Από τον περασμένο Δεκέμβρη, όταν και κυκλοφόρησε αυτή η συλλογή διηγημάτων, μέχρι και σήμερα, δεν έχουν σταματήσει οι κριτικές, αποθεωτικές στην πλειονότητά τους, προερχόμενες μάλιστα από διαφορετικές μεριές, αναγκάζοντας βιβλιοκοινότητες αντίπαλες να συμφωνήσουν, κατ’ εξαίρεση, μεταξύ τους. Και επίσης, είναι μία από εκείνες τις ευτυχείς, μα σπάνιες, συγκυρίες, που κοινό και κριτικοί συμφωνούν, αφού οι έπαινοι δεν είναι δυσανάλογοι των πωληθέντων αντιτύπων. Κι εγώ που τόσα άκουγα και όλο μίκραινα το καλάθι των προσδοκιών, παρότι η Μεταποίηση, η προηγούμενη συλλογή διηγημάτων του Παπαμάρκου, πολύ μου είχε αρέσει, κυρίως γιατί τολμούσε να κοιτάξει λίγο προς τα εμπρός, να επιχειρήσει, έστω και ένα διστακτικό, βήμα προς την ανανέωση τόσο σε επίπεδο θεματικής όσο και τεχνικής, να ενσωματώσει όχι μόνο τις διαθήκες του παρελθόντος αλλά και τα μηνύματα του παρόντος, εγχώρια και μη, επικεντρωμένος όμως, όπως είναι φυσικό άλλωστε, στο μεγάλο πάθος του, την Ιστορία. Και ήταν εξαιτίας μιας Ισπανίδας, της Λ., μεταφράστριας, η οποία από χρόνια ζει στον τόπο μας, που παραμέρισα τελικά τις επιφυλάξεις μου, όχι αμέσως, όταν με ενθουσιασμό μού μίλησε για το Γκιακ, κι εγώ, ο άπιστος, τη ρώτησα: μα δεν είχες πρόβλημα με τη ντοπιολαλιά; Όχι ιδιαίτερο, μου είπε, και όταν κάπου δυσκολευόμουν, το διάβαζα δυνατά, να το ακούσω και τότε το ένιωθα. Τότε ήταν που ήξερα πως είχε φτάσει η στιγμή, και η τελευταία μου ένσταση, σχετικά με την αυθεντικότητα, υποχώρησε.
Είναι η ντοπιολαλιά και η παράδοση ένας τόπος, στον οποίο πολλοί δημιουργοί κρύφτηκαν, και ακόμα κρύβονται, τόσο για να μακιγιάρουν τις δεδομένες λογοτεχνικές τους αδυναμίες, όσο, και κύρια, για να συγκινήσουν, να εκβιάσουν το συναίσθημα. Η περίπτωση του Παπαμάρκου δεν είναι η παραπάνω, λίγες σελίδες αρκούν για να νιώσει ο αναγνώστης την αυθεντικότητα του λόγου, τη δυναμική του βιώματος, την ανάγκη τελικά του συγγραφέα να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα του τόπου του, για να διηγηθεί ιστορίες από το παρελθόν, ιστορίες που αφήνουν μια κάθε άλλο παρά ευχάριστη γεύση των περασμένων, σκληρές καθώς είναι, ποτισμένες με αίμα και δίχως περιττά στολίδια.
Τον Παπαμάρκο δείχνει να τον απασχολεί η σκιά της Ιστορίας, η ασμίλευτη όψη της, η διάρρηξη της σιωπηλής συμφωνίας για απόκρυψη και συγκάλυψη. Αυτό μοιάζει να είναι το κίνητρό του όταν επιλέγει να διηγηθεί ιστορίες στρατιωτών, που άφησαν τα χωριά τους και βρέθηκαν να πολεμούν στα βάθη τής Μικράς Ασίας, λίγο πριν το όραμα μιας Μεγάλης Ελλάδας υποχωρήσει κάτω από την αντεπίθεση του τούρκικου στρατού, επιλέγει να μιλήσει για όσα έγιναν τότε, όχι απαραίτητα ηρωικά, σε καμία περίπτωση για να δικαιολογήσει όσα ακολούθησαν, αλλά για να αναφερθεί σε όσα η επικρατούσα Ιστορία παρέλειψε. Τον εμπνέει όμως και η ζωή στην επαρχία, ελάχιστα ρομαντική και αγνή, με τα μυστικά της κρυμμένα καλά, τα στόματα κλειστά, έναν κώδικα τιμής και ηθικής άγραφο και πανίσχυρο, την οικογένεια και την εκκλησία να διαδραματίζουν ρόλο σημαντικό.
Ανθρωποι που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, δίχως τη θέλησή τους, υπό την απειλή της ζωής τους, άλλοι έριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους και άλλοι το έβαλαν πείσμα να επιστρέψουν, έστω και νεκροί στον τόπο τους. Αυτή η σκληρότητα, που παραλείπεται συνήθως, από μια νοσταλγία αφελή και μια διάθεση βουκολική, προερχόμενη από ανθρώπους της πόλης, που επισκέπτονται το χωριό τους για διακοπές, δίχως να έχουν περάσει έναν χειμώνα εκεί.
Η έντονη προφορικότητα του λόγου, εκείνο που η Λ. τόσο σωστά περιέγραψε, είναι σίγουρα το δυνατό σημείο της συλλογής, καθώς ο Παπαμάρκος επιτυχάνει να αποδώσει στο χαρτί μια γλώσσα πρωτίστως προφορική, προσδίδοντάς της την απαραίτητη αυθεντικότητα, δίχως όμως να στερείται, με αχρείαστη σοβαροφάνεια και λεκτική επιτήδευση, τη δεδομένη ευκολία της λαϊκής παράδοσης στην πρόσληψή της, ανεξάρτητα από την εκπαίδευση, την ηλικία ή την καταγωγή του αναγνώστη. Οι ιστορίες, γνώριμες από παλιά, με διαφορετικούς ήρωες σε άλλες εποχές, σε μια αέναη επανάληψη της μεγάλης Ιστορίας, ειπωμένες με μια ειλικρίνεια ικανή να χαράξει κάποιες εξ αυτών βαθιά στο μυαλό του αναγνώστη.
Αυτή είν’ η αλήθεια όμως. Ούτε περηφανεύομαι ούτε ντρέπομαι. Εγώ έκανα αυτό που έκρινα για τη δικιά μ’ οικογένεια. Εσύ κρίνει για τη δικιά σ’.