Στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλώσσα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν
ἑνικὸ καὶ τὸν πληθυντικὸ ἀριθμό, ποὺ διατηροῦνται μέ- χρι σήμερα, ὑπῆρχε ὁ δυϊκὸς ἀριθμός, ὁ ὁποῖος χρη- σιμοποιόταν γιὰ φυσικὰ ζεύγη (πόδια, χέρια, μάτια κ.λπ.) ἀλλὰ καὶ εὐρύτερα γιὰ ὁποιαδήποτε ἀναφορὰ σὲ δύο ὁμο- ειδῆ (δένδρα, πόλεις, ἄνδρες, πλοῖα, κ.λπ.). Ἀπὸ τὴν Ἀλε- ξανδρινὴ ἐποχή, καὶ μὲ ἐπίδραση ἀπὸ τὴν τάση γιὰ ἁπλού- στευση τῆς (δύσκολης γιὰ τοὺς μὴ Ἕλληνες) ἑλληνικῆς γλώσσας ἄρχισε ἡ σταδιακὴ ἐγκατάλειψή του. Στὴ θέση του πέρασε ὁ πληθυντικὸς ἀριθμός, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξει ἔκτοτε ἄλλη ἀλλαγὴ ὡς πρὸς αὐτὸ τὸ συστατικὸ τῆς γλώσ- σας μας.
Καὶ ὅμως! Ἡ νεότερη ἐποχὴ ἐπιφύλασσε κάτι ποὺ δὲν ὀφειλόταν στὴ γλωσσικὴ παράδοση. Πρόκειται γιὰ τὸν “πληθυντικὸ τῆς εὐγένειας“, ὅπως συνήθως χαρακτηρί- ζεται, μὲ χρησιμοποίησή του κατὰ τὴν ἐπικοινωνία μὲ ἕνα ἄτομο. Σημάδεψε καὶ σημαδεύει τὶς σχέσεις τῶν ἀνθρώ- πων σὲ διάφορες πτυχὲς τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Παράλ- ληλα, ἐκπέμπει μηνύματα ποὺ ἄλλοτε εἶναι σαφῆ ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό τους, ἄλλοτε ἔχουν ἀνάγκη ἑρμηνείας, καθὼς ὁ ὅρος “εὐγένεια”, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὑποκειμενικὸ στοι- χεῖο, μπορεῖ νὰ εἶναι καταφύγιο στὸ ὁποῖο κρύβεται μι- κροῦ ἢ μεγάλου βαθμοῦ ὑποκρισία.
Οἱ πιὸ συνηθισμένες περιπτώσεις στὶς ὁποῖες συναντᾶμε αὐτὸν τὸν πληθυντικὸ εἶναι ἡ πρώτη συνάντηση / γνω- ριμία μας μὲ κάποιο πρόσωπο καὶ ἡ ἐπικοινωνία μὲ ἀνώ- τερον ἢ γενικὰ μὲ κάποιον ποὺ ἀπὸ τὴ θέση τὴν ὁποία κα- τέχει ἢ ἀπὸ τὴν ἰδιότητα ποὺ τὸν συνοδεύει θεωρεῖται ἄξιος τιμῆς ἢ καὶ σεβασμοῦ. Ἀκόμη καὶ σὲ ἄγνωστο νὰ ἀπευ- θυνθοῦμε, τὸν πληθυντικὸ χρησιμοποιοῦμε συνήθως.
Εἶναι συστατικὸ τῆς συμπεριφορᾶς μας βαθιὰ ριζωμέ- νο μέσα μας, γι ́ αὐτὸ καὶ δύσκολα ἀποβάλλεται. Συχνὰ συνδέεται μὲ τὴν ὑπόρρητη ἐπιθυμία μας νὰ κρατᾶμε τὸν ἄλλο σὲ κάποια ἀπόσταση (μέχρι νὰ βρεθεῖ τρόπος νὰ τὸν γνωρίσουμε καλύτερα), εἶναι δηλαδὴ ἐμπόδιο γιὰ ἀνάπτυξη τῆς οἰκειότητας.
Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὡς κοινωνικὰ ὄντα ἐπιζητοῦμε τὴν οἰκειότητα μὲ τοὺς ἄλλους, εὔκολα ὅμως μποροῦμε νὰ ἐξη- γήσουμε ἀφ ́ ἑνὸς τὴν ἐπιφυλακτικότητα μὲ τὴν ὁποία στε- κόμαστε ἀπέναντι σὲ πρόσωπα ἄγνωστα, ἀφ ́ ἑτέρου τὸ σεβασμὸ (πραγματικὸ ἢ ψεύτικο) ποὺ ἐκφράζουμε μὲ τὸ συγκεκριμένο τρόπο. Δὲ λείπουν ὅμως οἱ πιὸ “θαρραλέ- οι” (“ἀγενεῖς” μὲ βάση τὴ συγκεκριμένη σύμβαση), οἱ ὁποῖοι
κοινωνία
29 ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ τί συνηθίζεται χρησιμοποιοῦν ἑνικὸ ἀριθμὸ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ποιό εἶναι τὸ πρόσωπο μὲ τὸ ὁποῖο ἐπικοινωνοῦν. Αὐτὴ ἡ ἐπιλογή τους, πρέπει νὰ ποῦμε, εἶναι σύμφωνη μὲ τὴ μακραί- ωνη παράδοση, τὴν ὁποία οἱ παρατηρητικοὶ γνωρίζουν καλά. Ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς λόγος δὲν γνώριζε πληθυντικὸ τῆς εὐγένειας. Στὴν Ἁγία Γραφή δὲν συναντᾶμε πρόσωπα νὰ μιλοῦν ἀκολουθώντας αὐτὸν τὸν κώδικα. Στὸν Ἰησοῦ Χριστό, καὶ ὅπως εἶναι καταγε- γραμμένο στὰ Εὐαγγέλια, οἱ μαθητές του μιλοῦσαν στὸν ἑνικό. Μέχρι σήμερα ἡ Ἐκκλησία δὲν γνωρίζει, στὸ πλαί- σιο τῆς Λατρείας, τὸν πληθυντικό: “τῆς ἀρχιερωσύνης σου μνησθείη Κύριος ὁ Θεός”, λέει ὁ ἱερέας ἀπευθυνόμενος σὲ ἐπίσκοπο. Πουθενά, ἐπίσης, σὲ εὐχὲς ἐνταγμένες σὲ Ἀκολουθίες δὲν ὑπάρχει πληθυντικὸς τῆς εὐγένειας.
Αὐτὰ τὰ λίγα εἶναι, νομίζω, ἀρκετά, γιὰ νὰ δείξουν τὴν ἀβεβαιότητα (ἀποφεύγω νὰ πῶ ὑποκρισία) μὲ τὴν ὁποία ἀντιμετωπίζουμε τὸ συγκεκριμένο θέμα. Ὅσο καὶ ἂν δὲν μᾶς ἀρέσει ἢ μᾶς προξενεῖ ἀρνητικὴ ἐντύπωση τὸ νὰ μᾶς μιλήσει κάποιος ἄγνωστος σὲ ἑνικό, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι εἴμαστε, καθένας, μιὰ μονάδα, ἑπομένως εἰσπράττουμε αὐτὸ ποὺ μᾶς ἀνήκει. Τὸ πρόβλημα γεννᾶται, ὅταν ἡ συ- γκεκριμένη συμπεριφορὰ ὀφείλεται σὲ πρόθεση τοῦ συ- νομιλητῆ μας νὰ μᾶς ὑποτιμήσει – φανερώνοντας ἔτσι τὸν
ἀλαζονικὸ χαρακτήρα του.
Ἂν θὰ θέλαμε νὰ ὁρίσουμε ἕνα πλαίσιο μὲ συγκεκριμέ-
νους κανόνες συμπεριφορᾶς, θὰ συναντούσαμε σημεῖα μὲ σοβαρὲς δυσκολίες. Ἡ πολυετὴς θητεία μου στὴν ἐκπαί- δευση μὲ ἐφοδίασε μὲ συγκεκριμένη εἰκόνα, ἀναμενόμε- νη: ἐκτὸς ἀπὸ σπάνιες περιπτώσεις, μαθητὲς καὶ γονεῖς / κηδεμόνες χρησιμοποιοῦσαν πάντοτε πληθυντικό.
Μεταξὺ τῶν συναδέλφων ἡ εἰκόνα ἦταν διαφορετική: ὑπῆρχαν ἐκεῖνοι ποὺ ἀπέναντι σὲ ὁρισμένους τουλάχιστον χρησιμοποιοῦσαν (πεισματικά!) πληθυντικό. Προσωπικὴ ἐπιλογὴ σεβαστὴ – προσωπικὰ μὲ ἔβρισκε ἀντίθετο, καθὼς πιστεύω ὅτι ὁ ἀμοιβαῖος σεβασμὸς καὶ ἡ ἐκτίμη- ση θεμελιώνονται ὄχι τόσο στοὺς τύπους ὅσο σὲ θέματα οὐσίας. Διαπιστώνω δὲ μὲ ἱκανοποίηση τὸ ὅτι παλαιοὶ μα- θητές μου, μεγάλοι πλέον στὴν ἡλικία, ἔχουν παραμερί- σει τὸν πληθυντικό, σὰν νὰ ἀπευθύνονται σὲ ἕναν παλιὸ φίλο.
Θέμα παρεμφερὲς καὶ μὲ κοινὰ σημεῖα (θὰ ἔλεγα ὅτι πρό- κειται γιὰ συγκοινωνοῦντα δοχεῖα) εἶναι ὁρισμένες ἀπὸ τὶς προσφωνήσεις ποὺ χρησιμοποιοῦμε ἀπευθυνόμενοι στοὺς ἄλλους. Τὶς λέξεις “κύριε”, “κυρία” (παλαιότερα, σήμε- ρα δὲ σπάνια “δεσποινὶς”) τὶς χρησιμοποιοῦμε βάζοντάς τες μπροστὰ ἀπὸ τὸ ὄνομα ἢ τὴν ἰδιότητα τοῦ συνομιλητῆ μας (κύριε Μιχάλη, κυρία Ἀντωνία, κύριε πρόεδρε, κ.λπ.).
Αὐτὴ ἡ σύμβαση εἶναι ἀκόμη πιὸ βαθιὰ ριζωμένη σὲ σχέ- ση μὲ τὴν προηγούμενη (τοῦ πληθυντικοῦ) καὶ θὰ συνι- στοῦσε, πράγματι, ἀγένεια ἡ ἀπάλειψή της ἀπὸ τὶς συ- νήθειές μας. Γιὰ νὰ συμβεῖ δὲ αὐτό, πρέπει νὰ ἔχει ἐμπε- δωθεῖ εἰλικρινὴς καὶ ἀδιαμφισβήτητη οἰκειότητα (ἐξαίρεση ἀποτελοῦν εἰδικὲς περιπτώσεις, ὅπως π. χ. συζητήσεις μὲ πρόσωπα ποὺ προσφέρουν ὑπηρεσίες – ὑπάλληλοι, ἐργά- τες -, ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὰ ὁποῖα παραμερίζει καὶ τὸν πλη- θυντικὸ ἀριθμό).
Εἶναι ἐντυπωσιακὸ τὸ ὅτι οὔτε αὐτὴ ἡ σύμβαση προ- κύπτει ἀπὸ τὶς κατὰ παράδοση συνήθειες. Προσφώνηση, βέβαια, ὑπῆρχε πάντοτε, μὲ χρήση ὅμως λέξεων ποὺ εἴτε δήλωναν τὸ ὄνομα ἢ κάποια ἰδιότητα εἴτε ἐξέφραζαν συ- ναισθήματα (καὶ ἄποψη) μόνιμα ἢ εὐκαιριακά, κάτι ποὺ διατηρεῖται καὶ σήμερα (φίλε, ἀγαπητέ, κουμπάρε, γιατρέ, καὶ ἄλλα μεταξὺ τῶν ὁποίων κακόηχα καὶ ὑβριστικά). Γι ́ αὐτὸ καὶ δὲν θὰ βροῦμε ποτὲ δίπλα στὸ ὄνομα τοῦ Σωκράτη ἢ τοῦ Θουκυδίδη ἢ ὁποιουδήποτε ἄλλου προσώπου τῆς ἀρχαιότητας τὴν προσφώνηση “κύριε”.
Τὸ ἴδιο καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη (ἡ λέξη “Κύριος” ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὸν Χριστὸ λειτουργεῖ, ὅπως καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, μὲ διαφορετικὸ τρόπο). Οὔτε σὲ ἡγεμόνων (βασιλέων, αὐτο- κρατόρων) τὴν προσφώνηση ὑπάρχει αὐτὴ ἡ λέξη (θὰ βροῦμε ὅμως ἄλλες μὲ τυποποιημένη χρήση), ὅπως δὲν ὑπάρχει καὶ στὸ χῶρο τῆς Λατρείας (“μνήσθητι, Κύριε, τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν Νικολάου”).
“Ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα”, διαπίστωνε ὁ ἀρχαῖος ποιητὴς (κατὰ τὸν Πλούταρχο, ὁ Ἀλκαῖος). Μποροῦμε νὰ τὸ ἐπα- ναλάβουμε καὶ ἐδῶ: ἀπὸ τὶς συγκεκριμένες περιπτώσεις / συμβάσεις ποὺ ἀνέφερα, καὶ ποὺ συνιστοῦν λεπτομέρειες στὸ σύνολο τῆς ἐπικοινωνίας, προβάλλουν ὁ ρόλος καὶ ἡ σημασία τοῦ γλωσσικοῦ κώδικα στὴν ἐξυπηρέτηση ἀλλὰ καὶ διαμόρφωση τῶν κοινωνικῶν σχέσεων.
Υ.Γ. Ἐπειδὴ ἀνέφερα τὴ ρήση τοῦ Ἀλκαίου (ἡ ὁποία χρη- σιμοποιεῖται ὡς παροιμία καὶ σήμερα), προσθέτω τοῦτο: Ὁ Λουκιανὸς στὸ ἔργο του “Ἑρμότιμος ἢ περὶ αἱρέσεων” (54) βάζει στὸ στόμα τοῦ Ἑρμότιμου τὰ ἑξῆς λόγια· «λέγεται ὅτι κάποιος γλύπτης, νομίζω ὁ Φειδίας, ὅταν εἶδε τὸ νύχι μόνο τοῦ λιονταριοῦ ὑπολόγισε πόσο πρέπει νὰ εἶναι τὸ μέγεθος ὁλόκληρου τοῦ λιονταριοῦ, μέγεθος ἀνάλογο μὲ αὐτὸ τοῦ νυχιοῦ». Ἡ ἀπάντηση (ὄχι ὅμως ἐπὶ τῆς οὐσίας) ἦρθε ἀπὸ τὸν συνομιλητή του Λυκίνο: δὲν θὰ μποροῦσε ὁ Φειδίας νὰ καταλάβει ὅτι τὸ νύχι ἦταν λιονταριοῦ, ἂν προηγουμένως δὲν εἶχε δεῖ λιοντάρι!
*Ο Γεώργιος Ἰ. Λουπάσης είναι φιλόλογος