«Νομίζω πως το τραγούδι εν γένει ίσως είναι η πιο σημαντική μορφή Τέχνης τουλάχιστον από την άποψη της κοινωνικής λειτουργικότητας. Έτσι που ολοκληρώνεται μέσα σε λίγες συνήθως στροφές κι είναι ταυτόχρονα τόσο απλό, αλλά και τόσο σύνθετο, που πιο πολύ δεν γίνεται: μουσική, λόγος, μα και χορός μαζί, πολλές φορές, εν’ ανεκτίμητο εκεί μικρό περιπλοκάδι. Το πιο συμπυκνωμένο δημιούργημα που μπορούν ν’ απολαύσουν η ψυχή και οι αισθήσεις μας!» ¹
Γ.Ν. 2003
Αυτήν ακριβώς την άποψη-που φαντάζομαι δεν είναι μόνο δική μου- έρχεται προφανώς να επιβεβαιώσει το πολυπληθές και ετερόκλητο κοινό που πλημμύρισε τη Δημοτική μας Πινακοθήκη την Παρασκευή στις 27 του Νοέμβρη. Και προπαντός η προσήλωση² με την οποία παρακολουθήσαμε την πλούσια σε ζωντάνια και αριθμό νεανική χορωδία, που με την καθοδήγηση των Γιώργου Πογιατζή (βιολί), Τίτου Σμυρνάκη (μπουζούκι και μπάσο) και Γιάννη Γιαννακάκη (πιάνο και κιθάρα) μας ζέστανε τις ψυχές.
Η εκδήλωση αυτή, όπως και η εκδήλωση της Ελισ. Βερούλη και σειρά άλλων εκδηλώσεων που έγιναν και που συνεχίζονται στην Πινακοθήκη, πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της έκθεσης του σημαντικού σκηνογράφου Γιάννη Κύρου.
Η παράσταση άρχισε με τον Γιάννη Γιαννακάκη -κιθάρα- και τον Γιώργο Πογιατζή -βιολί- οι οποίοι, ανεβαίνοντας τη σκάλα προς τον επάνω όροφο και ακολουθούμενοι από τα παιδιά της χορωδίας, έδιναν την αίσθηση μιας χαρούμενης παρέας κανταδόρων, τραγουδώντας την “Ανδρομέδα” του Θαν. Παπακωνσταντίνου.
Ανεβαίνοντας σιγά – σιγά κι όλοι εμείς προς τα πάνω, απολαύσαμε μια σειρά τραγουδιών, τόσο από το θεάτρο και τον κινηματογράφο -σε έναν προφανή διάλογο με τα εκθέματα του Γιάννη Κύρου- όσο και αρκετά γνωστά τραγούδια που καθώς εκ των υστέρων πληροφορήθηκα, τα επέλεξαν τα ίδια τα μέλη της χορωδίας, μέσ’ από το πλούσιο ρεπερτόριό τους.
Καθώς ανεβήκαμε πια στον πιο πάνω όροφο της Πινακοθήκης, με τον Γ. Γιαννακάκη στο πιάνο, τον Σμυρνάκη στο μπουζούκι ή στο μπάσο ενίοτε και τον Πογιατζή στο βιολί, ακούσαμε τραγούδια από οπερέτες, όπως “θέλω να δω τον Πάπα” ή “Οι αδελφές Τατά από τον Λαγκαδά” με όλη τη θεατρικότητα που τους αντιστοιχεί ανακαλώντας μνήμες. Αλλά και τον “Μακήθ” του Kurt Weill σε στίχους Bertolt Brecht από το έργο του δεύτερου “Οπερα της πεντάρας”, την “Πάροδο” του Μάνου Χατζιδάκι από τους “Ορνιθες” του Αριστοφάνη καθώς και την “Παράβαση” του Δ. Σαββόπουλου από τους “Αχαρνής” του Αριστοφάνη (το γνωστότατο “Σε γιορτινό αγώνισμα παίζαμε τις αμάδες…” που τραγουδούσε τότε ο πρόσφατα αναχωρήσας Ν. Παπάζογλου).
Ανάμεσα σε πολλά άλλα θυμάμαι και τη “Νήσο των Αζορών” του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους του πολυσχιδούς καλλιτέχνη Μποστ, που τον θυμόμαστε οι παλιότεροι.
Είναι αξιοθαύμαστο το αποτέλεσμα, πόσο μάλλον που πρόκειται για μια συλλογική προσπάθεια μιας χορωδίας που ξεκινά την ιστορία της εδώ και τρία περίπου χρόνια και τα μέλη της αποτελούνται από νέες και νέους δεκαπέντε ως είκοσι πέντε περίπου χρόνων, φοιτητές και μαθητές που δεν είναι επαγγελματίες· αποτελούν όμως νομίζω ένα γερό προζύμι για την καλλιτεχνική φυσιογνωμία της πόλης μας.³
Να μην ξεχάσω ότι και η ενορχήστρωση επίσης αποτελεί συλλογική εργασία των τριών δασκάλων που με μεράκι χτίζουν τις κλίμακες του μέλλοντός μας.
Εκπληκτική και η παρουσίαση από τον Γ. Πογιατζή του σκωπτικού “Πλου – Πλου” όπου, με μιαν αδιανόητη για μένα τεχνική, υποδύεται; μιμείται; μια θηλυκή σοπράνο φωνή με την αρμόζουσα θεατρικότητα στις κινήσεις. Την εξαιρετική άλλωστε δυνατότητά του στις φωνές και τις μιμήσεις και σε άλλα πολλά θα έχουμε τη χαρά ν’ απολαύσουμε την Παρασκευή 22 του Γενάρη στην παράσταση “Πίσω μου σ’ έχω σινεμά”.
Η παράσταση έληξε με το ωραίο τραγούδι του Κραουνάκη “Γλυκά ακουμπήστε στην κουπαστή…” έτσι, καθώς το εσωτερικό της Πινακοθήκης, όπως έχω ξαναγράψει, μοιάζει με καράβι…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ…
1. Γρηγόρης Νιόλης: “Δυο Τραγούδια με Ουρά” εκδόσεις Καλέντης, 2003 (εισαγωγή).
2. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ δεν χρησιμοποιήθηκαν μικρόφωνα, δεν ακουγόταν “άχνα”.
3. Έχουν παρουσιάσει τη δουλειά τους στη Δημοτική Αγορά παλιότερα, στο Μέγαρο Τριανόν, στις Δικαστικές Φυλακές και αλλού.
…ΚΑΙ ΜΙΑ ΕΠΑΝΟΡΘΩΣΗ:
Ζητώ συγγνώμη, επειδή, με δική μου τελική ευθύνη, στο προηγούμενό μου κείμενο “Χάρτινο το Φεγγαράκι”… για την παράσταση της Ελ. Βερούλη παραλήφθηκε εκ παραδρομής η παρακάτω απαραίτητη και σημαντική πρόταση: