«Αυτό που ζητάς, σε κάθε περίπτωση, είναι αυτό που θα κάνεις να έχει ψυχή. Σηµασία, δηλαδή, έχει τι βλέπει κανείς και τι έχει να πει». Ο καταξιωµένος, µε διεθνή καριέρα, φωτογράφος Γιώργος Μαλεκάκης, είναι ίσως περισσότερο γνωστός ως φωτογράφος µόδας, καθώς από το 1994 έως σήµερα έχει συνεργαστεί µε τα µεγαλύτερα περιοδικά και διαφηµιστικές εταιρείες.
Ωστόσο, ακόµα και σε αυτό το ασφυκτικό εµπορικό πλαίσιο, πάντα έψαχνε να αποτυπώνεται κάτι δικό του. Κάτι από την καλλιτεχνική µατιά και την ψυχή του.
Στοιχεία που τα συναντάει κανείς και στις φωτογραφίες δρόµου που παρουσιάζει ο Χανιώτης στην καταγωγή καλλιτέχνης στο συνεργατικό καφενείο “Γάιδαρος” στον Βάµο Αποκορώνου, στο πλαίσιο της αναδροµικής έκθεσής του µε τίτλο “All Alone”.
Με αφορµή την έκθεση αυτή, οι “διαδροµές” συνάντησαν τον Γιώργο Μαλεκάκη και µίλησαν µαζί του για την τέχνη της φωτογραφίας, το “πέρασµα” στην ψηφιακή τεχνολογία, αλλά και την απόφασή του να αφήσει την Αθήνα για τον Αποκόρωνα.
Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας µε τη φωτογραφία δρόµου;
Όπως όλοι οι φωτογράφοι έτσι κι εγώ περνάµε από µια εσωτερική διαδικασία που “κοντραριζόµαστε” µε τον εαυτό µας προκειµένου να νιώσουµε φωτογράφοι. Αυτή τη διαδικασία, που περιέχει πολύ δοκιµή και πειραµατισµό, εγώ την πέρασα τη δεκαετία του ΄90. Κάποια στιγµή όταν πήγα στρατό, µε µία µικρή φωτογραφική µηχανή, µία Olympus, άρχισα να τραβάω διάφορα πράγµατα. Τότε αισθάνθηκα φωτογράφος, γιατί άρχισα να βγάζω πράγµατα που ήµουν “εγώ”. Κάπως έτσι ανακάλυψα κι αυτό που λέµε φωτογραφία δρόµου…
Οι περισσότεροι σάς γνωρίζουν ως φωτογράφο µόδας. Σκέφτοµαι ότι η φωτογραφία µόδας είναι κάτι πολύ στιλιζαρισµένο. Αντίθετα η φωτογραφία δρόµου βασίζεται στη στιγµή, στη συγκυρία. Σαν να είναι δύο άκρα. Πώς κινείστε από το ένα στο άλλο;
∆εν µου αρέσει η εξειδίκευση. Το θέµα είναι να έχει ο φωτογράφος το στιλ του σε όποιο πεδίο κι αν δουλεύει. Αυτό που ζητάς σε κάθε περίπτωση είναι αυτό που θα κάνεις να έχει ψυχή. Σηµασία, δηλαδή, έχει τι βλέπει κανείς και τι έχει να πει.
Πού βρίσκετε τον εαυτό σας περισσότερο από τα δύο αυτά άκρα που είπαµε παραπάνω;
Αγαπάω πολύ τη φωτογραφία µόδας. Μου αρέσει να προσέχω κάθε λεπτοµέρεια σε αυτή. Αγαπάω, όµως, και τη φωτογράφηση σε εξωτερικό χώρο, κάτι που στην εµπορική φωτογραφία οι προηγούµενοι, πριν δηλαδή τη δική µου γενιά, δεν το έκαναν και προτιµούσαν το στούντιο. Για εµένα το on-location είναι σαν να γυρίζεις ταινία, συν του ό,τι θα πρέπει να προσαρµόζεσαι κάθε φορά στις συνθήκες του περιβάλλοντος που δουλεύεις. Μια τέτοια συνθήκη περιέχει και το τυχαίο. Εποµένως, µε έναν τρόπο, πήγα τη µόδα προς τον δρόµο. Αντίστοιχα και τη φωτογραφία δρόµου τη φέρνω κοντά στο “στηµένο”, γιατί ψάχνω πάντα σε αυτήν µια δοµή συγκεκριµένη.
Αν η φωτογραφία µόδας προβάλλει κάτι ιδεατό κι η φωτογραφία δρόµου αναζητά µια αµακιγιάριστη πραγµατικότητα, υπάρχουν εικόνες που τα περιέχουν και τα δύο;
Η φωτογραφία µόδας προβάλλει µεν κάτι ιδεατό αλλά συγχρόνως επιζητεί, κι ανάλογα µε το brand, να ταυτιστεί αυτός που τη βλέπει. Για εµένα δεν υπάρχει κάποιο χάσµα ανάµεσα σε αυτά τα δύο πράγµατα. Περισσότερο το βλέπω σαν µια πρόκληση για τον φωτογράφο να τα φέρει κοντά.
Σε µία συνέντευξή σας είπατε ότι δεν είστε τεχνοκράτης της φωτογραφίας αλλά σας ενδιαφέρει η αίσθηση, το συναίσθηµα. Εποµένως µια φωτογραφία έχει νόηµα µόνο αν έχει ψυχή από πίσω;
Ακριβώς. Το τεχνικό κοµµάτι είναι ένα µέρος της φωτογραφίας. Ειδικά πριν την ψηφιακή εποχή υπήρχαν πολλές τεχνικές παράµετροι. Ωστόσο, η τέχνη αφορά µια άλλη διαδικασία: το πως κινείται κανείς στον χώρο, το να δώσει χρόνο στο θέµα του, να έχει κάτι να πει και να αποτυπώνει αυτό που θα τραβήξει τη δική του αντίληψη, το πως αισθάνεται κ.λπ. Τέχνη, δηλαδή, µε την ευρύτερη έννοια του όρου, σηµαίνει ψυχή.
Έχετε παροµοιάσει τη δουλειά του φωτογράφου µε το ροκ εν ρολ λόγω της περιπέτειας που έχει η καθηµερινότητα του επαγγέλµατος. Σας έχει κουράσει καθόλου αυτό; Και µήπως ήταν αυτή η έλλειψη οποιασδήποτε τάξης που σας έκανε να αφήσετε την Αθήνα και να µετακοµίσετε στα Χανιά και στον Αποκόρωνα;
Αυτό το στοιχείο της περιπέτειας ήταν η ζωή µου κι αυτό µε διαµόρφωσε. Σίγουρα, όµως, στην απόφασή µου να κατέβω Χανιά έπαιξε ρόλο η ωρίµανση που έρχεται µε τον χρόνο. Ναι µεν δηλαδή αυτό το έκανα 100% και το περιέχω, αλλά νιώθω ότι “κάηκα”. Και κάηκα γιατί το έκανα αληθινά, ήµουν καλλιτέχνης δεν έκανα µπίζνες. Όµως µετά την κρίση αυτοί που έµειναν στον χώρο της εµπορικής φωτογραφίας ήταν οι επιχειρηµατίες – φωτογράφοι, αυτοί µε τα PR, τις επικοινωνίες, τις γνωριµίες κ.λπ.
Το ό,τι σήµερα όλοι δηλώνουν φωτογράφοι κρατώντας ένα κινητό στο χέρι πώς το βλέπετε;
Ήµουν από τους πρώτους που όταν βγήκαν τα κινητά άρχισα να φωτογραφίζω συνέχεια. Έχω άπειρες εικόνες. Θεωρώ ότι το κινητό είναι ο ορισµός του street photography. Αν ο Μπρεσόν ζούσε σήµερα θα τράβαγε φουλ! Σηµασία έχει τι τραβάς. Για εµένα φωτογράφος είναι εκείνος που δίνει στο τίποτα κάτι. Κι όλοι κρινόµαστε από το αποτέλεσµα.
Πώς βλέπετε τη τέχνη της φωτογραφίας στην Ελλάδα σήµερα;
Γίνονται πράγµατα. Ωστόσο χάσαµε πάρα πολλά χρόνια καθώς θεωρούσαµε φωτογραφία µόνο το ασπρόµαυρο ρεπορτάζ στιλ Magnum. Έτσι, οι γκαλερί φωτογραφίας είχαν µόνο “µαγκνουµίστικες” φωτογραφίες, Μπρεσόν, Κουντέλκα, Οικονοµόπουλο, Μπεχράκη κ.ά., ενώ ένα άλλο κοµµάτι ήταν άκρως εικαστικές φωτογραφίες, που µέσα από µία αρτ προσέγγιση κάπου χάνονταν η φωτογραφία. Παράλληλα θα πρέπει να λάβει κανείς υπόψη του και τα κυκλώµατα που υπάρχουν στην Ελλάδα στον χώρο της φωτογραφίας. Κυκλώµατα τα οποία δεν δίνουν χώρο για να δείξουν τη δουλειά τους πολλοί φωτογράφοι…