Γοργόνες βγήκαν στη στεριά
ωσάν κυνηγημένες
και πιάσανε τ’ ανάπλαγα
με δάκρυα λουσμένες.
Απού τσι γης τσι ομορφιές
λουλούδια να μαζέψουν,
ρόδα με κριν’ αμάραντα
πλουμάτα να διαλέξουν.
Θέλουν να τα σκορπίσουνε
εις τ’ άψυχα κορμάκια,
που κείτουνται στη θάλασσα
γονέων με παιδάκια.
Αφηκαν λύρες με βιολιά
με δάκρυα στα μάτια,
με ρημαγμένες τσι καρδιές
και με ψυχές κομμάτια.
Ξέχασαν τον Αλέξανδρο
το μέγα στρατηλάτη,
μπροστά στη θέα των κορμιών
στο πόνο και στο δάκρυ.
Γίνηκε το τραγούδι τους
θρήνος με μοιρολόι
και κολυμπούν στα πέλαγα,
χωρίς κουβεντολόι.
Μανούλες γέρους με παιδιά
λεβέντες πατεράδες
τσι θάλασσας τα κύματα
ρουφούν εκατοντάδες
Γοργόνες βγήκανε στη στεριά
έχασαν τα νερά τους
ο θάνατος τσι ξώρισε
απού τα γονεϊκά τους.