Όταν στο αναλόγιο ανοίγεις ένα βιβλίο ένα βιβλίο του Γιώργου Σεφέρη, η πρώτη εικόνα που αντικρίζεις είναι ένα παράθυρο µε πέτρινο περβάζι. Με τα τζάµια απλωτά και τα παντζούρια άλλοτε κλειδαµπαρωµένα και άλλοτε µισόκλειστα.
Η µορφή σου ως αναγνώστη εξαφανίζεται αστραπιαία και στη θέση σου τώρα, έρχεται να καθίσει ο Ποιητής, µε τα χέρια αδειανά. Κρυφοκοιτάζοντας πίσω από τις γρίλιες την Τέχνη του παρελθόντος, το κενό του παρόντος και την τραγωδία του µέλλοντος. Το µαύρο και το λευκό, µε όλα τα υπόλοιπα χρώµατα χαµένα, βυθισµένα στην ψυχή του δηµιουργού, αλιεύοντας τα αργότερα, στη συναισθηµατική έκρηξη του οίστρου για να ζωγραφίσει τις σελίδες γραφής µε το πνεύµα και την ύλη της τέχνης του Λόγου.
∆ιότι µία από τις ιδιαιτερότητές του ήταν ετούτη: για να γράψει, έκλεινε το παράθυρο του δωµατίου του, επειδή το ελληνικό τοπίο τον µάγευε τόσο, που έχανε κάθε ψηφίο αυτοσυγκέντρωσης και αδυνατούσε να γράψει και να σκεφτεί.
Η γραµµή που διαβάζεις τότε, δεν είναι στη συγκεκριµένη σελίδα των εκδόσεων ΙΚΑΡΟΣ, µα το πρώτο διάνυσµα της ρότας του καϊκιού της δικής σου µνήµης, από µια παλαιότερη ανάγνωση και µελέτη: «Σε κοίταζα µ’ όλο το φως και το σκοτάδι που ΄χω», από το ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙ, ΙΑ΄.
Χρόνια µετά, εντελώς τυχαία, η λατρεία ενός ασήµαντου αλλά αλλά επαρκούς αναγνώστη για τη σεφερική ποίηση που ακόµα και σήµερα συναντά αποδοκιµαστικές, οργισµένες και απορριπτικές κριτικές για το έργο του και προπάντων, για τον χαρακτήρα, τη ζωή του, την ιδεολογία και το διπλωµατικό του έργο, ακούµπησε στις γυµνές µου παλάµες το πεζογράφηµα του των εκδόσεων ΕΡΜΗΣ, µε τον τίτλο “ΕΞΙ ΝΥΧΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ”, το οποίο έγραψε σε ηλικία είκοσι πέντε χρόνων.
Αρχικά ν’ αναφέρουµε πως πέραν της υπερβολικής πίεσης που δεχόταν από τον πατέρα του Στέλιο, ν’ ακολουθήσει τη δική του πορεία σπουδών στη Νοµική Σχολή (στη Γαλλία) και ανάλογη επαγγελµατική, µία παραφυάδα της ρίζας του αρχηγού της οικογένειας, απόκρυφη, λεπταίσθητη και βαθιά, τον άγγιξε και φύτρωσε γερά, στη σάρκα του, στην ψυχή και τη σκέψη. Η λογοτεχνική πεζογραφία και η ποίηση, αφού ο πατέρας του µετέφραζε κι έγραφε στίχους, επιδιώκοντας να µην το µάθει κανένας. Το θεωρούσε πολύ εκτός της επιστήµης του και σίγουρα, αποδοκιµαστικό από τις µάζες των ανθρώπων.
Ένας βραχνάς του βίου του Γιώργου, πέραν της αποµάκρυνσής του από τις Κλαζοµενές, ήταν η υποχρέωση του να προχωρά σε µία επιβαλλόµενη επιστήµη που καθόλου δεν του άρεσε κι άπλωνε ξηρασία στο συναισθηµατικό του έδαφος. Αλλά την ίδια στιγµή το πνεύµα του, όλο σύννεφα λύπης, απογοήτευσης, µελαγχολίας και πόνου, κόπων, οικονοµικής ανέχειας και τροµακτικού ερωτικού φορτίου, µετατρεπόταν σε ραγδαία βροχή στίχων, που έκανε ξανά εύφορο το πνευµατικό του έδαφος, για να ριζώσουν στα έγκατα του και να βλαστήσουν αργότερα, πεύκα, ελιές, πλατάνια, πικροδάφνες, κρίνα, άνθη της πέτρας, καλάµια και γαλανόλευκες ρίµες πλεύσης προς το Nobel Λογοτεχνίας, στις 10 ∆εκέµβρη του 1963, µε µια ακόµα άδικη αντιµετώπισή του, κατά την επιστροφή στο ελληνικό αεροδρόµιο, αφού δεν τον υποδέχτηκαν ούτε επίσηµοι ούτε άνθρωποι του λαού, πλην της αγαπηµένης του αδερφής Ιωάννας, και ελάχιστων άλλων.
Ακόµη και σήµερα, από µαθήµατα Λογοτεχνίας µέχρι αντίστοιχες συζητήσεις, πολλοί τον κατακρίνουν, επειδή αρνιόταν να τοποθετηθεί κοµµατικά και διότι υπηρετούσε ως ∆ιπλωµάτης της Αξιοκρατίας, τον Ι. Μεταξά, τον Κ. Καραµανλή, τον Ε. Αβέρωφ…
Και διότι, όταν κάποτε συνάντησε τη βασίλισσα της Βρετανίας, εκείνη θύµωσε µε την αναφορά του στην Κύπρο, σε τίτλο συλλογής ποιηµάτων, µε αποτέλεσµα, ο Γ. Σεφέρης να τον σβήσει.
Και όµως! Η διπλωµατική του ιδιότητα βοήθησε πάρα πολύ το λογοτεχνικό του και πολιτικό έργο. Επειδή ξαναχρησιµοποίησε τίτλο ποιηµάτων για την Κύπρο, την οποία λάτρευε και της αφιέρωσε αρκετά ποιήµατα, µε την άποψη ότι το νησί της θεάς του Έρωτα, έχει πιο έντονη υφή ελληνική, είναι πιο κοντά στο παλαιό, στο παραδοσιακό, στο γνήσιο. Επιπλέον, συχνά εξέφραζε αποδοκιµασία για τη Βρετανία, που χτυπούσες ουκ ολίγες φορές, την Ελλάδα και την Κύπρο.
Η πίκρα κι καηµός του ήταν έντονα συναισθήµατα για την αναξιοκρατία στην πατρίδα µας, για τις διάφορες τραγωδίες, τον Εµφύλιο, τις ∆ικτατορίες και στον καιρό της τελευταίας, του 1967, όταν έβγαινε έξω µε φίλους για περίπατο και φαγοπότι, παρέµενε σιωπηλός, δακρυσµένος και µε έλλειψη συµµετοχής στη συζήτηση της παρέας, σκεπτόµενος φίλους, οικείους, ανθρώπους τους ελληνικού λαού στις διάφορες φυλακές, στο ΕΑΤ- ΕΣΑ, στις εξορίες, δολοφονηµένους, τραυµατίες, βασανισµένους, συν όλα τα γεγονότα σκλαβιάς του τόπου µας από ξένες δυνάµεις, πολιτικούς ανάξιους, βασιλείς, προδότες, πολέµους, συνωµοσίες, διχασµούς, εκµετάλλευση…
Ένα άλλο βασικό στοιχείο στη ζωή του ήταν ότι τον χρησιµοποιούσαν ως υπάλληλο υποδεέστερο, επιβάλλοντας του, πολύ συχνά, ρόλο υποταγής. Όµως ο Γ. Σεφέρης ήταν ένας άνθρωπος ευφυής, διανοούµενος, γνήσιος πατριώτης, µε λατρεία υπέρµετρη, για την Ελλάδα: «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα µε πληγώνει».
Όλος νοσταλγία, εµµονή στον Όµηρο, στον Β. Κορνάρο, στον Μακρυγιάννη, τον Θεόφιλο, τον Αισχύλο, τον Κάλβο, τον Καβάφη, βενιζελικός, µε ιδέες προοδευτικές, ιδιαίτερες, πίσω απ’ την προσωπίδα της παρατήρησης, του καθήκοντος, της αφόρητης γραφειοκρατίας.
Ποτέ δεν ξεπέρασε τον χαµό του σπιτιού του στη Σκάλα, των παιδικών του χρόνων, της θάλασσας της Αρχαίας Ελλάδας, ποτέ δεν αποµακρύνθηκε από τον ελληνικό πολιτισµό.
Το έργο του «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη» είναι το κατώφλι της ποιητικής του πορείας. Μέσα του, βρίσκεις τα πρότυπα του στη Λογοτεχνία, ελληνικά και ξένα. Έναν εντονότατο ερωτισµό. Μια πάλη της ύλης µε το πνεύµα, µε συνεχές το ερώτηµα προς τον ίδιο του τον εαυτό: «Ποιος είµαι; Τι είµαι; Τι κάνω; Τι είναι αυτό το εγώ;»
Το πέρασµα από το κοινωνικό στη µοναξιά του ποιητή, από την ηδονή της σάρκας στην πνευµατική ηδονή, µε απέραντη θλίψη, στοιχείο που “εντοπίζει” ποιητές, αποµάκρυνση, απόσταση, αυτοεξορία, και φυλάκιση µέσα σε ένα άδειο δωµάτιο, σκοτεινό και κλειστό, σαν ένα είδος αυτοτιµωρίας και ασκητισµού. Με δυο επίπεδα έκφρασης: ηµερολογιακό και αφηγηµατικό λογοτεχνικού τύπου. Με τη χρήση στο βιβλίο ονοµάτων θρησκευτικών, συµβολισµού όπως το όνοµα Σαλώµη, ενώ την ίδια στιγµή, η γραφή του είναι όλο αµφιβολίες, αµφισβητήσεις, περισυλλογές, ανακατατάξεις, σκισίµατα σελίδων, πνευµατική δουλειά σε σηµείο εξάντλησης κι επιστροφές στο ελληνικό, φυγή στο ξένο, στην ύλη, στο πνεύµα και µε πιέσεις, απογοητεύσεις του έρωτα, µε κορυφαίο στοιχείο την Ακρόπολη, ως Ιερό του γνήσιου, του αγαθού, της ρίζας του ελληνικού πνεύµατος και µε εξαιρετικό σεβασµό στην παράδοση, στον χωρικό, στον προδοµένο, στον πρόσφυγα, στον ταπεινωµένο αδύναµο και φτωχό, αδικηµένο και τέλος στον καθαρµό του πόνου του Έλληνα.
Πρώτη νύχτα: Ηµέρα ∆ευτέρα (σελίδα 26): «Άκουσα σήµερα από έναν πρόσφυγα τούτο: Βγήκαν κυνηγηµένοι σε ένα ελληνικό νησί. Μαγαζιά, σπίτια, πόρτες, παράθυρα, έκλεισαν όλα µονοµιάς. Αυτός µε τη γυναίκα του µέσα στο κοπάδι. Το µωρό έξι µέρες να τραφεί· έκλαιγε, χαλνούσε τον κόσµο. Η γυναίκα παρακαλούσε για νερό! Τέλος, από ένα σπίτι της αποκρίθηκαν: “ένα φράγκο το ποτήρι”. Και ο πατέρας συνεχίζει: “Τι να κάνω; κυρ- Στράτη, έφτυσα µέσα στο στόµα του παιδιού µου για να το ξεδιψάσω”.
Στην ποίηση και στον πεζό λόγο, ο Γ. Σεφέρης βγάζει απ’ το βυθό της µνήµης του την ύλη της νοσταλγίας, τη θάλασσα της Μικρασίας, µουράγια, καΐκια, πανιά, µαγγανοπήγαδα, φιλιατρά, στέρνες, αρχαίες κολόνες, εκκλησίες, ανάγλυφα, κουπιά, σχοινιά, κόβει σελίδες από την Οδύσσεια του πνεύµατος του και όλα, σαν ένα τοπίο ύπαρξης, δηµιουργίας, ταµπεραµέντου, κριτικής, ανάπλασης, αναθεώρησης, απολογισµού και ανακεφαλαίωσης, τα µετατρέπει σε συµπαντικούς τρούλους που ανυψώνονται από τα ύδατα του παρελθόντος, εµβαπτιζόµενα σε κυανό χρώµα και λευκό, για να σταλάξουν ερέθισµα, κριτήριο, συναίσθηµα, έµφαση, λεπτοµέρεια ζωής, µεταφυσικού, εξαίρεση, εξάρτηση, φυγή, νάµα, ευλογία, πόθο, ενοχή, εξοµολόγηση, µετάνοια, αυτοτιµωρία, µε τη λέξη “αγάπη” να γράφονται σπανιότατα, κάτι που εκφράζει δισταγµό, φόβο, δέος, επισκόπηση και αναγκαστική παραδοχή του αναπόφευκτου.
Η Κίρκη και η Πασιφάη επικαλύπτουν το σύγχρονο. Το θρησκευτικό στοιχείο ταλαντεύεται διαρκώς στη λειτουργία του εκκρεµούς του χρόνου ζωής και σκέψης, ανάµεσα σε ερωτικό πόθο και πνευµατική ανάταση, ανάµεσα στον θάνατο και τη ζωή.
Το στοιχείο του σκότους και του φωτός, του λευκού και του µαύρου, διαποτίζουν όλο το έργο του Γ. Σεφέρη, µε τον ίδιο να υποφέρει σε µια ζωή ανάµεσα στο επιβαλλόµενο της επιστήµης και στο απελεύθερο του ονείρου. Ανάµεσα στο αποδεκτό και σεβάσµιο, στο κυρίαρχο και στο αποδοκιµαζόµενο του πνεύµατος, παρ’ όλο που ο σύγχρονος Έλληνας γεννιέται και ζει στο γνήσιο έδαφος του ελληνικού πολιτισµού, από την αρχαία Ελλάδα ως τα σήµερα.
Στο πεζογράφηµα του, από την πρώτη ίσαµε την τελευταία σελίδα, βιώνει ο αναγνώστης την πάλη µε το ίδιο του τον εαυτό, για την ωρίµαση, την εµπειρία, τη γνώση του ανθρώπινου, του φθαρτού, την ατέρµονη σκέψη και επεξεργασία του λόγου, ίσαµε το ιδανικό, ύστατο σκαλοπάτι πριν τον θάνατο: τη µοναξιά του ποιητή, την επαφή µε το ανέφικτο, την καταβύθιση στα έγκατα του νου και της ψυχής, επιστρέφοντας ταυτόχρονα, στο θαύµα του µικρού, του ελάχιστου, του στιγµιαίου, του ετοιµόρροπου φθαρτού.
Όταν ο κύριος Θανάσης Χατζόπουλος, ψυχίατρος, και βραβευµένος ποιητής και πεζογράφος, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, τον αναφέρει ως “πορνογράφο” στα Εντεψίκια του (και στα λιµερίκια ή ληρολογήµατα του, ας µας επιτραπεί να συµπληρώσουµε εµείς, ως πιστοί του αναγνώστες), θα εκφράσουµε διαφωνία, εκκινώντας από το ότι η Τέχνη του Λόγου, περιλαµβάνει επίσης, συνεχή εξάσκηση, χρήση λέξεων που θεωρούνται σχετικές µε το απορριπτέο ηθικά και θρησκευτικά, το άνοιγµα της σκέψης, το βύθισµα του λόγου σε όλα τα γεωγραφικά µέρη του κύκλου εξερεύνησης και αξιοποίησης, ανύψωσης και επιβράβευσης της Τέχνης του προφορικού και του γραπτού. Η χρήση λέξεων ερωτικού περιεχοµένου, στο βάθος, εµπεριέχει πολύ περισσότερα στοιχεία και λειτουργικά, πολυσήµαντα κύτταρα πνευµατικού έργου.
Ο Γ. Σεφέρης δεν είναι πορνογράφος. Η χρήση αυτού του χαρακτηριστικού όρου εκφράζει ανταγωνιστικότητα και στόχευση υποβιβασµού του κλασικού, του ιδεατού, του ιδεώδους, ενός παγκόσµιου βραβείου και της γνήσιας ουσίας, έξω από το φαύλο, το υπερρεαλιστικό, το επιφανειακό, το αµετροεπές, το µοντέρνο της αντιγραφής ή της µίµησης, το πνευµατικά χαµηλό.
Στο βιβλίο “Έξι νύχτες στην Ακρόπολη”, είναι ολοφάνερη η επίδραση, η διερεύνηση, το φιλτράρισµα και ο εµπειρισµός, η συνεχής αυτοδοκιµασία κι επεξεργασία των βασικών τοµέων της ζωής του ανθρώπου, πόσο µάλλον όταν ο άνθρωπος ενδύεται ακόµη έναν ρόλο βαρύτατο, εξουθενωτικό, δυσχερή, πολυσύνθετο: τον ρόλο του ∆ηµιουργού γραφής: Ηθική, Έρωτας, Κοινωνικότητα, µόρφωση, εργασία, θρησκεία, θεωρία, πράξη, ατοµικό, συλλογικό, µοναξιά, Ζωή, Θάνατος.
Κατά πως φαίνεται, ο Γ. Σεφέρης πίσω από τις γρίλιες του σκοταδιού και του φωτός, στο παράθυρο του, µέσα στο µικρό δωµάτιο γραφής, είναι από νωρίς, σίγουρος, πως η ζωή και ο θάνατος είναι ένα αδιαχώριστο µείγµα στα κύτταρα του ανθρώπινου σώµατος, της σκέψης, του χώρου, του χρόνου και της γραφής του λογοτέχνη. Με µια διαφορά: µε τη λογοτεχνία, ο θάνατος γίνεται ζωή.
Υστερόγραφο: Η οµοφυλοφιλική σχέση στο πεζογράφηµα του, ανάµεσα στη Σαλώµη και τη Λάλα, σου δίνει κατ’ ευθείαν την εντύπωση της επίδρασης της ερωτικής ποίησης του Καβάφη και της τραγικής απόληξης των πρώτων, νεανικών του ερώτων, ως πειραµάτων ζωής και νεότητας, έξω από το γνήσιο πνεύµα, ακόµη κι όταν πρόκειται για µια ιδιαίτερη προσωπικότητα της Υψηλής Τέχνης της ποίησης, µε απίστευτα πρώιµη και ουσιαστική επιλογή πορείας ύπαρξης! Και δεν είναι διόλου τυχαίο που ο Γ. Σεφέρης είναι για πολλούς αναγνώστες – ερασιτέχνες δηµιουργούς ή καταξιωµένους λογοτέχνες και κριτικούς, πρότυπο γραφής, σκέψης και δηµιουργίας.