Καθόταν εκεί, στην κόγχη της σκάλας, όπως τον συμβούλεψε η μάνα του… Εκείνη, πεσμένη στα γόνατα, γυάλιζε το μαρμάρινο πάτωμα του σαλονιού… Πρώτη φορά έμπαινε σ’ αυτό το σπίτι, που έμοιαζε παλάτι στα μάτια του.
Μικρούλης, ωχρός, με τα τριμμένα του ρουχαλάκια, κοίταζε με δέος το τεράστιο δέντρο που δέσποζε στο χώρο. Θεέ μου, τι όνειρο! Και αυτό το τρενάκι που έτρεχε, σφυρίζοντας, στη βάση του δέντρου.
Η οικοδέσποινα, σε μια κίνηση ευαισθησίας, τον πλησίασε με ένα κόκκινο αυτοκινητάκι.
– “Πάρε το”, του είπε, “Αυτό είναι δικό σου!”.
Δεν πίστευε στα μάτια του! Τι απρόσμενο δώρο! Επτά ψυχές στο σπίτι, μακάρι να χόρταιναν το ψωμί. Την κοίταξε με ευγνωμοσύνη, κάτι ψέλλισε…
Ένα αγουροξυπνημένο αγοράκι κατέβηκε από τη σκάλα. Έτρεξε προς το μέρος του, του άρπαξε βίαια το παιχνίδι.
– “Αυτό είναι δικό μου”, του είπε άγρια.
Η κυρία του υπενθύμισε πως της είχε πει να το πετάξει στα σκουπίδια, πως το βαρέθηκε.
– “Όχι”, είπε , ”εγώ το θέλω”!
Η κυρία κούνησε το κεφάλι… Υπέκυψε εύκολα στην απαίτηση του μοναχογιού.
Ο μικρούλης, έσκυψε κοιτάζοντας αμίλητος τα τρύπια αθλητικά του. Κάποιος του έκλεψε τη χαρά, κάποιος που τα είχε όλα… Δάκρυα γέμισαν τα μάτια του, ενώ το τρενάκι συνέχιζε να τρέχει σφυρίζοντας χαρούμενα.