Οίτη με τις νεράιδες σου και με τα ξωτικά σου
που εσένα πρωτοαντίκρισα όταν είδα το φως,
πόσο πεθύμησα να πιώ τα γάργαρα νερά σου
όπως τότε που ‘ρχόμουνα ξυπόλητος, μικρός!
Πόσο πεθύμησα να δω τις λυγερές οξιές σου,
τα έλατα, τα πλατάνια σου, την τσιάφη και τα χιόνια
στα μονοπάτια να διαβώ που ‘χεις τις λαγκαδιές σου,
ν’ αφουγκραστώ λαλήματα από τα μύρια αηδόνια!
Κάτω απ’ τα πλατάνια σου να γείρω να πλαγιάσω,
ν’ ακούω τον κούκο να το ‘’λέει’’ στις άγριες ρεματιές,
την ευωδιά απ’ το τσάι σου, το άγριο, να χορτάσω
και στα κλωνάρια να ‘βλεπα μύριες πουλιών φωλιές!
Πεθύμησα ένα λιόγερμα ν’ ακούσω ένα τραγούδι
από τον γέρο τσέλιγκα και να χαρεί η ψυχή μου,
ω, να χαϊδέψω ανάλαφρα το πιο όμορφο λουλούδι
και να του πω τα βάσανα που μ’ ήβραν στην ζωή μου!
Να σηκωθώ και ν’ ανεβώ, η μέρα πριν χαράξει,
σε μια θυμαροσκέπαστη – απ’ τις μύριες σου – ραχούλα
να νιώσω την δροσούλα σου με χάρη να σταλάξει
επάνω στ’ άσπρα μου μαλλιά, πλάι σε μια βρυσούλα!
Κι ύστερα, να ‘γερνα απαλά πάνω στην ώρια χλόη
πριν έρθει η μάγισσα η καλή για να μ’ αποκοιμίσει,
ν’ αφουγκραστώ το θλιβερό του γκιώνη το μοιρολόι
κι η αυγούλα για στερνή φορά τα μάτια μου να κλείσει!