» Τζούλια Γκανάσου (εκδόσεις Γκοβόστη)
Στον νου μου έρχεται η τελευταία εικόνα προτού χάσω τις αισθήσεις. Κείτομαι στο πεζοδρόμιο. Δίπλα μου υπάρχει ένας νεκρός. Ένα ρυάκι από αίμα μας ενώνει. Στο χέρι μου ξαποσταίνει ένα στιλέτο. Η λαβή του είναι καθαρή. Η λεπίδα είναι ματωμένη. Μια γυναίκα πλησιάζει. Ψηλαφίζει το κεφάλι μου. Σκύβει πάνω από τα χείλη μου. Μυρίζει άνοιξη, νεράντζι, γινωμένο γλυκό πορτοκάλι.
Ένας άντρας ανακτά τις αισθήσεις του, δεν ξέρει πού βρίσκεται, ούτε πώς βρέθηκε εκεί. Δεν μπορεί να ανοίξει τα μάτια, ακούει τη φωνή της κόρης του, τον κατακλύζει το έντονο άρωμά της. Η γυναίκα του επιστρέφει στον θάλαμο, ο γιος του ακόμα να φανεί, η αγωνία τους είναι έκδηλη. Η αγωνία τους δεν έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με την υγεία του, επιθυμούν διακαώς να μάθουν σε τι ήταν μπλεγμένος, να σκαρφιστούν τι θα απαντήσουν στις ερωτήσεις των τρίτων. Οι αστυνομικές αρχές πιέζουν τους θεράποντες γιατρούς να τον καταστήσουν ικανό να απολογηθεί το συντομότερο δυνατόν, η υπόθεση πρέπει να κλείσει, το σώμα δεν αντέχει άλλη αποτυχία. Σταδιακά ο άντρας θυμάται. Προσπαθεί να επικοινωνήσει με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, δεν τα καταφέρνει. Γίνεται αυτήκοος μάρτυρας των όσων συμβαίνουν στον θάλαμο, των ενημερώσεων των γιατρών, των επισκέψεων συγγενών και φίλων, των όσων συζητούν η γυναίκα του και τα παιδιά του σαν εκείνος να μην είναι εκεί.
Οι Γόνιμες μέρες ανήκουν ειδολογικά στην ευρύτερη κατηγορία της αστυνομικής λογοτεχνίας, καθώς υπάρχει ένα έγκλημα και μια απόπειρα διαλεύκανσης. Η Γκανάσου εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις συμβάσεις του είδους και τις χρησιμοποιεί ως καλούπι. Το σχήμα έγκλημα-διαλεύκανση της επιτρέπει να δημιουργήσει έναν διακριτό άξονα πλοκής και να ενσωματώσει σ’ αυτόν τις προεκτάσεις που επιθυμεί πραγματικά να δώσει στην ιστορία της. Η συγγραφέας δεν εγκλωβίζεται, το τελικό αποτέλεσμα υπερβαίνει κατά πολύ τους περιορισμούς του είδους, καθώς ελάχιστα προσομοιάζει σε ένα τυπικό αστυνομικό μυθιστόρημα. Εστιάζει σε διαφορετικά σημεία και εγείρει πολυποίκιλα ζητήματα προς διερεύνηση, ενώ η διαλεύκανση, σύντομα, περνά σε δεύτερη μοίρα, χωρίς, ωστόσο, η νουβέλα να χάνει σε σασπένς. Αυτό καθόλου δεν σημαίνει πως η Γκανάσου παραμελεί τη σκοτεινή πλευρά της ιστορίας της, τη νυχτερινή και άκρως επικίνδυνη Αθήνα, την οποία νέμονται συμμορίες ντόπιων και ξένων. Αν τα όσα συμβαίνουν στον θάλαμο αφήνουν μια θεατρική αίσθηση, η αποσπασματική ανασύσταση της αιματηρής συμπλοκής είναι χαρακτηριστικά κινηματογραφική και ιδιαίτερα ατμοσφαιρική.
Η Γκανάσου έλαβε μια αφηγηματική απόφαση άκρως λειτουργική για τη νουβέλα της, δίνοντας τον ρόλο του αφηγητή στον κατάκοιτο, ανίκανο να επικοινωνήσει με τους γύρω του, άντρα, μια επιλογή που την έφερε εις πέρας με επιτυχία, παρότι ιδιαιτέρως απαιτητική. Κατάφερε να αποδώσει πειστικά την αγωνία ενός ανθρώπου που πασχίζει να θυμηθεί, που η ζωή του εν πολλοίς κρίνεται από αυτό, και ενώ γύρω του ο κλοιός ολοένα και στενεύει, τόσο από την οικογένειά του, όσο και από τις αρχές. Η συγγραφέας, όμως, δεν αρκέστηκε στην απόδοση της σταδιακής επαναφοράς της μνήμης. Η χορήγηση φαρμάκου, για να βγει από το κώμα και να μπορέσει να καταθέσει, επιδρά περαιτέρω στην ήδη επιβαρυμένη κατάσταση του άντρα, η λειτουργία της μνήμης απορρυθμίζεται και εκείνος χάνει ακόμα περισσότερο τον έλεγχό της, γινόμενος έρμαιο εικόνων από το παρελθόν, από την πρώιμη παιδική ηλικία, εκεί όπου κυριαρχεί η μορφή μιας γυναίκας, εικόνες που παρεμβάλλονται στα γεγονότα εκείνης της βραδιάς, δίνοντάς τους έναν χαρακτήρα υπερρεαλιστικό, τη στιγμή που εντείνουν την υπαρξιακή αγωνία που βιώνει ο άντρας.
Ως εύρημα, η απώλεια της μνήμης του άντρα φέρνει τον αυτοδιηγητικό αφηγητή και τον αναγνώστη στην ίδια αφετηρία γνώσης. Ο άντρας θυμάται ολοένα και περισσότερα απ’ όσα συνέβησαν, καθώς τα κομμάτια του παζλ συμπληρώνονται. Ο αναγνώστης τον ακολουθεί στο ταξίδι αυτό. Ταυτόχρονα, ο αναγνώστης μοιράζεται τις αμφιβολίες της οικογένειας του άντρα, αφού δεν γνωρίζει τον ρόλο του στο συμβάν, τον βαθμό εμπλοκής του σ’ αυτό. Με τον τρόπο αυτό η Γκανάσου πετυχαίνει να εγείρει το αναγνωστικό ενδιαφέρον καθιστώντας τον αναγνώστη συναισθηματικά μέτοχο στην ιστορία, συμμεριζόμενο τόσο την αγωνία του άντρα, όσο και εκείνη της οικογένειας, που επιπρόσθετα καλείται να λάβει αποφάσεις για εκείνον, αποφάσεις που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή του, αποφάσεις που μπορεί να έχουν ιδιαίτερο αντίκτυπο και σε αυτούς τους ίδιους. Η νουβέλα θα μπορούσε να περιγραφεί και ως ένα ιδιότυπο οικογενειακό δράμα δωματίου. Η οικογένεια, μετά από χρόνια, είναι συγκεντρωμένη, αυτή τη φορά γύρω από το κρεβάτι στο οποίο κείτεται ο πατέρας. Η αγωνία αναπόφευκτα γεννά ένταση, εστίες που σιγόκαιγαν αναζωπυρώνονται. Η Γκανάσου εγκλωβίζει τον αναγνώστη στο μυαλό και το σώμα του άντρα, έτσι όπως είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου και ακούει τα πάντα, χωρίς να μπορεί να δηλώσει παρών, και αυτή η αδυναμία του άντρα να επικοινωνήσει με το περιβάλλον του, η σιωπηλή του παρουσία αποκλειστικά στον ρόλο του δέκτη, εντείνει το διάχυτο στη νουβέλα αίσθημα ασφυξίας.
Οι Γόνιμες μέρες αποτελούν μια ευτυχή συγκυρία εμπνευσμένης σύλληψης και άρτιας εκτέλεσης, με αποτέλεσμα μια σφιχτοδεμένη νουβέλα που διαβάζεται απνευστί και χαράσσεται στη μνήμη του αναγνώστη.