Πρόκειται γιὰ τὸ ὄνομα ποὺ ἔχει δοθεῖ σὲ σημεῖο τῆς διαδρομῆς ἀπὸ Παλαιόχωρα πρὸς Κουντούρα. Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς καλοκαιρινοὺς μῆνες ἐπισκέπτονται τὴν περιοχή, ἐπειδὴ διαθέτει μιὰ ἀπὸ τὶς ὡραιότερες παραλίες τοῦ νοτιοδυτικοῦ ἄκρου τοῦ Νομοῦ μας.
Σὲ πρόσφατη ἐπίσκεψή μου βρέθηκα μὲ φίλους σὲ ταβέρνα, ὁ ἰδιοκτήτης τῆς ὁποίας ἔχει στὴν ταμπέλα τοῦ καταστήματος τὸ ὄνομα τῆς περιοχῆς ΓΡΑΜΕΝΟ – μὲ ἕνα Μ. Καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα τοῦ μαγαζιοῦ πρόσεξα ὅτι ἡ γραφὴ ἦταν ἴδια – μὲ ἕνα Μ. Ὅταν βρέθηκε κοντά μας ὁ ἰδιοκτήτης, τοῦ ὑπέδειξα τὸ κατὰ τὴν ἀντίληψή μου λάθος. “Ἡ λέξη πρέπει νὰ γράφεται μὲ δύο Μ”, τοῦ εἶπα. Ἡ ἀπάντησή του ἦταν ἄμεση: “Θεῖος μου φιλόλογος μοῦ εἶχε πεῖ ἀπὸ παλιὰ ὅτι πρέπει νὰ γράφεται μὲ ἕνα Μ, ἐπειδὴ ἡ ἀρχικὴ μορφὴ ἦταν ὑγραμένο, γιὰ νὰ γίνει μὲ τὰ χρόνια γραμένο”!
Ἡ ἀπάντησή του μὲ ξάφνιασε – δὲν εἶχα σκεφτεῖ αὐτὸ τὸ ἐνδεχόμενο. Στὴ συνέχεια μὲ πληροφόρησε ὅτι παλιὰ ὑπῆρχαν στὴν περιοχὴ νερὰ καὶ μάλιστα στάσιμα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα προῆλθε ἡ συγκεκριμένη ὀνομασία.
Ἡ περίπτωση αὐτοῦ τοῦ τοπωνυμίου μοῦ φάνηκε πολὺ γοητευτικὴ γιὰ τὸν πρόσθετο λόγο ὅτι ἀναρωτιόμουν ἀπὸ ποῦ εἶχε προέλθει ἡ ὀνομασία. Εἶναι ἀπὸ τὰ τοπωνύμια ποὺ καταφέρνουν νὰ ξεγελάσουν ὅποιον ἀσχολεῖται μαζί τους. Σὰν νὰ κρατοῦν καλὰ κρυμμένο ἕνα μυστικό, ποὺ ὅμως δὲν χρειάζεται παρὰ λίγη φαντασία, ἴσως καὶ τύχη, γιὰ νὰ ἀποκαλυφθεῖ. Μοῦ ἦρθαν στὸ νοῦ καὶ πάλι οἱ δυσκολίες ποὺ πολὺ συχνὰ συναντᾶμε στὴν προσπάθειά μας νὰ διερευνήσουμε τὴν προέλευση καὶ τὴ σημασία πολλῶν τοπωνυμίων. Γιὰ νὰ φανεῖ καθαρότερα αὐτό, προσθέτω ὅτι ἔχει καταγραφεῖ τὸ ἴδιο τοπωνύμιο Γραμένο καὶ στὰ Σκαφιδάκια Κυδωνίας (στὴν ἐφημ. τῶν Χανίων “Ὑψηλὰ Λευκὰ Ὄρη” φ. 100/22.11.1907, σελ. 4). Δὲν γνωρίζω λεπτομέρειες, ἂν π. χ. διατηρεῖται μέχρι σήμερα ἢ ἂν συνδέεται μὲ τόπο μὲ νερό, ἂν ἑπομένως πρέπει νὰ γραφεῖ καὶ αὐτὸ μὲ ἕνα Μ (μαζί του πάντως ἀναφέρεται καὶ τὸ τοπωνύμιο “Κάτω νερό”).
Τὸ “Γραμένο”, λοιπόν, εἶναι λέξη ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ μετοχὴ τῆς παθητικῆς φωνῆς τοῦ ρήματος ὑγραίνομαι (=βρέχομαι), τὸ ὁποῖο στὴν ντοπιολαλιά, μὲ ἀφαίρεση τοῦ ἀρχικοῦ φωνήεντος, παίρνει τὴ μορφὴ γραίνομαι (ἐνεργητικὴ φωνὴ γραίνω). Ὅλοι μας ἔχουμε ἀσφαλῶς ἀκούσει τὴ φράση, ὕστερα ἀπὸ ξαφνικὴ ἰδίως βροχή, “μ’ ἔπιασε βροχὴ καὶ γράθηκα”.
Ἀπὸ γλωσσικὴ ἄποψη τὸ τοπωνύμιο αὐτὸ ἀνήκει σὲ μιὰ ὁμάδα λέξεων εἴτε τῆς καθημερινῆς ὁμιλίας εἴτε εἰδικῆς χρήσεως (ὅπως εἶναι τὰ τοπωνύμια) ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἔχει χαθεῖ τὸ ἀρχικὸ φωνῆεν (στὴ Γραμματικὴ τὸ φαινόμενο αὐτὸ ὀνομάζεται ἀφαίρεση). Οὐσιαστικὰ πρόκειται γιὰ τὴν τάση ποὺ ὑπάρχει νὰ διευκολύνεται ἡ συνεκφορὰ λέξεων κατὰ τὸν προφορικὸ λόγο (ἀνάλογο φαινόμενο εἶναι ἡ ἔκθλιψη – ἡ ἀποβολὴ τοῦ τελευταίου φωνήεντος, ὅταν ἡ ἑπόμενη λέξη ἀρχίζει ἀπὸ φωνῆεν). Εἰδικὰ γιὰ τὴν περίπτωση τῶν τοπωνυμίων πρέπει ὁ ἀσχολούμενος μὲ αὐτὰ νὰ ἔχει ὑπόψη του καὶ τὴ συγκεκριμένη ἐκδοχή, προκειμένου νὰ φτάσει πιὸ εὔκολα στὸ ζητούμενο, ποὺ εἶναι ἡ εὕρεση τῆς προέλευσης καὶ τῆς σημασίας τους. Γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλὲς θὰ παραθέσω ἐνδεικτικὰ παραδείγματα μὲ τοπωνύμια τοῦ Νομοῦ μας (παρμένα ἀπὸ ἀνέκδοτη συλλογὴ ποὺ ἔχω στὴ διάθεσή μου) στὰ ὁποῖα παρατηρεῖται ἡ ἴδια γλωσσικὴ μεταβολή. Μάλιστα, σὲ ὁρισμένα ἀπὸ αὐτά, ὅπως θὰ φανεῖ, ὑπάρχει ἐπὶ πλέον μεταβολὴ μετὰ τὴν ἀφαίρεση τοῦ ἀρχικοῦ φωνήεντος.
Δράμια. Τὸ ὄνομα τοῦ χωριοῦ (στὸν Ἀποκόρωνα) προέρχεται ἀπὸ τὴν ὀνομασία τῆς ἀρχαίας πόλης Ὑδραμία.
Ξαμουδοχώρι: < Ὀξαμμουδοχώρι < Ὄξω + Ἀμμουδοχώρι (εἶχα γράψει σχετικὰ στὰ Χ.Ν., 24.1.2002, 19).
Βλέμονας: <Ἀβλέμονας (σὲ πολλὰ χωριά).
Γυαλίνη (στοῦ-): <Γυαλινᾶς <Ὑαλινᾶς. Ἐπαγγελματικό. Ἐπώνυμο σήμερα Γυαλινάκης (Μουρὶ Ἀποκορώνου).
Πιτρόπου (στοῦ-): <Ἐπιτρόπου (Πλατανιάς).
Γιαλισκάρι (καὶ Διαλισκάρι): <Αἰγιαλισκάρι < αἰγιαλίσκος < αἰγιαλὸς (περιφέρεια Ἀνύδρων).
Μπραΐμη (στοῦ-): <Ἰμπραήμη < Ἰμπραὴμ (Νεροκούρου).
Σμαηλάκη (στοῦ-): <Ἰσμαηλάκη <Ἰσμαὴλ (Ὀρθούνι).
Γερώνυμου (στοῦ-): <Ἱερώνυμου (Ὁμαλός).
Σφεντηλομούρι: < Ἀσφεντηλομούρι < Ἀσφεντηλιὰ (+ μουρί. Ντελημανωλιανά).
Ξωπέρβολο: <Ἐξωπέρβολο <Ἔξω + περβόλι (Κουφός).
Κονοστάσι (εἰκονοστάσι), λιόφυτο (ἐλαιόφυτο), ρημάμπελο (ἐρημάμπελο), λιδάκι (ἐλιδάκι), λιόπρινος (ἐλαιόπρινος), σώχωρο (ἐσώχωρο), σιόπατα (ἰσιόπατα) εἶναι μερικὰ ἀκόμη τοπωνύμια, τὰ ὁποῖα εἶναι πολὺ συνηθισμένα στὰ περισσότερα χωριά μας. Φυσιολογικὰ ἡ ὕπαρξή τους καὶ τὸ πλῆθος τους, ἂν σκεφτοῦμε ὅτι ἀμέτρητες εἶναι οἱ λέξεις του καθημερινοῦ λεξιλογίου ποὺ ἔχουν παρόμοια μεταβολή: Ἁι Λιὰς (Ἠλίας), Θύμιος (Εὐθύμιος), Κατερίνα (Αἰκατερίνη), Βαγγέλης (Εὐάγγελος), γούμενος (ἡγούμενος), λιοτρίβι (ἐλαιοτριβεῖο), λιόγερμα (ἥλιος), γιαλὸς (αἰγιαλός), Ρωτόκριτος (Ἐρωτόκριτος), μπροστὰ (ἐμπρός), λιοπύρι (ἥλιος), λιάζομαι (ἥλιος).
Ἄφησα τελευταῖο τὸ πανέμορφο νησάκι στὰ νοτιοδυτικά τοῦ Νομοῦ μας, τὸ Ἐλαφονήσι ἢ Λαφονήσι. Πῶς πρέπει ὅμως νὰ τὸ ἀποκαλοῦμε;
Συνεργάτης τῶν Χ. Ν., ὁ κ. Χρ. Πλέσσας, πρόσφατα (18.8.2016, σελ. 33), καὶ χρησιμοποιώντας παραλλαγμένη, σὲ ἄλλο γραμματικὸ γένος, τὴν ὀνομασία (Λαφόνησος ἢ Ἐλαφόνησος), ἔγραψε: “Κακώς το λένε Ελαφόνησο, γιατί ελάφια δεν υπάρχουν, ούτε βρέθηκαν ίχνη τους. Ελαφόνησος υπάρχει στην είσοδο του Λακωνικού κόλπου στο Μαλέα, ΒΔ των Κυθήρων. Το όνομα προέρχεται από τη λέξη “λάφυρο”. Το νησάκι χρησιμοποιούσαν οι πειρατές ως ορμητήριο όπου έκρυβαν τα λάφυρα (Λήμμα λαφ., labh, λαμβάνω, σανσκρ. Lab- hate, αρπάζω, lobis θησαυρός. Μπαμπινιώτης)”.
Γιὰ τὸ ἂν τὸ περὶ οὗ ὁ λόγος νησάκι χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ τοὺς πειρατὲς γιὰ νὰ κρύβουν τὰ λάφυρά τους δὲν γνωρίζω ἂν ὑπάρχει σχετικὴ μαρτυρία ἀπὸ κάποια πηγή. Θεωρῶ ὅτι πιθανότατα ὑπάρχει σύγχυση μὲ τὴν Ἐλαφόνησο ποὺ βρίσκεται ἀνάμεσα στὰ Κύθηρα καὶ τὴ Λακωνία, ἀφοῦ πράγματι αὐτὸ τὸ νησὶ χρησιμοποιοῦσαν οἱ πειρατὲς γιὰ ὁρμητήριο. Ἀκόμη ὅμως καὶ ἂν δεχθοῦμε πὼς ὁ ἰσχυρισμὸς ποὺ μνημονεύθηκε ἔχει ἱστορικὴ βάση, ὀφείλουμε νὰ ἐξετάσουμε τὸ τοπωνύμιο ὡς πρὸς τὸ γλωσσικὸ μέρος του. Ἐπειδή, ἂν δεχθοῦμε τὴ λέξη “λάφυρα” ὡς πρῶτο συνθετικό, θὰ ὁδηγηθοῦμε σὲ σύνθετο με τὴ μορφὴ “λαφυρονήσι”. Ἀπὸ μιὰ λέξη σὰν αὐτὴ δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ προκύψει τὸ “ἐλαφονήσι”, πολὺ περισσότερο τὸ “Ἐλαφόνησος”. Εἶναι πασίγνωστο πὼς αὐτὸ ποὺ δηλώνεται μὲ τὴ λέξη λάφυρα δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ αὐτὸ ποὺ δηλώνει ἡ λέξη ἐλάφι.
Ἂν ἀνατρέξουμε στὸ παρελθόν, θὰ συναντήσουμε τὸ ὄνομα “Μουσαγόραι” τὸ ὁποῖο ὁ Ρωμαῖος ἱστορικὸς Πλίνιος (23-79 μ. Χ.) ἀποδίδει σὲ τρία νησάκια τῆς περιοχῆς (στὰ λατινικὰ Musagores). Δὲν γνωρίζουμε ἂν ἦταν σωστὴ ἡ γραφὴ τοῦ ὀνόματος, ἀφοῦ ὡς λέξη τοῦ ἑλληνικοῦ λεξιλογίου δὲν φαίνεται νὰ ἔχει συγκεκριμένο νόημα, ὅπως συμβαίνει μὲ ὅλα τὰ ὀνόματα. Ὁ ἀνώνυμος συγγραφέας τοῦ ἔργου “Σταδιασμὸς τῆς μεγάλης θαλάσσης” (γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν γνωρίζουμε οὔτε τὸ πότε γράφτηκε) ἀναφέρει γιὰ τὰ νησάκια αὐτὰ τὰ ὀνόματα Ἰουσάγουρα, Μέση καὶ Μύλη. Μὲ τὸ πρῶτο ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὀνόματα (τὸ ὁποῖο εἶναι πιθανότατα παραφθορὰ ἢ ἐσφαλμένη ἀντιγραφὴ τῆς λέξης Μουσαγόραι) θεωροῦμε ὅτι δηλωνόταν τὸ Ἐλαφονήσι, τὸ ὁποῖο, ὅπως προσθέτει ὁ συγγραφέας τοῦ “Σταδιασμοῦ”, “ἔχει λιμένα, ἔχει δὲ ἱερὸν Ἀπόλλωνος ἐν τῷ λιμένι”. Ἡ ἑπόμενη γνωστὴ ἀναφορὰ στὸ νησὶ προέρχεται ἀπὸ πηγὲς τῆς ἑνετικῆς (17ου αἰ.) καὶ τῆς μετέπειτα περιόδου. Ἐκεῖ πλέον συναντᾶμε τὸ ὄνομα Λαφονήσι, γραμμένο μὲ λατινικὰ γράμματα καὶ μὲ διάφορους τρόπους. Ὄνομα τὸ ὁποῖο κατὰ τὸν ἀρθρογράφο τῶν Χ. Ν. δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ ἐλάφι, ἀφοῦ στὸ νησὶ οὐδέποτε ὑπῆρχαν ἐλάφια – οὔτε καὶ ἔχουν σωθεῖ κάποια ἴχνη τους (ἀπορία: δηλαδὴ στὴν Ἐλαφόνησο νότια τῆς Λακωνίας ὑπάρχουν ἢ ὑπῆρχαν κάποτε ἐλάφια;..).
Πρώτη ἀπάντηση σ’ αὐτὴν τὴν παρατήρηση εἶναι τὸ ὅτι δὲν γνωρίζουμε τὸ χρόνο κατὰ τὸν ὁποῖο πρωτοχρησιμοποιήθηκε ἡ ὀνομασία καὶ ἀπὸ ποιόν καὶ μὲ ποιά ἀφορμή. Πρόκειται γιὰ ἀχρείαστο ἐπιχείρημα καὶ τὸ παρακάμπτω, καθὼς δὲν εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἐννοοῦνται ἐλάφια ποὺ ζοῦσαν ἐκεῖ: στὸ πασίγνωστο ριζίτικο τὰ ἐλάφια συγχέονται ἢ ταυτίζονται μὲ τα ἀγρίμια (“ἀγρίμια κι ἀγριμάκια μου, λάφια μου μερωμένα…”). Ἔχουμε, ἐξ ἄλλου, πλῆθος τοπωνυμίων τὰ ὁποῖα ἐπιβιώνουν διὰ μέσου τῶν αἰώνων χωρὶς νὰ ὑπάρχουν πλέον τὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα στὰ ὁποῖα ὀφείλεται ἡ ὀνομασία τους. Ὁ χρόνος ἐξάλειψε αὐτὰ τὰ στοιχεῖα, ὄχι ὅμως καὶ τὰ ὀνόματα ποὺ προέκυψαν ἀπὸ αὐτά. Στὴ συγκεκριμένη περίπτωση ὁδηγὸ ἀποτελοῦν ἴσως δύο λεπτομέρειες: ὁ ναὸς τοῦ Ἀπόλλωνος ποὺ προαναφέρθηκε καὶ κοντινὸ νησάκι στὸ ὁποῖο ἔχει δοθεῖ τὸ ὄνομα Ἄρτεμις. Εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὴ Μυθολογία ὅτι Ἀπόλλων καὶ Ἄρτεμις ἦταν ἀδέλφια, ἐνῶ σύμβολο τῆς Ἀρτέμιδος, θεᾶς τοῦ κυνηγιοῦ, ἦταν τὸ ἐλάφι!
Πέραν τούτων, θυμίζω ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα καὶ μέχρι τὴν ἐποχή μας ὀνόματα ζώων αὐτούσια ἢ παραλλαγμένα ἢ ἐν συνθέσει συναντᾶμε ὄχι μόνο ὡς μικροτοπωνύμια ἀλλὰ καὶ ὡς ὀνομασίες οἰκισμῶν καὶ πόλεων. Καὶ δὲν εἶναι βέβαια πάντοτε γνωστὸς ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ζῶα ἔδωσαν τὸ ὄνομά τους σὲ τοποθεσίες, σὲ οἰκισμοὺς καὶ σὲ ὁλόκληρα νησιά. Μικρὸ δεῖγμα:
Κατὰ τὴν ἀρχαιότητα: Βόσπορος (βοῦς + πόρος), Βούπορθμος (βοῦς + πορθμός, ἀκρωτήριο στὴν Ἀργολίδα), Χελιδονία (Δῆμος στὴν Ἀρχαία Ἀττική), Κυνὸς Κεφαλαὶ (Θεσσαλία), Κυνόσουρα (ἀκρωτήριο στὴν Ἀττική), Κυνόσαργες (περιοχὴ τῆς Ἀθήνας. Ἡ ὀνομασία διατηρεῖται μέχρι σήμερα).
Νεότερη ἐποχή: Περιστερονήσι (νησάκι στὸν κόλπο Κασσάνδρας), Περιστερώνα (χωριό στὴν περιοχὴ Λαγκαδᾶ), Περιστέρι (Δῆμος πολυάνθρωπος στὴν Ἀττική), Μέγα Περιστέρι (χωριὸ στὰ Ἰωάννινα). / Ἀηδόνα (Τρίκαλα), Ἀηδόνια (Κορινθία, Γρεβενά, Πρέβεζα, Ἄνδρος), Ἀηδονόκαστρο (Δράμα), Ἀηδονοχώρι (Ἰωάννινα, Καρδίτσα, Κοζάνη, Σέρρες, Ἡράκλειο). / Λαγοβούνι (χωριό στὴν Ἀχαΐα), Λαγονήσι (Ἀττική, ἄλλο στὸ Σαρωνικό, ἄλλο στὴν Ἄνδρο), Λαγοράχη (χωριὸ στὴν Πιερία), Λαγούδια (νησάκια νότια τῆς Κέρκυρας). / Χελιδόνι (Χωριὸ στὴν Ἠλεία), Χελιδὼν (στὸν Ἕβρο). / Ἀλεποὺ (χωριὸ στὴν Κέρκυρα), Ἀλεποχώρι (Λακωνία, Ἀχαΐα, Ἕβρος, Ἀρκαδία. Κέρκυρα, Ἀττική). / Ἀετὸς ( Αἰτωλοακαρνανία Ἀετόλοφος (Λάρισα, Ροδόπη), Ἀετόπετρα (Ἰωάννινα, Αἰτωλοακαρνανία, Εὔβοια, Τρίκαλα, Μεσσηνία, Φλώρινα), Ἀετοχώρι (Ἕβρος, Πέλλα, Καρδίτσα. Ἀρκαδία) κ. ἄ.
Ὅπως συνάγεται ἀπὸ τὰ παραπάνω, τὸ ἂν “πρέπει” (χωρὶς νὰ εἶναι ὑποχρεωτικό…) νὰ λέμε Λαφονήσι καὶ ὂχι Ἐλαφονήσι δὲν συνδέεται μὲ τὴν ὕπαρξη ἢ ὄχι ἐλαφιῶν στὸ νησὶ ἀλλὰ μὲ τὴ σίγηση (ἀφαίρεση) τοῦ ἀρχικοῦ φωνήεντος ἀπὸ τὴ λέξη. Ἀνήκει λοιπὸν καὶ αὐτὸ τὸ τοπωνύμιο στὴν ἴδια ὁμάδα / κατηγορία μὲ τὸ Γραμένο καὶ τὰ ἄλλα ποὺ ἤδη σημειώθηκαν. Μένει νὰ μάθουμε, ἂν ποτὲ τὸ κατορθώσουμε, πῶς καὶ γιατί ἡ λέξη ἐλάφι συνδέθηκε μὲ τὸ ὄνομα τοῦ νησιοῦ: γιὰ τὸ σχῆμα του; γιὰ τὴν ὀμορφιά του; γιὰ λόγους ἱστορικούς; ἢ γιὰ κάτι ἄλλο ποὺ οὔτε νὰ φανταστοῦμε μποροῦμε;…