Εξήντα χρόνια από τη δίκη του Άντολφ Άιχμαν
Τον Απρίλιο του 1961, πριν από εξήντα χρόνια ακριβώς, ξεκίνησε στο Ισραήλ η δίκη του Άντολφ Άιχμαν, πρώην συνταγματάρχη των SS και υπεύθυνου για την ταυτοποίηση, συγκέντρωση και μεταφορά έξι περίπου εκατομμυρίων Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Τη δίκη αυτή, η οποία ολοκληρώθηκε το Δεκέμβριο του 1961 με τη θανατική ποινή του Άιχμαν για εγκλήματα κατά των Εβραίων και κατά της Ανθρωπότητας, κάλυψε δημοσιογραφικά η Χάννα Άρεντ, μία από τις μεγαλύτερες θεωρητικούς στον τομέα της πολιτικής φιλοσοφίας. Η Άρεντ, Γερμανοεβραία η ίδια και μία από τις διασωθείσες του Ολοκαυτώματος, βρέθηκε στο Ισραήλ ως ανταποκρίτρια του περιοδικού New Yorker συντάσσοντας πέντε άρθρα τα οποία δημοσιεύθηκαν σταδιακά για να καταλήξουν το 1963 στην έκδοση του διάσημου πλέον βιβλίου Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ: Έκθεση για την Κοινοτοπία του Κακού. Τα κείμενα αυτά παραμένουν διαχρονικά σημείο αναφοράς για οποιονδήποτε επιθυμεί να διερευνήσει τα γενεσιουργά αίτια του ολοκληρωτισμού.
Το συμπέρασμα της Άρεντ μετά το πέρας της δίκης είναι ότι τα ειδεχθέστερα εγκλήματα, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που στρέφονται κατά της ανθρωπότητας, δεν οφείλονται απαραίτητα σε διαταραγμένες, κυνικές, σαδιστικές, ή εγκληματικές προσωπικότητες.
Αντιθέτως, πίσω απ’ αυτά κρύβονται τις περισσότερες φορές φυσιολογικοί, συνηθισμένοι, απλοί άνθρωποι, συμπαθείς και ευχάριστοι, των οποίων η καθημερινότητα δεν μαρτυρά τίποτε από αυτά που είναι ικανοί να διαπράξουν, ή τον στρεβλό τρόπο με τον οποίο μπορούν να ασκούν τα καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί. Για την Άρεντ “τα ειδεχθέστερα εγκλήματα τα διαπράττουν φυσιολογικοί άνθρωποι”. Ο Άιχμαν ήταν ακριβώς μια τέτοια περίπτωση. Αν και αρχιτέκτονας της “Τελικής Λύσης”, δεν ανταποκρινόταν στο προφίλ του στυγνού ιδεολόγου αντισημίτη ναζιστή. Επρόκειτο για ένα μη φανατισμένο, κοινό άτομο, όχι ιδιαίτερα προικισμένο και καλλιεργημένο, με μέτριες ικανότητες και δεξιότητες. Μέσα από την τυφλή υπακοή στους ανωτέρους του και την άκριτη εκτέλεση εντολών, επεδίωκε τον έπαινο, την επιβεβαίωση, την επιβράβευση, καθώς και την προαγωγή του σε ανώτερα αξιώματα. Γαντζωμένος σε ένα άκαμπτο, ναζιστικό, γραφειοκρατικό σύστημα υπήρξε “υποδειγματικός” και αφοσιωμένος υπάλληλος. Είναι αξιοσημείωτο δε, ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης του, ο Άιχμαν επαναλάμβανε ότι εκτελούσε εντολές, προσπαθώντας να κάνει αυτό που του ζητούσαν όσο καλύτερα μπορούσε.
Ο ομότιμος Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο London School of Economics, Νίκος Μουζέλης, σε παλαιότερο άρθρο του στο Βήμα της Κυριακής (01/06/2013), συσχετίζει την περίπτωση του Άιχμαν με την επιστημονική εργασία του Ρόμπερτ Μέρτον “Γραφειοκρατική Δομή και Προσωπικότητα” (Bureaucratic Structure and Personality) και τη θεωρία περί “μετάθεσης στόχων” (displacement of goals). Η συγκεκριμένη μελέτη αν και γραμμένη το 1940, παραμένει επίκαιρη ακόμα και σήμερα, δεδομένου ότι εστιάζει στην επικινδυνότητα μιας γραφειοκρατικής δομής για την οποία η αυστηρή υπακοή στους κανόνες γίνεται αυτοσκοπός.
Σε αυτήν την περίπτωση η ιεραρχία επιβάλει εμμονική προσήλωση όχι στην υλοποίηση επιδιώξεων, αλλά στην τυφλή εκτέλεση εντολών, στην άκαμπτη εφαρμογή κανονισμών και στη διαμόρφωση συγκεκριμένων στάσεων και συμπεριφορών, καταλήγοντας τελικά σύμφωνα με το Μουζέλη σε μια γραφειοκρατική ιεραρχική λογική που απολυτοποιείται. Η υποτέλεια του Άιχμαν και η σχολαστικότητα με την οποία εκτελούσε τα γραφειοκρατικά του καθήκοντα σε μια δομή της οποίας ο αυταρχικός και ολοκληρωτικός τρόπος διοίκησης απέτρεπε κάθε κριτική σκέψη, έγιναν η αιτία για να θέσει η Άρεντ το πλαίσιο της θεωρίας περί “κοινοτοπίας του κακού”. Στο βιβλίο της Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, η Άρεντ αναλύει τον τρόπο με το οποίο μία κοινή, ασήμαντη, συνηθισμένη προσωπικότητα, ένας απλός γραφειοκράτης λειτουργούσε άσκεφτα και μηχανικά, όντας αποστασιοποιημένος από τα αποτελέσματα των πράξεών του. Η κανονικοποίηση μιας τέτοιας στάσης, γίνεται κοινότοπη (banal) και θρέφει το κακό. Για την Άρεντ “το κακό προέρχεται από την αποτυχία μας να σκεφτούμε. Αψηφά τη σκέψη και κάθε φορά που εκείνη εμπλέκεται μαζί του προσπαθώντας να εξετάσει τις ρίζες και τις αρχές της προέλευσής του, απογοητεύεται γιατί δεν βρίσκει τίποτα. Αυτό είναι η κοινοτοπία του κακού”.
Η έκθεση της Χάννα Άρεντ μπορεί να μελετηθεί παράλληλα με τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου προκειμένου να εντοπισθούν και να καταγραφούν τα χαρακτηριστικά εκείνα που καθιστούν μια προσωπικότητα επιρρεπή στην ολοκληρωτική ιδεολογία. Μία από τις προσπάθειες αυτές καταλήγει το 1950 στην έκδοση του βιβλίου Η Αυταρχική Προσωπικότητα στο οποίο ο Τέοντορ Αντόρνο μαζί με άλλους καταξιωμένους ψυχολόγους και κοινωνιολόγους δημοσιοποιούν τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τις έρευνές τους. Οι συγκεκριμένοι κοινωνικοί επιστήμονες διαπίστωσαν ότι πέρα από τον εθνοκεντρισμό, τη δημαγωγία και την προπαγάνδα, η διαπαιδαγώγηση και τα ερεθίσματα που λαμβάνει κάποιος ήδη από την παιδική του ηλικία, τα στερεότυπα, οι προκαταλήψεις, η αυστηρή προσήλωση στην υποταγή, την υπακοή και την πειθαρχία, καθώς και η επιθυμία να είναι αρεστός στην εξουσία, συνιστούν “μοτίβα” (patterns) τα οποία σε μία δεδομένη στιγμή και συγκυρία ευνοούν την ανάδειξη και την εκδήλωση ολοκληρωτικών, φασιστικών συμπεριφορών. Οι μελέτες που ακολούθησαν εστίασαν στον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να αποτραπούν μελλοντικά τέτοιου είδους στυγνά εγκλήματα και θηριωδίες. Ίσως η πιο εμβληματική και η πιο επίκαιρη από ποτέ πρόταση, προέρχεται από τον Έρνστ Ζίμμελ στο βιβλίο του Αντι-Σημιτισμός: Μία Κοινωνική Ασθένεια (1946) στο οποίο προτείνει ως πρόληψη στη διαμόρφωση των ολοκληρωτικών προσωπικοτήτων και άρα του ολοκληρωτισμού, την ενίσχυση της εκπαίδευσης με κοινωνικές και ανθρωπιστικές σπουδές, καθώς “ο αγώνας ενάντια στον αντι-σημιτισμό συνιστά μέρος του αγώνα για την πνευματική αφύπνιση”.
Αναφορές
Άρεντ Χ. (2009). Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ: Έκθεση για την Κοινοτοπία του Κακού. Αθήνα: Νησίδες.
Μουζέλης, Ν. (1 Ιουνίου 2013). Η Κοινοτοπία του Κακού. Το Βήμα της Κυριακής.
Adorno, T.W., Frenkel-Brunswik Ε., Levinson D. J. and R. Nevitt Sanford. (1950). The Authoritarian Personality. Studies in Prejudice Series, Volume 1, New York: Harper & Brothers
Merton, R. (1940). Bureaucratic Structure and Personality. Social Forces, 18(4), 560-568.
Simmel, E. (eds). (1946). Anti-Semitism: A Social Disease. New York: International Universities Press.
Ενδιαφέρον το κείμενο σας καθώς και οι ερμηνείες που δίνονται στο φαινόμενο του Άντολφ Άιχμαν!
Όμως όσο οι οδύνες του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου απομακρύνονται και οι μνήμες ξεθωριάζουν,τι θα γίνει; Ειδικά στην περιοχή μας που οι χώρες εξοπλίζονται όπως συνέβαινε στην διάρκεια του μεσοπολέμου;