Τα σώματά τους απανθρακωμένα. Αυτό αντίκρισα. Hμουν ο πρώτος, και από τους αστυνομικούς, που μπήκα μέσα. Αν και δεν είμαι ένας απ’ αυτούς. Οι πυροσβέστες με τα μαυρισμένα πρόσωπα πάνιασαν κάτω από τη μουντζούρα κι έμειναν ακίνητοι σε στάση αναπαυμένης προσοχής, μόλις στέρεψαν οι μάνικες.
Ο Aρης είναι αστυνομικός ρεπόρτερ σε μια εφημερίδα που πνέει τα λοίσθια, χρόνια στο κουρμπέτι, με τις απαραίτητες για το επάγγελμα άκρες στην Ασφάλεια, φτάνει πάντα από τους πρώτους, έτσι και αυτή τη φορά. Δεν συνηθίζεται το επάγγελμα αυτό. Πάντα αυτή η αίσθηση ανακατέματος στο στομάχι, οι εικόνες να μένουν ζωντανές για μέρες βασανίζοντάς τον. Γυρίζει στο γραφείο και γράφει την είδηση. Ο αρχισυντάκτης δεν μένει ικανοποιημένος, επιθυμεί λίγη σάλτσα, λίγη επίκληση στο συναίσθημα. Ο Aρης χτυπά την πόρτα πίσω του. Την επόμενη ειδοποιείται να περάσει από το λογιστήριο, αν και ο παλιότερος στην εφημερίδα πια, και άρα ο έχων να λαμβάνει τη μεγαλύτερη αποζημίωση, απολύεται. Είναι η ιστορία του Aρη, λοιπόν, που από τη μια στιγμή στην άλλη περνά στην ανεργία και την ανασφάλεια. Δεν τα παρατά. Συνεχίζει το ρεπορτάζ σαν να μην άλλαξε τίποτα, στήνει το δικό του ιστολόγιο. Επιμένει και περιμένει.
Η δουλειά σε πρώτο πλάνο. Πάντα σε πρώτο πλάνο. Σε δεύτερο η σχέση του με τη Νίκη. Γνωρίστηκαν πριν χρόνια σε ένα ανθοπωλείο. Μια σχέση ιδιαίτερη, χαλαρή θα τη χαρακτήριζε κανείς, εκείνος απορροφημένος στο επάγγελμα, χωρίς επιθυμία για γάμους και παιδιά. Νιώθει καλά δίπλα της και του αρκεί, έτσι νομίζει τουλάχιστον. Τα προσωπικά βιώματα αποτελούν ίσως μια ερμηνεία της συναισθηματικής στάσης του. Μεγαλωμένος από τους θείους του, υιοθετημένος μετά τον χαμό των δικών του.
Ο Αντρέας, ένας από τους ελάχιστους φίλους που έκανε στο επάγγελμα, μεγαλύτερός του, που τον βοήθησε στα πρώτα βήματα, του έδειξε τα κατατόπια, τον έμαθε να φυλάγεται, θα σκοτωθεί σε μια έκρηξη. Λίγες μέρες πριν είχε εκφράσει τους φόβους του στον Aρη, μάζευε στοιχεία για μια μεγάλη υπόθεση, τα συμφέροντα μεγάλα.
Ο Aρης, σχεδόν υπνοβατώντας, διασχίζει την Αθήνα, τη σκοτεινή Αθήνα, σκοτεινή από πάντα και σκοτεινότερη τα τελευταία χρόνια, προσπαθώντας να ορθοποδήσει, επιθυμώντας τη δικαίωση του φίλου του, την ολοκλήρωση του δικού του ρεπορτάζ, σαν ένα φόρο τιμής, ενώ λαμβάνουν χώρα μια σειρά από περίεργα και φαινομενικά ασύνδετα συμβάντα.
Η Σκαλίδη, δημοσιογράφος και μπλόγκερ εκτός από συγγραφέας, γνωρίζει καλά το κέντρο της Αθήνας. Το αναφέρω πρώτο αυτό, γιατί έχει καταντήσει αρκετά κουραστική η ρεαλιστική λογοτεχνία της κρίσης με επίκεντρο το αθηναϊκό κέντρο από συγγραφείς που έχουν χρόνια να το διασχίσουν και επιχειρούν την αποτύπωση αυτού με τη βοήθεια των τηλεοπτικών τους δεκτών. Αποτέλεσμα της τριβής της συγγραφέως με το κέντρο της πόλης αποτελεί η υψηλού βαθμού ρεαλιστική απεικόνιση της Αθήνας, της Αθήνας της κρίσης, της νύχτας, των φασιστικών οργανώσεων, των ωραίων καφέ και των ήσυχων γωνιών, γεγονός που κάνει την ιστορία του Aρη πειστική και αληθοφανή, στοιχείο απαραίτητο για το μυθιστόρημα, είτε κάποιος το εντάξει στην ευρύτερη -και διαρκώς διευρυνόμενη- αστυνομική λογοτεχνία, είτε στην ανθίζουσα -με άνθη διαφόρων ποικιλιών και οσμών- λογοτεχνία των χρόνων της κρίσης.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Άρη απευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο αποκαλύπτεται στην πορεία της ιστορίας, σε ένα λειτουργικό εύρημα της συγγραφέως. Η συχνά ποιητική γλώσσα, παρά το γεγονός πως σε κάποια σημεία φαντάζει κάπως υπερβολική, έρχεται σε αντίστιξη με τη σκοτεινή ιστορία, δημιουργώντας ένα ενδιαφέρον εν τέλει αποτέλεσμα. Η Σκαλίδη, ήδη από τα προηγούμενα βιβλία της (Προδοσία και εγκατάλειψη, Κρέας από σταφύλι) έχει δώσει δείγματα αφηγηματικής ικανότητας, αντλώντας έμπνευση από το αστικό τοπίο και τις ιστορίες της διπλανής πόρτας. Σε αυτό το τρίτο της μυθιστόρημα ανεβάζει τον πήχη, επιχειρώντας να διηγηθεί μια ιστορία πιο σύνθετη, με περισσότερα δευτερεύοντα πρόσωπα, εντάσσοντας στην εξίσωση το στοιχείο της ανατροπής και του μυστηρίου, χωρίς να χάνει τον έλεγχο της ιστορίας και φροντίζοντας να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα που η ίδια θέτει.