» Για τον πόλεμο στην Ουκρανία
Με λένε Γιούρι Γκαγκάριν. Σαν τον διάσημο συμπατριώτη μου. Πέραν τούτου όμως, καμία άλλη σχέση δεν έχω μαζί του. Εκείνος ήταν κοσμοναύτης. Εγώ είμαι ένας μονοπόδαρος δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Το πείσμα μου αρχικά και το μηχανικό μου πόδι αργότερα, μ’ έσπρωξαν στο δρόμο, τότε, που όλα φαίνονταν χαμένα, μετά το ατύχημα που μου στέρησε το φυσικό μου μέλος. Τις τελευταίες μέρες περπατάω μαζί με τους Ουκρανούς πρόσφυγες προς τα σύνορα. Τους συνοδεύω ως εκεί και μετά πάλι πίσω για να συνοδεύσω τους επόμενους. Γιατί; Γιατί αυτό μπορώ να κάνω. Κι ο καθένας μας αυτούς τους δύσκολους καιρούς, πρέπει να κάνει αυτό που μπορεί καλύτερα. Αν ήμουν ποιητής θα έγραφα ένα ποίημα για τη φρίκη του πολέμου. Αν ήμουν ηθοποιός, ή μουσικός, θα ανέβαζα μια παράσταση, να υποστηρίξω τους κατατρεγμένους. Είμαι όμως δρομέας. Το μόνο που ξέρω να κάνω, είναι να διανύω αποστάσεις. Και αυτό κάνω. Μαζί με αυτούς τους ανθρώπους, τους συνανθρώπους μου. Θα μπορούσα στη θέση τους να ήμουν εγώ, η οικογένειά μου. Ο δικός μου λαός. Αυτό σκέφτομαι. Και περπατάμε…Αυτοί αποδημητικά πουλιά που μεταναστεύουν σε ασφαλέστερους τόπους κι εγώ ένας μονοπόδαρος πελαργός που τα συνοδεύει. Μιλάω μαζί τους. Τους ενθαρρύνω. Τους παρηγορώ. Λέω ιστορίες στα παιδιά για το μηχανικό μου πόδι. Όταν με ρωτούν που είναι το άλλο μου πόδι, το πραγματικό, «στο διάστημα», τους λέω… «το έστειλα στο διάστημα με τον άλλο Γκαγκάριν, να δει από κοντά τ’ αστέρια…Η μάνα μου δεν μ’ άφηνε να φύγω, να πάω κι εγώ στο διάστημα, γιατί φοβόταν μη χαθώ, μη και δεν βρω το δρόμο να γυρίσω πίσω. Εγώ όμως ήθελα τόσο πολύ, που αρρώστησα από τη στεναχώρια μου…έτσι έστυψα το μυαλό μου και βρήκα τη λύση: θα έστελνα το πόδι μου εκεί πάνω…να περπατήσει ανάμεσα στ’ αστέρια, να βρει τους δρόμους για τους απέραντους γαλαξίες, να βρει τα πατήματά του εκεί, στην απεραντοσύνη του διαστήματος…έτσι, όταν θα μεγάλωνα αρκετά, θα μπορούσα να πάω να το συναντήσω και δεν θα είχα πια τον φόβο πως θα χαθώ…το πόδι μου θα ήξερε πια όλους τους δρόμους…ακόμα κι αυτόν του γυρισμού…»
Τα παιδιά μαγεύονταν από αυτές τις ιστορίες…Έβλεπα τα βλέμματά τους να στρέφονται στον ουρανό και να ονειρεύονται περιπέτειες…τα πρόσωπά τους έλαμπαν από την προσδοκία των ταξιδιών, τα μάτια τους γέμιζαν άστρα…η ζωή τους γινόταν φυσιολογική ξανά όσο κρατούσαν οι ιστορίες, όσο ονειρεύονταν γαλαξίες και διαστήματα. Μετά, πίσω πάλι. Στον δρόμο. Περπατάμε και περπατάμε και ξαφνικά ανακάλυψα πως είμαστε όλοι μονοπόδαροι.
Εγώ, γιατί έτσι τα έφερε η τύχη. Αυτοί, γιατί το ένα τους ποδάρι το άφησαν πίσω, στην πατρίδα τους…όταν γυρίσουν, να ξαναβρούν εκεί τα πατήματά τους…