Καταχρηστικῶς χρησιμοποιῶ τὴ λέξη “παράδοξα”: φαντάζομαι πὼς οἱ περισσότεροι θὰ βροῦν ὅτι εἶναι μάλλον φυσιολογικὸ νὰ συμβαίνει αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ γίνει σύντομος λόγος.
Πρόκειται γιὰ ἐπιβιώσεις (ἢ ἀποτυπώσεις) στὴ σημερινὴ γλώσσα στοιχείων τῆς λόγιας γλωσσικῆς παράδοσης. Στοιχείων τὰ ὁποῖα ἔχουν δεθεῖ σφιχτὰ μὲ τὸ “σῶμα” τῆς καθημερινῆς φρασεολογίας, σὲ βαθμὸ ποὺ ἴσως δὲν συνειδητοποιοῦμε τὴν παρουσία τους στὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἄλλους.
Τμῆμα τοῦ γλωσσικοῦ αὐτοῦ ὑλικοῦ ἀποτελοῦν στερεότυπα ποὺ προέρχονται κυρίως ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα στὸ σύνολό της (ὁμηρικὸς λόγος, κλασικὴ καὶ ἑλληνιστικὴ ἐποχὴ) καὶ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα – γιὰ τὶς ἐπιδράσεις τῆς ὁποίας ἔχει γίνει λόγος κατὰ τὸ παρελθὸν καὶ ἀπὸ τὴ θέση αὐτή. Φράσεις – στερεότυπα ὅπως “μολὼν λαβέ”, “Θεοῦ θέλοντος”, “ἥξεις ἀφήξεις”, “γνῶθι σαυτόν”, “γῆ καὶ ὕδωρ”, “ἀπὸ μηχανῆς θεός”, “ἀντίπαλον δέος”, “ἄκρον ἄωτον”, “φείδου χρόνου”, “πνέω μένεα”, “πάταξον μέν, ἄκουσον δέ”, “πάντα ῥεῖ”, “νῦν ὑπὲρ πάντων ὁ ἀγών”, “νόστιμον ἦμαρ”, “οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος”, “αἰδώς, Ἀργεῖοι” καὶ πολλὲς ἄλλες ἔχουν εὐρύτατη διάδοση καὶ χρησιμοποιοῦνται πολὺ συχνά. Κοντὰ σ’ αὐτὲς ὑπάρχουν ἄλλες φράσεις, παροιμίες, ἀποφθέγματα ἢ ποὺ σχηματίσθηκαν μὲ ἀφορμὴ κάποιο σημεῖο τῆς ζωῆς τῶν ἀρχαίων: “δρακόντεια μέτρα”, “δαμόκλειος σπάθη”, “στεντόρεια φωνή”, “πύρρειος νίκη”, “περὶ ὄνου σκιᾶς”, “μῆλον τῆς ἔριδος”, “μερὶς τοῦ λέοντος”, “κατόπιν ἑορτῆς”, “ἰδού ἡ Ρόδος, ἰδού καὶ τὸ πήδημα”, “ἀρχὴ ἥμισυ τοῦ παντός”, “ἀχίλλειος πτέρνα”, “ἀσκοὶ τοῦ Αἰόλου”. Ἀμέτρητα δὲ εἶναι τὰ λεκτικὰ σύνολα, κυρίως ἐμπρόθετα, ποὺ δίνουν τὸ δικό τους χρῶμα στὸ λόγο, γραπτὸ ἢ προφορικό.
Τὸ “παράδοξο” ποὺ ἀναφέρθηκε παραπάνω δὲν σχετίζεται μὲ αὐτὸ τὸ τμῆμα τοῦ γλωσσικοῦ ὑλικοῦ, ἀφοῦ ποτὲ στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου δὲν ἔπαψαν νὰ χρησιμοποιοῦνται αὐτὰ τὰ στερεότυπα καὶ οἱ φράσεις. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ λεκτικὰ σύνολα νεότερα ἢ παλαιότερα, ἀπόρροια τῆς λόγιας γλωσσικῆς παράδοσης. Τὸ “παράδοξο” σχετίζεται μὲ τὴν χωρὶς ἐπιφυλάξεις ὑπαγωγὴ στὸ τυπικὸ τῆς λόγιας γλώσσας σειρᾶς ὁλόκληρης λέξεων, σχεδὸν στὸ σύνολό τους κυρίων ὀνομάτων. Ἐνταγμένα αὐτὰ στὸν ρέοντα καθημερινὸ λόγο δὲν τὰ προσέχουμε. Ἂν ὅμως κάποια στιγμὴ τὰ ἀπομονώναμε, ἴσως γελούσαμε, ἴσως καὶ νὰ διασκεδάζαμε.
Πρώτη ὁμάδα τέτοιων λέξεων θὰ ἀναφέρω ἐπώνυμα γυναικῶν. Εἶναι γνωστὸ ὅτι τῶν γυναικῶν τὰ ἐπώνυμα βρίσκονται πάντοτε σὲ πτώση γενική, κατάλοιπο, προφανῶς, ἀπὸ τὰ ἰσχυρότερα τῆς ἐποχῆς τῆς Πατριαρχίας. Ἡ γενικὴ (ὅπως καὶ οἱ ἄλλες πτώσεις) σχηματίζεται μὲ συγκεκριμένες καταλήξεις. Μποροῦμε λοιπὸν πολὺ εὔκολα νὰ διαπιστώσουμε ὅτι κάποια ἀπὸ τὰ ἐπώνυμα γυναικῶν χρησιμοποιοῦνται σήμερα μὲ κατάληξη ὄχι προσαρμοσμένη στὴ νεοελληνικὴ Γραμματική, ἀλλὰ σύμφωνη μὲ τὴ Γραμματικὴ τῆς λόγιας παράδοσης. Π. χ., ἀναφέρονται οἱ κυρίες Πολίτου, Κοσμίδου, Κωνσταντινίδου, Πατουλίδου, Μερεντίτου, Μαυρίδου, Ἀξιώτου, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε ἡ κατάληξη νὰ εἶναι σὲ ἦτα, ὅπως συμβαίνει ὅταν γίνεται λόγος γιὰ ἄνδρες (τοῦ Πολίτη, τοῦ Μαυρίδη κ.λπ.). Αὐτὸ παρατηρεῖται μόνο μὲ ἐπώνυμα τὰ ὁποῖα κατὰ τὴν παλαιὰ Γραμματικὴ ἀνῆκαν στὴν πρώτη κλίση, στὴν ὀνομαστικὴ δὲ (τοῦ ἀρσενικοῦ γένους) λήγουν σὲ -ης. Ἀντίθετα, ἐπώνυμα μὲ κατάληξη σὲ -ας σχηματίζουν τὴ γενικὴ σὲ -α (χωρὶς νὰ ἀποκλείεται νὰ ὑπάρχουν περιπτώσεις ἐπωνύμων μὲ γενικὴ σὲ -ου). Νὰ προστεθεῖ, πάντως, ὅτι στὴν ἴδια περίπτωση ἀνήκουν καὶ ἐπώνυμα ἀνδρῶν, προερχόμενα ἀπὸ βαπτιστικά, ποὺ χρησιμοποιοῦνται ἀποκλειστικὰ σὲ γενικὴ πτώση (καὶ μὲ αὐτὴν τὴ μορφὴ περνοῦν καὶ στὶς γυναῖκες): Ἀναγνώστου (ἀπὸ τὸ Ἀναγνώστης), Ζαχαρίου (Ζαχαρίας), Ἰωάννου / Παπαϊωάννου / Χατζηιωάννου (Ἰωάννης), Ἀνδρέου / Παπανδρέου / Χατζηανδρέου (Ἀνδρέας), Θωμᾶ (Θωμᾶς), Ἰορδάνου (Ἰορδάνης), Ταξιάρχου (Ταξιάρχης).
Μὲ τὴν εὐκαιρία, νὰ σημειωθεῖ λάθος σοβαρὸ (πράγματι δὲ παράδοξο!) ποὺ γίνεται μὲ ἐπώνυμα τὰ ὁποῖα ἔχουν τὴν κατάληξη (ἀρσενικοῦ) -ων: Κοντολέων, Πανταλέων, Καντανολέων, Ἱερομνήμων. Ὅταν χρησιμοποιοῦνται γιὰ γυναῖκες, πρέπει νὰ ἀλλάζουν μορφή, νὰ μεταφέρονται δηλαδὴ σὲ πτώση γενική: Κοντολέοντος, Πανταλέοντος, Καντανολέοντος, Ἱερομνήμονος. Καὶ ὅμως, τὰ διατηροῦν ἀμετάβλητα. Μάλιστα, ἀμετάβλητα τὰ ἀφήνουν καὶ ἄνδρες, ὅταν εἶναι ἀνάγκη νὰ τὰ χρησιμοποιήσουν σὲ ἄλλη ἐκτὸς τῆς ὀνομαστικῆς πτώση. Εἶναι λάθος ποὺ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση καὶ μὲ τὴν αἰσθητικὴ τῶν λέξεων. Ὡς παράδειγμα σωστῆς μορφῆς τοῦ ἐπωνύμου ἀναφέρω αὐτὸ τῆς γνωστῆς μουσικοῦ Λένας Πλάτωνος καὶ τῆς βουλευτίνας κυρίας Νίκης Κεραμέως (ἀπὸ τὴν ὀνομαστικὴ “Κεραμεύς”) .
Δεύτερη ὁμάδα λέξεων βρίσκεται στὶς ὀνομασίες τῶν δρόμων. Σὲ πολλὲς ἀπὸ αὐτὲς ἔχει παγιωθεῖ μορφὴ σύμφωνη μὲ τὸ τυπικὸ τῆς λόγιας γλώσσας. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι σ’ αὐτὸ ἔχει συμβάλει σὲ μεγάλο βαθμὸ τὸ ὅτι παλαιότερα ἐπίσημη μορφὴ τῆς γλώσσας ἦταν ἡ καθαρεύουσα, μὲ ἀποτέλεσμα ἀκόμη καὶ τὰ ὁδωνύμια νὰ προσαρμόζονται στὸ τυπικό της. Ἔτσι (ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ) ἀπὸ τότε ποὺ γεννηθήκαμε ἀκοῦμε νὰ γίνεται λόγος γιὰ τὶς ὁδοὺς (στὴν Ἀθήνα) Βασιλέως…, Βασιλίσσης…, Κηφισίας, Πατησίων, Ἀριστείδου, Περικλέους, Θεμιστοκλέους, Μιλτιάδου, Ἑρμοῦ, Ἐρατοῦς, Σαπφοῦς, Σωκράτους, Σοφοκλέους, καθὼς καὶ γιὰ τὴν πλατεία Κλαυθμῶνος. Ἀκόμη καὶ ξένα ὀνόματα ἐξελληνίσθηκαν, γιὰ νὰ προσαρμοσθοῦν σ’ αὐτὸ τὸ ἴδιο τυπικό: (ὁδοὶ) Κοδριγκτῶνος, Μαιζῶνος, Βύρωνος, (πλατεία) Κάνιγγος. Ἀνάλογες, καὶ οὐκ ὀλίγες, περιπτώσεις ἔχουμε καὶ στὰ Χανιά. Σημειώνω κάποια ἀπὸ τὰ ὀνόματα ποὺ συναντᾶμε σὲ ἀναρτημένες πινακίδες: Ἀποστολίδου, Κριτοβουλίδου, Ξανθουδίδου, Εὐκλείδου, Ἀλκιβιάδου, Μητροπολίτου…, Πατριάρχου…, Ἰωάννου (Σφακιανάκη), Ἐθνάρχου (Βενιζέλου), Καποδιστρίου, Ἀναγνώστου (Μάντακα, Γογονῆ), Περίδου. Ἀκόμη καὶ περιπτώσεις ὅπως Πειραιῶς, Ἀθηνῶν, Μίνωος θὰ μποροῦσαν νὰ μνημονευθοῦν, καθὼς εἶναι γνωστὸ πὼς ἔχουν πλέον ἐπικρατήσει οἱ τύποι Πειραιάς, Ἀθήνα, Μίνωας (ἀλλὰ καὶ Πάτρα, ἐνῶ γίνεται λόγος γιὰ τὸν ἐπίσκοπο Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανό).
Ἂν καὶ εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ θεωρηθοῦν περιττές, ἐπιβάλλεται νὰ γίνουν δύο ἐπισημάνσεις. Πρῶτον, ὅτι ὅσα ἀνέφερα σχετίζονται μόνο μὲ λέξεις οἱ ὁποῖες θὰ περίμενε κανεὶς νὰ ἔχουν ἀφομοιώσει κατὰ τὴν κλίση τους βασικὸ κανόνα τῆς νεοελληνικῆς Γραμματικῆς. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ ὅτι πρόκειται γιὰ κύρια ὀνόματα. Δεύτερον, ὡς πρὸς τὰ ὀνόματα προσώπων τῆς ἀρχαιότητας, ὑπάρχει διχογνωμία γιὰ τὸ ἂν εἶναι σωστὸ νὰ ἀλλάζουμε τὴ μορφή τους, εἴτε στὴν ὀνομαστικὴ εἴτε κατὰ τὴν κλίση τους: Πλάτων, Ξενοφῶν, Ἀγαμέμνων, Ἀριστογείτων, Δευκαλίων, Ζήνων ἢ Πλάτωνας, Ξενοφώντας, Ἀγαμέμνονας…; Τοῦ Πλάτωνος, τοῦ Ξενοφῶντος, τοῦ Σωκράτους, τῆς Σαπφοῦς…; Ὁδηγὸς καὶ ἐδῶ εἶναι ἡ αἰσθητικὴ τῆς γλώσσας, καθὼς μάλιστα πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ χρησιμοποιοῦνται καὶ σήμερα ὡς βαπτιστικὰ (Ἀχιλλέας, Σοφοκλῆς, Περικλῆς, Μιλτιάδης, Σαπφώ, Θησέας, Ἡρακλῆς, Ἡρώ, Θεοκλῆς, Θεανώ, Κλειώ, Ὀδυσσέας, Ἐρατώ, ἀλλὰ καὶ Φωκίων, Κίμων, Ἕκτωρ, Κύδων, Στίλπων, Φαίδων, Φιλοποίμην). Προφανῶς, μιλώντας π. χ. γιὰ τὸ αὐτοκίνητο κάποιου προσώπου ποὺ ἔχει ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὀνόματα, θὰ γελάσουν πολλοί, ἂν ποῦμε ὅτι εἶναι τοῦ Σοφοκλέους ἢ τοῦ Ὀδυσσέως ἢ τῆς Κλειοῦς ἢ τοῦ Θεοκλέους! Αὐτὸ τὸ κάνουμε μόνον ὅταν θέλουμε νὰ δώσουμε τόνο εὐθυμίας στὸ λόγο (θυμίζω τὸν ἀξέχαστο ἠθοποιὸ Χρῆστο Τσαγανέα μὲ τὴν ἐπωδὸ “τοῦ Θεμιστοκλέους βεβαίως βεβαίως” στὴν κωμωδία “Τὸ ξύλο βγῆκε ἀπ’ τὸν Παράδεισο”).
Εἶναι αὐτονόητο τὸ ὅτι σκοπὸς τοῦ σημερινοῦ σημειώματος δὲν εἶναι ἡ καταδίκη ἢ καὶ ἡ ἐξαφάνιση, μὲ κάποιο τρόπο, ὅσων δὲν εἶναι σύμφωνα μὲ τὴ νεοελληνικὴ Γραμματική. Καταγραφὴ καὶ ἐπισήμανση γίνεται, μὲ τρόπο μάλιστα πολὺ σύντομο καὶ μὲ τὴν ἐπίκληση λίγων παραδειγμάτων.
Ἐν τέλει, ἴσως μένει ἡ ἀπορία ποῦ βρίσκεται τὸ “παράδοξο” γιὰ τὸ ὁποῖο ἔγινε λόγος στὴν ἀρχή. Ἀνεξαρτήτως ὅμως τοῦ πῶς καθένας βλέπει τὸ θέμα, τὸ πλέον (καὶ ὄντως) παράδοξο εἶναι τὸ ὅτι φαινόμενα σὰν κι αὐτὸ δὲν τὰ ὑπολογίζουν ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνοῦνται τὴν ἑνότητα καὶ τὴ συνέχεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Ὅπως δὲν ὑπολογίζουν καὶ ἄλλα στοιχεῖα, ἱκανὰ ὅλα μαζὶ νὰ πείσουν ὄχι μόνο τοὺς δύσπιστους ἀλλὰ καὶ τοὺς προκατειλημμένους.
* Ο Γεώργιος Ἰ. Λουπάσης είναι Φιλόλογος