Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941)

Ο πρόωρα χαμένος λυρικός αστέρας από το ποιητικό στερέωμα της γενιάς του ’30

Αρχικά ας προσεγγίσουμε τον ποιητή  μέσα από ένα όνειρο του Οδυσσέα Ελύτη που αφηγείται στα Ανοιχτά Χαρτιά και το ονομάζει “ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗ”: Είναι έτοιμοι κι οι δυο τους να επιβιβαστούν  σ’ ένα μεγάλο  καράβι που είναι αραγμένο σε μιαν έρημη ακτή «…προχωρούμε και περνούμε τη σανίδα για ν’ ανεβούμε απάνω. Πηγαίνω μπροστά για να τον οδηγώ. Στην πρύμη όμως βλέπω να υπάρχει μια αλυσίδα δεμένη από τη μια μπάντα του καραβιού ως την άλλη ίσα-ίσα που μας μένει λίγος τόπος να σταθούμε. Πάω να διαμαρτυρηθώ, αλλά κάποιος από το πλήθος με πλησιάζει και μου λέει: ”Ο κύριος δεν μπορεί να περάσει, δεν είναι ταξιδιώτης μόνον οι ζωντανοί ταξιδεύουν, αυτό το ξέρετε’’. Μόλις τ’ ακούει αυτά ο Σαραντάρης γελάει ηχηρά, μ’ αυτό τον χαρακτηριστικό ιταλιάνικο τρόπο που είχε. ’’Είδες τι αλαζόνες που είναι οι ζωντανοί; ’’φωνάζει. ’’Νομίζουν ότι ταξιδεύουν! Νομίζουν ότι ταξιδεύουν!’’ Και ξαφνικά σοβαρεύεται, μοιάζει θυμωμένος, μου γυρίζει τη ράχη και βγαίνει έξω τρέχοντας….’’* Ο νομπελίστας μας παίρνοντας τη βασιλική οδό των ονείρων προς το ασυνείδητο αποδίδει τη δισυπόστατη ύπαρξη του Σαραντάρη∙  ως φιλοσόφου και ως ποιητή  που είχε πάντα  το βλέμμα του  στραμμένο στον ουρανό.
Η σύντομη ζωή και το έργο του Σαραντάρη παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον . Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1908 και η οικογένειά του μετανάστευσε στην Ιταλία. Έτσι από μικρός έμαθε άριστα τα ιταλικά και τα γαλλικά ,σπούδασε νομικά και ολοκλήρωσε τα ελληνικά του όταν αργότερα εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Προερχόταν από αστικό οικογενειακό περιβάλλον που επιδίδονταν στις επιχειρήσεις. Ως αντιφρονούντας στην άνοδο του φασισμού στην Ιταλία,  έρχεται στην Ελλάδα που είναι η γνήσια πατρίδα του.  Φέρει την  κουλτούρα της Ευρώπης που όμως δεν ανταποκρίνεται στο βαθύτερό αίτημα της ψυχής του και ο λυρισμός του βρίσκει ευεπίφορο έδαφος για να ανθίσει στην ελληνική γη.
Ο Σαραντάρης κάνει αντίστροφη πορεία από τους ντόπιους διανοούμενους και στρέφει την πνευματική του αναζήτησή του στην Ελλάδα.  Είναι ήδη Ευρωπαίος με την ευαισθησία και την ποιότητα ενός Σολωμού. Πιθανώς να έχει απομυθοποιήσει κάποια σημεία που οι ομότεχνοί του στην Ελλάδα τότε θαύμαζαν.  Καταρτισμένος στα καινούργια λογοτεχνικά ρεύματα που εξελίσσονται στην Ευρώπη δεν τα ακολουθεί εξολοκλήρου .Για παράδειγμα  σε μερικά του ποιήματα-θα λέγαμε ότι το κάνει ως απόπειρα- υπάρχει στη φόρμα του στίχου του κάποια απόμακρη επίδραση από τον υπερρεαλισμό , σε καμία περίπτωση όμως δεν αγγίζεται ο ιδεολογικός ποιητικός του πυρήνας που παρά το κράτος των εικόνων του που σε εικαστική αντιπαραβολή θυμίζει τους ιμπρεσιονιστές, έχει πάντα υποδορίως τη βάσανο ενός ‘’δέον εστί’’ που του ταιριάζει. Ο Σαραντάρης με σφυρηλατημένη ωριμότητα χτίζει την ποίησή του γύρω από έναν ευαίσθητο ηθοπλαστικό άξονα, παραμένει λυρικός αποθεώνοντας τη φύση και  λεπτομέρειες  συναισθημάτων ,γοητευμένος από τη χριστιανική φιλοσοφία ζει μια ζωή αρχών: «Μέχρι της ηδονής/να αισθάνομαι την παρουσία σου/επιθυμώ, συνείδηση/ανέγγιχτη ευχαρίστηση σε νιώθω/θεοκάθαρη. (ποίημα: Θεοκάθαρη)»
Ευγενής, αποδίδει κάθε αίσθηση με μοναδική αβρότητα και καταφέρνει με το σεμνό του άγγιγμα σε καθετί, εντέλει να εξάπτει .Αν και μοναχικός νοιάζεται πάντα για το εμείς και στρέφει την ευαισθησία του στις συγκινήσεις του με ανθρωπιά.  « Τα φώτα σαν πουκάμισα/Ντύνουν τα σώματα/Εκείνων των ανθρώπων/Που αγαπήσαμε/Και που αφήσαμε/ή μας αφήκαν/Χωρίς χαιρετισμό/Ποτέ δεν καρτερούσαμε/τέτοιο θέαμα/Δεν προέβλεπαν/Τα μάτια μας/Τόσους κρίνους/’Ηταν γραφτό να χάσουμε τον ύπνο /Χωρίς διαμαρτυρία/Μέσα στους μενεξέδες να σκορπίσουμε και να ξαναβρεθούμε. (ποίημα: Οι μενεξέδες)

Γνωρίζει τον λογοτεχνικό κόσμο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης , επιδίδεται σε κριτικά δοκίμια εκτός από τα φιλοσοφικά του, εργάζεται και μελετά ακούραστα και βρίσκει τη δύναμη να κρίνει ποιητές σαν τον Καβάφη «Η πόλη όπου γεννήθηκες είναι η Κωνσταντινούπολη/Πόλη του μέλλοντος,/Ενώ εσύ, πολύ προτού πεθάνεις,/Μέσα στο παρελθόν έπαιζες ζάρια/Όχι, η ζωή σου δεν ήταν ωραία/Με τα μυρωδικά/ Με τα βιβλία/Με τις εξαίσιες εκείνες/Αλλά ψεύτικες οπτασίες/Αγάπησες ποτέ σου μια Ρωξάνη;/Ο Αντώνιος της ποίησής σου η Αλεξάνδρεια. (ποίημα:Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ)»

Μερικές φορές   εκφράζοντας  την ποίησή του στα ελληνικά   του λείπουν ακόμα κάποιες λέξεις  ή ίσως έχει κενά στη συντακτική δομή. Ωστόσο  η φραστική εκφορά   και τότε είναι γοητευτική και η ουσία του λόγου του πάντα υπερώριμη. Ο ποιητής είναι ισχυρός γιατί είναι αληθινός :
(Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε/σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα/Παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους/Τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου/Και στη σκόνη του καιρού/Σημαίνει πως φοβούμαστε/Και η ζωή μας έγινε ξένη/Ο θάνατος βραχνάς .(Ποίημα: Δεν είμαστε ποιητές)
Ως προσωπικότητα  ήταν καθόλα ποιητής. Παρά τη δυσφορία της οικογενείας του δεν αξιοποιεί τις νομικές του σπουδές σε μια καριέρα διπλωμάτη ή ανώτερου υπαλλήλου. Μια τέτοια σύμβαση θα τον έφερνε πολύ μακριά από τον  προορισμό του γι αυτό  διαβιεί με στερήσεις για να μπορεί απερίσπαστα να γράφει. Άνθρωπος βαθύς που δεν χαρίζεται σε συμβατικές ευκολίες , θα πει τα πράγματα με το όνομά τους, ο ποιητής  δεν είναι ξένος προς τον εαυτόν του ,έχει προ πολλού αποφασίσει η ζωή του να μην είναι απομακρυσμένη ιδεολογικά από τη γραφή του  :(Να κοιμάσαι νηστικός σε μια σοφίτα/Να είσαι ο τεμπέλης του σπιτιού/Να γίνεσαι σκουπίδι/Όταν ανοίγεται ένα λερωμένο στόμα/Θα σηκώσω το γιακά/Για να φύγω σαν ένας ληστής/Απ’ το δικό μου σπίτι/Θα κοιμηθώ στους δρόμους/Για να νιώσω ολάκερη την πολιτεία/Να τουρτουρίζει μαζί μου/Στο παλτό μου έχω ένα λεκέ/Αλλά είναι καιρό που δεν τον βλέπω/Θα το ξαπλώσω χάμω/Και θα στρωθώ πάνω του/Να πιω λίγη βραδιά/Στη γωνιά του έρημου κήπου/Θα αιστανθώ τη σελήνη/Όπως δεν αιστάνθηκα τίποτε/στη ζωή μου/Θα την αιστανθώ στα χείλη μου/Σαν ένα αχλάδι/Στα μάγουλα/Σαν άλλα μάγουλα (ποίημα: Να κοιμάσαι νηστικός)
Ερωτευμένος με την ποιήτρια Μελισσάνθη  θα διακηρύξει πολλές φορές την πίστη του στον αδιαπραγμάτευτο έρωτα: (Μπορεί ένας από μας ν΄αγαπήσει μια γυναίκα;/Ας βγεί έξω/Ας περπατήσει προς τη θάλασσα/Από τα κύματα θ’ανθίσουν οι γυναίκες/Όχι μονάχα για κείνον που τραγουδά/Αλλά για όλους μας /Όλοι θα μάθουμε ξανά τον έρωτα/Σαν να μην τον ξέραμε ποτέ/Σαν να τον είχαμε λησμονήσει/Γιατί τον είχαμε λησμονήσει. (Ποίημα: Γιατί τον είχαμε λησμονήσει)»
Στα 1940, με την κήρυξη του πολέμου επιστρατεύεται. Οι κακουχίες του Αλβανικού Μετώπου, όπου πολέμησε σαν απλός στρατιώτης τον λύγισαν. Διακομίζεται άρρωστος στην Αθήνα και πεθαίνει τον Φεβρουάριο του 1941.Στο πλευρό του η Μελισσάνθη μέχρι το τέλος του και από την επόμενη μέρα άρχισε να τον μνημονεύει- με τον οφειλόμενο σεβασμό- σε έντυπα της εποχής. Πράξεις ποιητών μιας εποχής που έπρεπε με το  επώδυνο δικαίωμά σου ‘’να είσαι πολίτης εις των ιδεών την πόλι.)’’ (από το ποίημα Πρώτο Σκαλί του Κ.Π.Καβάφη).

Δυστυχώς το τοπίο της μεταπολεμικής ποίησης στερήθηκε τον Σαραντάρη που όπως είπε ο Ελύτης ‘’δεν έχω γνωρίσει , θα’ θελα να το διακηρύξω, μορφή πνευματικού ανθρώπου αγνότερη από τη δική του’’*  και συνεχίζοντας ο Ελύτης  τον απολογισμό του για τις ανθρώπινες απώλειες στον χώρο της ποίησης στην αρχή της γερμανικής κατοχής θα πει με πικρία:’’ Ήταν  η μόνη κι η πιο άδικη απώλεια…. Θέλω απροκάλυπτα να καταγγείλω το επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που δεν ξέρω πως, κατάφερε να κρατήσει στα Γραφεία και τις Επιμελητείες όλα τα χοντρόπετσα θηρία των Αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραυστο διανοούμενο  που μόλις στεκόταν στα πόδια του , είχε όμως  προφτάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της. Ήταν σχεδόν μια δολοφονία. Διπλωματούχος ιταλικού Πανεπιστημίου-ο μόνος ίσως σε ολόκληρο το στράτευμα-θα μπορούσε να’ναι περιζήτητος σε οποιαδήποτε από τις Υπηρεσίες που είχαν αναλάβει την αντικατασκοπεία ή την ανάκριση των αιχμαλώτων. Αλλά όχι .Έπρεπε να φορτωθεί το γυλιό των τριάντα οκάδων για να χαθεί παραπατώντας μες στα χιονισμένα φαράγγια ένας ακόμη ποιητής, ένας ακόμη αθώος στο δρόμο του μαρτυρίου…. Χωρίς να ξεστομίσει έναν πικρό λόγο. Περήφανος, μ’ ένα σώμα ελάχιστο και μια μεγάλη ψυχή που τον κράτησε όσο που να τραγουδήσει ακόμη λίγο: Εγώ που οδοιπόρησα με τους ποιμένες της Πρεμετής κι ύστερα ν’ ανεβεί ‘’στους τόπους που αγγέλουν τον ουρανό και συνομιλούν με τον ήλιο’’. Έτσι πέθανε ένας Έλληνας ποιητής….’’*

Σημειώσεις

– Η βιογραφική αναφορά για τον Γ. Σαραντάρη γράφτηκε την 28η Οκτωβρίου 2019. Μια μικρή ψηφίδα μνήμης και για τη  φιλία των ποιητών Σαραντάρη – Ελύτη που και οι δυο πολέμησαν στο Αλβανικό μέτωπο.
**Τα αποσπάσματα  από τα Ανοιχτά Χαρτιά, Οδυσσέα Ελύτη .εκδ.Ίκαρος,2η έκδοση
– Τα ποιήματα αντλήθηκαν από το βιβλίο: Γιώργος Σαραντάρης, Ποιήματα, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 1998
– Το αρχείο Σαραντάρη βρίσκεται στη Βικελαία Βιβλιοθήκη Ηρακλείου


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα