Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024

Γνώρισα τον άνθρωπο…

…Έσυρε µε δυσκολία τα βήµατά του στη λιτή του σκήτη ο γέρο-ασκητής.   Κάθισε ασθµαίνοντας στο λιθόκτιστο πεζούλι της µικρής αυλής.  Η πρωινή βόλτα στην εξοχή –χρόνια συνήθειά του- τον είχε εξουθενώσει. Τα ενενήντα και πλέον χρόνια του, βάραιναν αφόρητα τα ασθενικά του τα ποδάρια.  Έβγαλε από την τσέπη του ράσου, ένα µικρό φθαρµένο ευαγγέλιο. Το άνοιξε, και άρχισε να διαβάζει και να σιγοψέλνει…  Από τις πέντε αισθήσεις του γέρου, η όραση δεν τον είχε εγκαταλείψει παρά το προχωρηµένο της ηλικίας του…
…Τον διέκοψε ένα διακριτικό βήξιµο.  Στράφηκε κατ’ κει.  Ένας νεαρός διαβατάρης στεκόταν στην είσοδο της µικρής αυλής. Ο γέρο-ασκητής, ένευσε µε καλοσύνη στον νιόφερτο:
«Πέρασε τέκνο µου…Καλώς όρισες στο φτωχικό µου» και του έδειξε µια πέτρα απέναντί του, σµιλεµένη στην άνω επιφάνεια έτσι ώστε να προσφέρεται σαν κάθισµα.
Κάθισε ο νιόφερτος.  Πολλές –ως φαίνεται- οι απορίες του, άρχισαν να εκφράζονται σε χείµαρρο ερωτήσεων:
«Παππούλη, πώς µπορείς µόνος σου, µέσα στην απόλυτη µοναξιά;»
«Μοναξιά; Ποια µοναξιά γιε µου! Εγώ εδώ, ζω µε το Θεό…»
Τον έκοψε µε µια κίνηση ο νεαρός:
«Εδώ ζεις µε το Θεό, παππούλη; Εδώ στην ερηµιά;…εξήγησέ µου!»
«Ναι, τέκνο µου, εδώ…εδώ µου µιλάει ο Θεός µέσα από τα δηµιουργήµατά Του:                  Το πρωϊνό γλυκοκελάδηµα των πουλιών, η αρµονία των λουλουδιών, των θάµνων, των φυτών, των δέντρων, των αγριµιών –που τίποτ’ από όλα αυτά δεν φροντίζει  ανθρώπου χέρι- τι άλλο είναι;…Τι άλλο δείχνει από τη Σοφή Παρουσία Εκείνου, µέσα από την Κτίση Του; Εδώ βλέπω όλα όσα σου είπα κι άλλα τόσα, και θαυµάζω τον Κύριο…        Ενώ εσύ, στις Πολιτείες που γυρνάς και γυροφέρεσαι, ακόµη και στην περίλαµπρη την Εκκλησιά που βλέπεις –τον Οίκο του Θεού- ποιον θαυµάζεις; Μα το Μηχανικό, τον Αρχιτέκτονα θαυµάζεις, για να µην σου πω κι άλλα παραδείγµατα…Και ξέρεις κάτι; Είσαι µόνος µέσα στο απέραντο το ανθρωπολόϊ!…Μα είσαι νιος, δεν το αισθάνεσαι.  Εύχοµαι, να µην µε θυµηθείς αργότερα!  Ενώ εδώ σε µένα, δεν έχει χώρο η µοναξιά…δύσκολο να το εννοήσεις τέκνο µου!»
Έπεσε σιωπή, αλλά όχι για πολύ. Τη σιωπή,  “έσπασε” ο  περίεργος νεαρός:
«Είσαι πολλά χρόνια εδώ, στην ερηµιά σου, παππούλη;»
«Από τα τριάντα µου χρόνια, τέκνο µου…από τα τριάντα µου…εξηνταπέντε ολάκερα χρόνια!»
«Γιατί;…γιατί παππούλη;…Γιατί;» επέµεινε ο νεαρός.
«Γνώρισα τον άνθρωπο!…»
«∆ηλαδή;…» τον έκοψε και πάλι ο νεαρός.
«Ευεργέτησα τον πλησίον µου και γνώρισα αχαριστία…και θυµήθηκα τη γνωστή ρήση: “Ουδείς αχαριστότερος του ευεργετηθέντος…”…Και όταν του θύµισα τι έκανα για εκείνον, µε είπε: ”µικροπρεπή!”…»
«Χτύπησα την πόρτα του αδερφού…και δεν µου άνοιξε! Και έφτασα στο συµπέρασµα: “∆εν είναι πάντα αδέλφια, όσα βγαίνουν από την ίδια µήτρα!”…»
«Προσπάθησα να εφαρµόσω το δίκιο στην εργασία µου, και ο εργοδότης µε απέλυσε…»
«Μου φόρεσαν το χακί και µου’ δωσαν  και όπλο να σκοτώσω τον συνάνθρωπο, για να
του πάρω –λέει- το βιος του!…”και σαν πεθάνω, τι θα πάρω από τούτο;”-σκέφτηκα-
“Τίποτα!…µόνο δυο µέτρα γης…κι αυτά, µέχρι η ύλη σου να γίνει χώµα!”, µου
αποκρίθηκε µια φωνή εντός µου!…»
«Μα είδα και µάνες να πετούνε τα παιδιά τους…συζύγους να µοιχεύονται να κλείνουν σπίτια µε παιδιά, έρµαια πλέον στην όποια τύχη!…Είδα παιδιά να “πετάνε” τους γέροντες γονείς σε γηροκοµεία –στην καλύτερη περίπτωση-».
«Μα είδα και το “∆ίκιο του Ισχυρού” να επιβάλλεται στους όπου Γης αδύναµους!»
«Είδα και Γολγοθάδες σε κάθε γωνιά ετούτου του πλανήτη, µε Βαραββάδες πλέριους να δικαιώνονται, µα και δικαίους να σταυρώνονται καθηµερίς, οληµερίς!…»
«Είδα τη Θέµιδα να’ χει ακέραια την όραση πίσω απ’ το µαντήλι των µατιών, ανάλογα µε την ιδιότητα του δικαζόµενου!…»
«Είδα και Ιερείς και Αρχιερείς να εµπορεύονται τα Ιερά Μυστήρια!…Απαύδησα!…Γνώρισα τον άνθρωπο, γιε µου!…»….
…«Για όλα τούτα, πήρα των “οµµατιών” µου κι έφυγα απ’ τον πολιτισµένο κόσµο, καθώς λέτε την κατοικηµένη Γη, σεις οι κοσµικοί…Βρήκα την ανάπαυση και το Θεό µου, εδώ στην ερηµιά του ασκητή, µα πλέρια από τη χάρη του Θεού!…Και δεν το µετάνιωσα µήτε στιγµή, τέκνο µου!…Μήτε στιγµή!…»
Σιώπησε ο ιερωµένος.  Ατέλειωτα περίεργος ο νεαρός, δεν απέφυγε την ερώτηση στον γέροντα:
«Γιατί παππούλη δεν έµεινες στον κόσµο, να τα πολεµήσεις όλα τούτα που µου αράδιασες;»
«Σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν, τέκνο µου!…» απάντησε λακωνικά ο ασκητής.
Έπεσε σιωπή!…

* Ο ∆ρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης είναι Γεωπόνος-Συγγραφέας


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα