Τραγούδι του Πρώιμου
Μ’ έπιασε πάλι συννεφιά, μεγάλη κατσιφάρα κι ο Πρώιμος επήγαινε εις τη ξερομαδάρα, να πρεμαζώξει τα οζά να τα κολοκουρίσει κι έκαμε μάντρα γυριστή μέσα να τα κουρτίσει. Μ’ όντεν τα κολοκούριζε έφταξε κι ο Ρετζέτης και παίζει ντου με το τζιφτέ και δίδει ντου στο μπέτη και παίζει ντου και άλλη μια τη παίρνει στην κουτάλα τα αίματα ετρέξανε ωσάν τη μπουτσουνάρα. Τη κεφαλή ντου κόψανε και στο ντορμπά τη βάνουν και στο μουλάρι τη κρεμούν και του πασά τη φτάνουν, και ο πασάς με θαυμασμό θωρεί τη κεφαλή ντου. Λέει, παιδιά δε τονε φέρετε με τα σκοινιά δεμένο μονό τονε σκοτώσετε τον τέθοιο αντρειωμένο; Μα ήταν άντρας δυνατός και δεν εφέρνουνταν αλλιώς εκτός και σκοτωμένος. Σέρνει από τσι Πρωίμηδες, καταγωγή Λακιώτες, απού ‘ναι άντρες ξακουστοί και ντρετοπαιγνιδιώτες. Τη κεφαλήν του στέξανε και στα Μεσκλά σωντήρα και πρόβαλε κι η μάνα ντου η μαυροκακομοίρα. – Όφου παιδί μου Νικολή που σ’ έχουν κρεμασμένο να σε φιλήσω δε μπορώ κι είσαι και παντρεμένος.
Σημ. Εδώ πρέπει να πούμε, με θαυμασμό ο πασάς είδε βέβαια μια κεφαλή με μια αγκαλιά μαλλιά.