Η Στελιανή του Πετρογιώργη ήταν, ως φαίνεται, μια πανέμορφη κοπελιά, από τις πιο όμορφες του χωριού. Αρκετές καρδιές κοπελολόγων χτύπαγαν δυνατά όταν την αντίκριζαν να κρατά το σταμνί της, ευθυτενής και με τις μακριές κατάξανθες πλεξούδες της να κτυπούν στην πλάτη της καθώς περπατούσε, να πάει από τα Πετριανά στο Βούτακα, να το γεμίσει με κρύο νερό.
Ο Βούτακας βρισκόταν περίπου στη μέση του χωριού, εκεί που είναι τώρα η “κάτω πλατεία” και το ηρώο.
Ήταν η κεντρική βρύση του χωριού και έτρεχε ασταμάτητα χειμώνα – καλοκαίρι.
Φαίνεται πως στην αρχή, ήταν μια απλή βρυσούλα, εκεί περίπου στον τοίχο του Μπλάτζιο. Αργότερα όμως, υποθέτω, στο τέλος του 19ου αι. ή στην αρχή του 20ού αι., κάποιος Δραμηλάρης που τον έλεγαν και “Κούλη”, είχε διαθέσει ένα σοβαρό ποσό να ανακαινίσει τη βρύση καθώς και την εκκλησία του Άι Γιώργη.
Όπως μου είπε την ιστορία ο πρωτοξάδερφος του πατέρα μου ο Μάρκος Πετράκης ο Κασαπομάρκος, παλιός Μακεδονομάχος και Μπενιζελικός μέχρι το κόκκαλο και μου την επιβεβαίωσε στο τσαγκάρικο του πατέρα μου ο συμπολεμιστής του στη Μακεδονία ο Γερω-Γλετζομιχάλης:
Έτυχε, λοιπόν, σε κάποια “εκστρατεία” των Ασηγωνιωτών όθε ντο Άγιο-Βασίλη, εκεί γύρω στα τέλη του 19ου αι., κάποιος Ασηγωνιώτης να αρπάξει ένα κοπέλι Τουρκάκι, να το φέρει στη Γωνιά να του βλέπει τα οζά. Αυτός που τ’ άρπαξε τον λέγανε “Νιαούνη” από την οικογένεια των Γιωργιομάρκηδων και ήταν πρωτοξάδελφος του παππού μου.
Το είχε κάμποσο διάστημα, μα τελικά, επειδή δεν είχε “είντα να το ταΐσει”, εκείνη την εποχή το ψωμί και τα τρόφιμα ήταν είδος εν ανεπαρκεία, αποφάσισε να το δέσει και ξεκίνησε να το πετάξει στου “Καούδη την τρύπα”, μια “άπατη τρύπα” στα Λευκά Ορη. Στον δρόμο συνάντησε το Δραμηλάρη που τον λέγανε και Κούλη. Ο Δραμηλάρης ήξερε την ιστορία με το Τουρκάκι που το έπιασε αιχμάλωτο ο Νιαούνης.
– Μρε ξάδερφε, είντα θα το κάμεις αυτόνα το κακορίζικο; Πού το πάεις;
– Να το πάω θέλει να το πετάξω εκεί πάνω στου Καούδη τη Ντρύπα. Δεν έχω πράμα να το ταΐζω και ανέ ντ’ αμολάρω θα γειαείρει ότινα μεγαλώσει να ’μασε σκοτώσει!
– Αστο μρε το κακορίζικο. Δως μου το να τ’ αμολάρω μα δεν θα τελειώσει η Τουρκιά ανέ ντο σκοτώσεις!..
Τον έπεισε, λοιπόν, και το πήρε και το άφησε ελεύθερο.
Μετά από κάμποσα χρόνια ο Κούλης βρέθηκε στη Μ. Ασία με ένα μικρό καΐκι να ψάχνει να αγοράζει ζώα.
Σε ένα άγριο μέρος βρέθηκε αντιμέτωπος με ληστές και ένας απ’ αυτούς -προφανώς ο αρχηγός τους- του όρμησε και τον αγκάλιασε και τον φιλούσε, αντί να τον μαχαιροξεκοιλιάσει!
– Εγώ είμαι απού με αμπούλαρες ετοτεσάς, μιτσό γκοπέλι, μόνο έλα να σου φορτώσω το καΐκι με ρίφια και αρνιά, χωρίς παράδες, μα μην ξανάρθετε επά, γιατί… ο Κούλης με την παρέα του γύρισε στο χωριό και “ξεπλήρωσε” το τάμα στον Άι Γιώργη για τη σωτηρία του ανακαινίζοντας την εκκλησία Του και κατασκευάζοντας την υδατοδεξαμενή (Χατζινέ) στο “Βούτακα”.
Έκανε ένα χώρισμα να μαζώνεται το νερό και μια τσιμεντόπλακα από πάνω να μην βρέχονται οι γυναίκες που θα πλένουν τα ρούχα τους από κάτω.
Η απόσταση από κει που τελειώνει η τσιμεντόπλακα μέχρι τα σκαλιά είχε μήκος αρκετά μέτρα. Έλεγαν λοιπόν πως κάθε νέος γαμβρός που θα έπαιρνε νύφη Ασηγωνιώτισσα, έπρεπε, απαραιτήτως, για να του “τη δώσουν” να πηδήξει αυτή την απόσταση. Ρώτησα παλιούς Ασηγωνιώτες και μου είπαν αυτό έγινε κάμποσες φορές. Πιο μπροστά έσκαγαν το μυστικό στο μέλλοντα γαμβρό.
– Καημένε, Νικολή επά τόχομενε σα ντο συνήθιο. Όποιος πάρει Γωνιώτισσα, θα πηδήξει και το Βούτακα. Άνε θέλει! Αδέ, και πάλι να γυρεύεις αλλού γυναίκα.
Έτσι τον ανάγκαζαν να πάει στο Βούτακα, να πάρει φόρα και να πηδήξει! Δεν έμαθα αν κάποιος απ’ αυτούς που πήδησαν δεν τα κατάφερε.
Ξανά, λοιπόν, στην ιστορία με την όμορφη Στελιανή του Πετρογιώργη και το Γυπαροκωσταντή. Φαίνεται, λοιπόν, πως τη Στελιανή τη γύρεψαν αρκετοί και ανάμεσά τους και ο αδελφός του Κωσταντή. Όμως, η όμορφη Πετροπούλα είχε μάτια μόνο για το γεροδεμένο, μελαχρινό Κωσταντή.
– Κατέεις Στελιανή μου, επέψασεί μου προξενιό και σε γυρεύει ο Μανούσος απούναι νοικοκύρης και καλό κοπέλι. Είντα λες;
– Όι πατέρα, δε ν’ είμαι ακόμη για παντρειές! Μιτσή είμαι ακόμη.
– Καλά κοπελιά μου, ό,τι πεις!
Δεν επέμενε ο Πετρογιώργης και δεν ήθελε να στεναχωρήσει τη μοναχοκόρη του.
Ο Γυπαροκωσταντής ήταν ένα γεροδεμένο και αρκετά ψυχωμένο παλληκάρι!.. Αυτό το είχε προσέξει ο Πετρομάρκος και πάντα τον είχε μαζί του στις παράτολμες επιχειρήσεις κατά των Τούρκων Μάλιστα, ήταν και μπαϊρακτάρης. Τον εκτιμούσε, λοιπόν, αφάνταστα και του πέρασε από το νου να τον παντρέψει με την πρωτοξαδέρφη του τη Στελιανή.
– Μωρέ, Κωσταντή, είντα λες να πω πράμα τον μπάρμπα μου τον Πετρογιώργη για τη Στελιανή.
Είχε υπόψη του τη μαντινάδα που είχε πει ο Κωσταντής σε ένα γλέντι, ελαφρά μεθυσμένος.
“Μαχαίρι μαυρομάνικο στη μέση μου θα βάλω
τον Πετρογιώργη θα βαρώ, τη Στελιανή θα πάρω”.
– Καπετά Μάρκο, είντα να σου πω, ανέ θέλει και η ίδια;
Την επομένη, ο Πετρομάρκος πήγε και βρήκε τον μπάρμπα του.
– Μπάρμπα Γιώργη -ήταν αδελφός του πατέρα του -να πάρωμενε τη Στελιανή του Γυπαροκωσταντή; Κατέεις πως είναι νοικοκύρης και ψυχωμένο κοπέλι. Τόσο γκαιρό τον έχω μπαιγεντισμένο και δε θα βρεις καλύτερο γαμπρό!
– Ναι, ανίψιο, μα δε γατέω είντα θα πει και η Στελιανή.
Η Στελιανή όμως, μόλις της τόπε ο πατέρας της δεν απάντησε. Αλλά, ένα πλατύ χαμόγελο στόλισε το πρόσωπό της. Ο Πετρογιώργης δεν συνέχισε την κουβέντα, κατάλαβε πως η απάντηση ήταν καταφατική.
Υ.Γ. 1: Τη μαντινάδα μου την είπε η θειά Νικολακάκαινα η κατεργιά, που ήταν πατέρας της ο Γυπαροκωσταντής και ήταν δεύτερα ξαδέρφια και με τον πατέρα μου και με τη μάνα μου.
Υ.Γ. 2: Έχω πρεμαζώξει πάλι ιστορίες τσ’ Ασηγωνιώτικης ρίζας και ετοιμάζω ένα βιβλίο με τίτλο “Μαδαρίτικα αναστορήματα”. Θα είναι έτοιμο σε κάνα μήνα!
Poly endiaferon
Για πολοστη φορα χιλια μπραβο στο συγχωριανο μας Σηφη Πετρακη για τις τοσο ομορφες ιστοριες του ,αλλα και οι φωτογραφιες ανεκτιμητης αξιας!