργανάκι, κατέβαζαν και την κιθάρα που υπήρχε στον τοίχο και ξεκίναγε το γλέντι. Γλέντι αληθινό με φωναχτά τα ρεμπέτικα, όσοι είχαν φωνή και τα γνώριζαν, σε ένα γενικότερο περιβάλλον με την ατμόσφαιρα της εποχής. Κάποια βραδιά ο Γιώργης πέρασε από το στέκι και χωρίς πολλές συστάσεις αφού τον ήξεραν οι λίγο μεγαλύτεροι, μπήκε στην παρέα. Γεμάτο το ταβερνάκι μέσα και μία παρέα όλοι. Ο Γιώργης πήρε το μπουζούκι. Εκεί ήταν και ο Γιάννης με το ακορντεόν, εγώ ως κιθαρίστας, ο Τάκης με το μπαγλαμά και το γλέντι συνεχίστηκε με μεγαλύτερο κέφι και όρεξη αφού ένας μουσικός από τα παλιά, ένας ρεμπέτης πραγματικός, έπαιζε με μαεστρία το τρίχορδο, τραγουδούσε όμορφα κι έπαιζε τραγούδια, που πολλά από αυτά δεν γνωρίζαμε.
Μακαρίζαμε την τύχη μας που γνωρίσαμε ένα τέτοιο μουσικό και άνθρωπο που ήταν αυτό που εμείς ψάχναμε, τους παλιούς ρεμπέτες που έπαιξαν στα πάλκα 40 και 50 χρόνια πριν! Μου έκανε εντύπωση πως από την πρώτη στιγμή ήταν τόσο φιλικός και ευπροσήγορος, τόσο άνετος με τους νέους, πραγματικός μάγκας! Αρκετά τραγούδια από εκείνη τη βραδιά σώθηκαν σε μία κασέτα αφού ο καλός μου ξάδερφος Γιάννης κατάφερε να ηχογραφήσει με ένα μαγνητοφωνάκι που υπήρχε εκεί. Κάποια από αυτά ούτε καν τα είχαμε ακούσει και βρήκαμε την πρώτη τους εκτέλεση πρόσφατα στο διαδίκτυο. Το παίξιμο στην «Παραγουάη» του Τσιτσάνη που έκανε ο Γιώργης τον παρακάλεσα να μου το δείξει και όταν αργότερα εγώ το έπαιζα σε αναγνωρισμένους μπουζουξήδες με θαύμαζαν και ρωτούσαν, πού το έμαθα. Εκείνο το βράδυ πέρασε και ένας άλλος ρεμπέτης ο Νίκος ο Γιαννακόπουλος, με τον οποίο έπαιζαν μαζί στην «Αποσπερίδα» τον προηγούμενο χειμώνα. Ήταν μια βραδιά ονειρεμένη, από αυτές που στη ζωή δεν τυχαίνουν και τόσο συχνά.
Εμείς ως φοιτητές συνεχίσαμε τις καθημερινές μας ασχολίες. Μετά απ’ αυτό το βράδυ θυμάμαι τον Γιώργη στην κάβα που διατηρούσε τότε στην αρχή της Χάληδων και καμιά φορά έμπαινα και τα λέγαμε. Τον θυμάμαι να παίζει μαζί με κομπανία στα φεστιβάλ της ΚΝΕ που γινόταν εκείνα τα χρόνια στα Πευκάκια της Νέας Χώρας. Τα χρόνια πέρασαν, εγώ στα Χανιά είχα τις δραστηριότητες μου και με τις δυσκολίες της βιοπάλης χαθήκαμε. Πάντα ασχολιόμουν με την έρευνα πάνω στο ρεμπέτικο, έτσι το 2008 μετά τη δημιουργία ενός μπλογκ στο ίντερνετ, σκέφτηκα να βρω το φίλο μου το Γιώργη να μου πει για τη ζωή του. Μετά από μια τυχαία συνάντηση με το γιο του Αντώνη, βρεθήκαμε. Λες και το περίμενε ο κυρ Γιώργης τα είχε όλα τακτοποιημένα στη μνήμη του και μου εξιστορούσε τη ζωή του από τα μικράτα του, ιστορίες και των δύο οικογενειών που είχανε έρθει από τη Μικρά Ασία, τη δε μητέρα του μόλις είχε χάσει σε ηλικία 100 χρονών.
Το Σεπτέμβρη του 2008 στη “Νέα Τηλεόραση” στη ζωντανή εκπομπή του Γιάννη Αγιασμενάκη έγινε αφιέρωμα στον Γιώργο Κουτζόγλου, όπου συμμετείχαν οι φίλοι μουσικοί: Γιώργος Μαυροδημητράκης, Γιάννης Μπλαζουδάκης, Μανώλης Φλεμετάκης και Δήμητρα Παπαγεωργίου ενώ παρευρέθηκαν μέλη της οικογένειας του. Με το δικό του μερακλίδικο τρόπο τραγούδησε και έπαιξε μπουζούκι, διασκέδασε και συγκίνησε τους μεγαλύτερους σε ηλικία Χανιώτες. Όταν μετά τον έβλεπα, μου έλεγε ξανά και ξανά πως «όλοι στο δρόμο με σταματούν και μου κάνουνε συχαρίκια!». Στο σπίτι του γιου του Μιχάλη στο Ακρωτήρι έγινε ένα τρικούβερτο γλέντι με όλη την οικογένεια, όπου παίξαμε οι δυο μας για αρκετές ώρες και μόνο το χαμόγελο και η ικανοποίηση του, έδινε και σε μένα ακόμα περισσότερη χαρά.
Ο παπα Αντώνης Σαπουνάκης βλέποντας την εκπομπή, μας πρότεινε να συμμετάσχουμε σε μία εκδήλωση για την 28η Οκτωβρίου, στην αίθουσα του Αγ. Κωνσταντίνου. Συμμετείχαμε η ίδια παρέα, με τραγούδια εκείνης της εποχής και τη «Νέα Χώρα», το τραγούδι του κυρ Γιώργου. Τότε έγινε και σε μένα η πρόταση από τους Γιώργο Πιτσιτάκη και Αργ. Μαυρεδάκη να συμμετάσχω στην έρευνα για τη μουσική στη «Νέα Χώρα» εν όψει της έκδοσης βιβλίου.
Αυτό σήμαινε καινούργιες ώρες συνεντεύξεων με τον Γιώργο, στο σπίτι του κυρίως, με συνοδεία τις λιχουδιές της κυρίας Σούλας και με πενιές από το μπουζούκι του. Προέκυψαν σημαντικές διηγήσεις για τη ζωή στη Σμύρνη όπως θυμόταν από τον πατέρα του, αλλά και τη ζωή και τις διασκεδάσεις στα Χανιά τις περασμένες δεκαετίες. Μάχιμος στο μπουζούκι, μου έπαιξε μια μέρα το «Σταφιδιανό σκοπό» που δεν τον είχα ξανακούσει να παίζει.
Η παρουσίαση της έκδοσης του βιβλίου «Η αλίβρεκτος Νέα Χώρα» τον Αύγουστο του 2014 στην αυλή του Αγ. Κωνσταντίνου ήταν ένα πανηγύρι. Ο Γιώργης σε ηλικία 89 ετών δεν μπορούσε πια να παίξει, αλλά παίξαμε το τραγούδι του, με τον Στράτο Κυριμάκη, τον Γιώργο Κοτζαμάνη και το Βαγγέλη Μαυροδημητράκη.
Συνοπτική βιογραφία
Ο Γιώργος Κουτζόγλου, γεννήθηκε το 1925 στη Νέα Χώρα, στα Χανιά από μικρασιάτες γονείς. Ο πατέρας του Μιχάλης τραγουδούσε ωραία αμανέδες κι έπαιζε μαντολίνο. Σαν ήταν μικρός πήγαιναν οικογενειακές εκδρομές τις Κυριακές στα περίχωρα και γλεντούσαν με τραγούδι και όργανα, με τους Ερηνάκη, Κουμή, Πλεύρη κ. ά. Δεκατριών χρονών έπιασε δουλειά στο κουρείο του Σαρρημανώλη και του Ασυλλόγιστου κι εκεί άκουσε πρώτη φορά μπουζούκι από το Σαρρημανώλη. Στα κλεφτά έμαθε μέσα σε ένα – δύο χρόνια να παίζει καλά. Το 1944 έγραψε ένα λαϊκό τραγούδι, «Στη Νέα Χώρα μια βραδιά» για την καρδιά μιας όμορφης Νεοχωρίτισσας που ήταν ο πρώτος έρωτας του.
Νέα Χώρα
(Στίχοι – Μουσική, Γιώργος Κουτζόγλου)
Στη Νέα Χώρα μια βραδιά, θα πάω να γλεντήσω
μιας όμορφης μελαχρινής, θέλω να της μιλήσω.
(Ρεφραίν)
Στη Νέα Χώρα, στη Νέα Χώρα, έχω νταλκάδες τώρα,
στη Νέα Χώρα, στη Νέα Χώρα έχω καψούρα τώρα.
Γι’ αυτά τα μαύρα μάτια σου, τα βράδια ξενυχτάω
κι απ’ έξω από την πόρτα σου για σένα τραγουδάω.
Άγιε μου Κωνσταντίνε μου με τα καμπαναριά σου
να μου φυλάς την κοπελιά πού ’ναι στη γειτονιά σου.
Το 1945 τον έπιασαν οι Γερμανοί στο μπλόκο της πλατείας Βαφέ και φυλακίστηκε στην Αγιά. Εκεί ε-μπνεύστηκε ένα ακόμα τραγούδι σε ρυθμό απτάλικο.
Αγιά και Επανορθωτικές
(Στίχοι – Μουσική, Γιώργος Κουτζόγλου)
Δεκαοχτώ χρονών παιδί, με βάλανε στη φυλακή
Για σένα μαυρομάτα μου, χαράμισα τα νιάτα μου
Με άλλον βγαίνεις και γελάς και μένα πού με παρατάς
Αντιλαλούν δυο φυλακές, Αγιά και Επανορθωτικές.
Μετά τον πόλεμο νοίκιασε ένα καφενείο στην πλατεία Βαφέ και συχνά διασκέδαζε τις παρέες των Νεοχωριτών. Τα επόμενα χρόνια άρχισε να παίζει πιο εντατικά. Το 1946 στου «Ζαχάρη» την ταβέρνα, στις παράγκες των Νέων Καταστημάτων. Στη συνέχεια με την κομπανία «Κουτζόγλου, Κατινάρης, Βαμβακάς» έπαιζαν στου «Λαμπαθέ» στου Μπόλαρη αλλά και στον καινούριο ραδιοφωνικό σταθμό του Δασκαλάκη, στην οδό Ελ. Βενιζέλου (Ρέμβη). Το 1950 στο «Λούκουλο», στο Σαντριβάνι με τραγουδίστρια τη Μαίρη Κοκκίνου και το 1952 με το Γιώργο Τσιμπίδη. Στη συνέχεια στου «Τρύφωνα» στη Νέα Χώρα, όπου μεταξύ άλλων συνεργάστηκε με το Λουκά Νταράλα και τη Ρίτα Σακελλαρίου.
Το 1955 σταμάτησε να παίζει σε κέντρα και εργάστηκε ως υπάλληλος σε κατάστημα. Το 1957 παντρεύτηκε με την Αθανασία Μιχελάκη και απέκτησαν δύο αγόρια, το Μιχάλη και τον Αντώνη. Από το 1962 ασχολήθηκε με το χονδρεμπόριο ζαχαρωδών, καφέδων κ.ά. Όταν ανέβαινε στην Αθήνα, ο Λουμίδης ευχαριστημένος από τη συνεργασία τους, τον κερνούσε στα κέντρα της εποχής. Με την καθιέρωση των Super Market, άφησε τη δουλειά αυτή και άνοιξε μια κάβα στην αρχή της οδού Χάληδων. Το 1991 πλέον συνταξιοδοτήθηκε. Με το μπουζούκι συνέχισε να διασκεδάζει τους Χανιώτες σε παρέες, εκδρομές και εκδηλώσεις. Το 1981-82 έπαιξε στην «Αποσπερίδα», εποχή της αναβίωσης του ρεμπέτικου. Συμμετείχε πρόθυμα οπουδήποτε προσκλήθηκε στην αγαπημένη του συνοικία και ιδιαίτερα στο ΚΑΠΗ της Νέας Χώρας. Πάντα με το χαμόγελο και την καρδιά ενός μικρού παιδιού. Είδε τα παιδιά του να έχουν καλές δουλειές και να δημιουργούν οικογένεια. Του χάρισαν τέσσερα εγγόνια και απόλαυσε ευτυχής και αιωνόβιος, τους καρπούς μιας δύσκολης ζωής!
Βιβλίο ολόκληρο η ζωή του Γιώργου Κουτζόγλου, από το κουρείο του Ασυλλόγιστου μέχρι τα Λαζαρέτα, από την αντίσταση με τα τραγούδια του, μέχρι το αρχοντικό του Σουλάκου, από τη Βενετία ψάχνοντας το Μάριο μέχρι το ταξίδι στη Μικρά Ασία και τόσα άλλα. Αείμνηστε φίλε Γιώργο, δώρο για μένα η φιλία σου, ας είσαι μακάριος στον Παράδεισο, σε ευχαριστούμε για τις όμορφες στιγμές που μας χάρισες!
Αξέχαστος!!!