ΣΚΟΡΠΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ…
Μαυροφόρα. Εκεί γύρω στα 75 και κάτι. Τα καταφέρνει ακόμα ως φαίνεται, να κάνει μόνη της τις δουλειές και τις μικροαγορές της στο κέντρο. Εκεί λοιπόν, λίγο πριν την Αγορά μας, τη βλέπουμε να γλιστρά σε απόσταση δυο μέτρων και να πέφτει σε αργή κίνηση στο πεζοδρόμιο!
Βρέθηκε κάτω, πιθανότατα εξ αιτίας της επιφάνειας μιας σειράς πλακακιών που μοιάζουν να έχουν…λειανθεί απ’ τη πολλή χρήση!
Στο ίδιο σημείο ακριβώς, που παραλίγο να τουμπάρουμε κι εμείς τις προάλλες! Κι ας φοράμε πλάκα παπούτσι, κι ας πηγαίνουμε με βήμα σημειωτόν!
Στεκόμαστε πάνω απ’ τη γυναίκα, αδυνατώντας να τη βοηθήσουμε, μια που ακόμα αναρρώνουμε απ’ το σπάσιμο του δεξιού χεριού, που σπαραλιάσαμε πέρυσι, σκοντάφτοντας στο…αόρατο σκαλάκι ενός κέντρου, που δεν είχε σήμανση, παρά του ότι ήταν στο ίδιο χρώμα με το υπόλοιπο δάπεδο!
Η γυναίκα προσπαθεί, αλλά αδυνατεί να σταθεί στα πόδια της. Ευτυχώς καταφθάνουν δυο άνδρες, την αρπάζουν απ’ τις μασχάλες και τη σηκώνουν. Τυχερή η άγνωστη φίλη μας! Τη γλύτωσε αυτή τη φορά! Την άλλη όμως;
ΑΝΑΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΤΣΟΥΝΑΜΙ…
Στην ατμόσφαιρα, στην οθόνη μας, πλανάται κάτι…ύποπτα γαλήνιο κι αιθέριο. Όμως κάτι τρέχει! Διότι μας έρχεται…κύμα! Μικρό ή μεγάλο; Ποιος ξέρει; Το πότε θα μας φτάσει εξαρτάται από την απόσταση που βρισκόμαστε απ’ το…επίκεντρο του…σεισμού! Διότι κάπου εδώ γύρω έγινε σεισμός!!
Το τσουνάμι θα χτυπήσει νησάκια, βράχους, βραχονησίδες και ακτές βεβαίως, με διαφορά ενός τετάρτου, ειδοποιούν στον ασύρματο. Ευτυχώς να λέμε που η υπόθεση αυτή δεν είναι ούτε τωρινή, ούτε και τόσο κοντά μας! Κάπου, σε κάποιο Αρχιπέλαγος, δέκα χρόνια πριν, έγινε το συμβάν που παρακολουθήσαμε σε ντοκιμαντέρ τις προάλλες.
Γι’ αυτό εμείς ας μείνουμε ήσυχοι στα μπανάκια μας, στις πλαζ μας, κάτω απ’ τα ομπρελάκια μας! Δεν κινδυνεύουμε παρά μόνο από τον ήλιο που μπορεί να μας κάψει, να μας κοκκινίσει και το πολύ-πολύ να μας ξεφλουδίσει λιγάκι.
Ή να μας προσεγγίσει μικρό κοπάδι…πεινασμένων ψαριών που θα πλέει στα ρηχά, αναζητώντας…κατιτί να τσιμπήσει. Μικρό το κακό! Και για τον…ιό, ούτε λόγος! Αυτόν τον ξεπεράσαμε!! Όλα καλά λοιπόν! Και δεν χρειάζεται τώρα να επιτρέπουμε να μας παρενοχλεί η δολερή σκέψη της έκρηξης του ηφαίστειου της Θήρας κι εκείνων των Αρχαίων συμπολιτών μας που βρήκαν τον μπελά τους! Είδαμε και πάθαμε να φέρουμε το καλοκαιράκι, και θα ‘λθουν τώρα κάποια παλιά…ντοκιμαντέρ να μας το χαλάσουν;
«ΚΥΡΙΑ… ΚΥΡΙΑ…»
Αργά το απογευματάκι σε πολυσύχναστη κάθετο που συνδέει δυο λεωφόρους. Σε προσπερνά ξυστά, ξαφνικά κάνει στροφή και…πέφτει επάνω σου! Είναι νέος μ’ ευγενικό πρόσωπο και κάτι σου λέει με σπασμένη φωνή. Κοντοστέκεσαι και προσπαθείς να βγάλεις νόημα, μα μόνο πνιχτοί φθόγγοι φτάνουν στ’ αυτιά σου. Κι ένα πιο δυνατό «Κυρία, κυρία…» που προηγείται. «Δεν σε καταλαβαίνω παιδί μου!» λες κι αυτός συνεχίζει το ίδιο τροπάρι. Θέλεις πολύ να δεις τι ζητά το παιδί, σε ξενίζει όμως το γεγονός πως έχει χωμένο το κεφάλι βαθιά στη κουκούλα του μπουφάν κι ας είναι κατακαλόκαιρο! Καθώς απομακρύνεσαι με γοργά βήματα κι ενώ ο νέος έχει χαθεί στη γωνιά, συνθέτεις φθόγγους κι αντιλαμβάνεσαι πως σου έχει πει: «Κυρία, κυρία! Μήπως έχετε λεφτά να μου δώσετε να πάρω τσιγάρα!» Σου μιλούσε και στον πληθυντικό!
Στεναχωριέσαι που δεν βοήθησες το παιδί, αλλά εάν τον είχες καταλάβει κι είχες βγάλει το πορτοφόλι τι θα μπορούσε να είχε συμβεί; Μπορεί να είχαν κάνει φτερά όλα σου τα χρήματα! Πιθανότατα να βρισκόσουν και ξάπλα στο πεζοδρόμιο! Ληστεία κατάκεντρα; Ίσως λέμε…
Ο ΑΚΡΙΤΑΣ!!
Υπέργηρος, αλλά ακόμα ακμαίος. Πάντα στην ίδια θέση. Μόνιμα καθισμένος σε καρεκλάκι παλαιού τύπου στην μια άκρη του μπαλκονιού.
Αυτή που ακουμπά στην ανηφόρα, για να τσακώνει τους περαστικούς και να πιάνει τη κουβέντα. Η άλλη αιωρείται στην…άβυσσο του…επίγειου παραδείσου του. Δεν χορταίνει ο γέροντας να καμαρώνει το ατέλειωτο τοπίο από κάτω! Κατάφυτοι λόφοι και λοφίσκοι, πεύκα, κυπαρίσσια, ελιές που κατηφορίζουν προς τ’ αμπέλια, κι ο κάμπος όλος με τα χωριά του στα πόδια του! Ή μάλλον στην επικράτειά του…
Διότι εκεί που τελειώνει το πράσινο, στην άκρη της όμορφης εικόνας του, αναπαύεται μια άλλοτε γαλήνια κι άλλοτε ταραγμένη θάλασσα, που…ακουμπά…χαμένες πατρίδες. Κι ο γέρος -απόγονος εκδιωγμένων Μικρασιατών- αυτό δεν μπορεί να το χωνέψει! Κοιτά μ’ αγάπη -ενίοτε με μίσος- το βουνό, από όπου αγναντεύει κάθε πρωί τον ήλιο να προβάλλει μέσα σε μια πανδαισία χρωμάτων.
Ακούει και στην τηλεόραση τις κραυγές του θεριού που βρυχάται ολημερίς από απέναντι, και βράζει το αίμα του. Σηκώνει τότε την μαγκούρα στον αέρα, την ανεμίζει προς τα εκεί μ’ όλη του δύναμη και λέει: «Αχ! Να ήμουνα νέος εγώ τώρα, και θα σας έδειχνα, που θέλετε κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα!!»
ΤΟ ΡΟΖ ΠΑΠΛΩΜΑΤΑΚΙ…
Καλά καπλαντισμένο όπως το άφησε η μάνα, μέσα στο χιονάτο του σεντόνι. Κι ας έχει μείνει μισό αιώνα σε αχρηστία. Ροζ, με σατέν κάλυμμα, γεμάτο μπαμπάκι. Και βεβαίως ασήκωτο! Ήταν το παιδικό της πάπλωμα! Χαμογελά καθώς ψαχουλεύει για τυχόν ευρήματα ανάμεσα στις βαριές του δίπλες. Τίποτα! Μόνο οι αναμνήσεις είν’ ακόμα εδώ!
Σαν να βλέπει τώρα δα τη μάνα να ΄το έχει απλωμένο στο φαρδύ διάδρομο του πάνω ορόφου του ψηλοτάβανου σπιτιού της, να μετρά, να τραβά και να ράβει το σεντόνι γύρω-γύρω με χονδρή βελόνα…Για να μην λερώνονται οι άκρες του, της είχε εξηγήσει! Γιατί βέβαια στ’ ορεινό χωριό τους, ούτε πλυντήρια, ούτε και καθαριστήρια υπήρχαν το καιρό εκείνο.
Το κοιτά με θλίψη. Σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε που παιδούλα ακόμα, έβρισκε θαλπωρή στην ασφάλεια και στην ζέστα του, τις κρύες νύχτες που ο αέρας λυσσομανούσε στο βουνό από πάνω κι η βροχή κυλούσε ρυάκια στα καλντερίμια. Χειμώνες και χειμώνες παρέα! Αγκαλιά με την κούκλα της να πέφτει σε γλυκό, βαθύ ύπνο κάτω απ’ το σατινένιο παπλωματάκι.
Τώρα όμως τι πάει να κάνει, καθώς το σηκώνει και το βάζει σε διάφανη σακούλα; Δεν της αρέσει, αλλά πρέπει να γίνει κι αυτό! Με κόπο το σέρνει μέχρι τους κάδους, το αφήνει ανάμεσά τους και ψιθυρίζει: «Καλή τύχη να’ χεις! Και μην μου έχεις παράπονο. Δεν βλέπεις που ούτε να σε σηκώσω δεν μπορώ πιά!»