Προσωποποιήσεις τῆς Ἑλλάδας στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας
(Γιάννη Κόκκωνα)
Πρώτη σημασία τῆς λέξης «πρόσωπο» ἦταν “τὸ μπροστινὸ μέρος τῆς κεφαλῆς τοῦ ἀνθρώπου”. Μὲ βάση, λοιπόν, τὰ συνθετικά της, «προσωποποίηση» εἶναι ἡ δημιουργία (“ποίηση”) προσώπου ἀνθρώπου· μὲ ἔννοια μεταφορική, ἀφοῦ ἄνθρωπος δημιουργεῖται μὲ ἕνα καὶ μοναδικὸ τρόπο.
H λέξη ὅμως χρησιμοποιήθηκε κυρίως στὴ λογοτεχνία γιὰ τὴν περίπτωση ποὺ ἀποδίδονται χαρακτηριστικὰ ἀποκλειστικῶς τοῦ ἀνθρώπου (σκέψη, ὁμιλία, συναισθήματα) σὲ κάτι ποὺ δὲν εἶναι ἄνθρωπος: ζῶα, πράγματα, στοιχεῖα τῆς φύσης, ἀφηρημένες ἔννοιες. Στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ Μυθολογία, π.χ., θεοὶ καὶ θεότητες ἀποτελοῦν προσωποποίηση ἀφηρημένων ἐννοιῶν, τὶς ὁποῖες καὶ συμβολίζουν ἔχοντας συχνὰ καὶ τὸ ὄνομά τους (Ἔρως, Ἑστία, Ὕπνος, Θάνατος, Κλωθώ…). Αὐτὸς ὁ τρόπος ἔκφρασης χαρίζει ποικιλία καὶ ὀμορφιὰ στὸ λόγο, συγχρόνως ὅμως κάνει πιὸ εὔληπτο τὸ μήνυμα ποὺ θέλουμε νὰ στείλουμε, καθὼς χρησιμοποιεῖται κάτι γνωστὸ (τὸ πρόσωπο) γιὰ νὰ δηλωθεῖ κάτι ἄλλο ποὺ εἶναι ἀσαφές, ἀφηρημένο ἢ καὶ παντελῶς ἄγνωστο (παρόμοια εἶναι ἡ λειτουργία καὶ ἄλλων ἐκφραστικῶν μέσων, ὅπως ἡ μεταφορὰ καὶ ἡ παρομοίωση).
Ὁ κ. Γιάννης Κόκκωνας, καθηγητὴς στὸ Τμῆμα Ἀρχειονομίας, Βιβλιοθηκονομίας καὶ Μουσειολογίας τοῦ Ἰονίου Πανεπιστημίου, ἀσχολήθηκε μὲ τὶς προσωποποιήσεις τῆς Ἑλλάδας στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας· μὲ τὸ πῶς, δηλαδή, σὲ διάφορα ἔργα λόγου καὶ τέχνης ἀποτυπώθηκε ἡ εἰκόνα τῆς Ἑλλάδας ὄχι ὡς χώρας ἢ γεωγραφικοῦ χώρου ἀλλὰ ὡς ἀνθρώπου. Τὴν ὕπαρξη τοῦ θέματος αὐτοῦ καὶ τὶς διαστάσεις του πολὺ λίγοι γνωρίζουν. Ὁ κ. Κόκκωνας τὸ ἐρεύνησε καὶ τὸ μελέτησε σὲ βάθος, συνέγραψε δὲ μεγάλης ἀξίας, ἐπιστημονικῆς ἀλλὰ καὶ συναισθηματικῆς, μονογραφία μὲ κυρίως τίτλο τὴ φράση «Ἔγρεο, φίλα μᾶτερ».
Ξεκινώντας ὁ συγγραφέας διέθεσε τὴν πρώτη ἑνότητα (σελ. 11-20), ὡς εἰσαγωγὴ στὸ θέμα του, γιὰ ἀναδρομὴ στὴν ἀρχαιότητα, προκειμένου νὰ ὑποδείξει «Ἀρχαῖες προσωποποιήσεις τῆς Ἑλλάδας (5ος αἰώνας π. Χ. – 2ος αἰώνας μ. Χ.)». Αἰσχύλος, Ἡρόδοτος, Εὐριπίδης, Λυσίας, Πλούταρχος, Παυσανίας, Στράβων ἔδωσαν μέσα ἀπὸ ἔργα τους σημαντικὸ ὑλικό. Στὴ συνέχεια ἡ ἑνότητα «Οἱ πρῶτες προσωποποιήσεις τῆς Ἑλλάδας στὰ νεότερα χρόνια (15ος – 17ος αἰώνας)» (21-79) ἀναφέρεται στοῦ χρονικοῦ αὐτοῦ διαστήματος ἀπεικονίσεις τῆς Ἑλλάδας ὡς γυναίκας ποὺ ὑποφέρει κάτω ἀπὸ τὸ βαρὺ ζυγὸ τῶν Τούρκων. Λογοτέχνες, λόγιοι, χαράκτες και ἄλλοι εἰκαστικοί, Ἕλληνες καὶ ξένοι, μέσα ἀπὸ ἔργα τους ἔδωσαν τὴν εἰκόνα τῆς Ἑλλάδας σκλάβας καὶ ἁλυσοδεμένης. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔργα τυπώθηκαν σὲ εὐρωπαϊκὲς χῶρες, καὶ συνήθως ἀπευθύνονταν στοὺς ἰσχυροὺς τῆς ἐποχῆς, μὲ τὴν ἐλπίδα ἢ τὴν προτροπὴ νὰ παρέμβουν καὶ νὰ ἀπαλλάξουν τὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὰ δεσμά της. Ἐπισημαίνεται, παράλληλα, ὅτι ἔργα ξένων δημιουργῶν δὲν ἀφήνουν ἀμφιβολίες «γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῆς σχέσης τῶν νεότερων Ἑλλήνων μὲ τοὺς ἀρχαίους» (48).
Ἀκολουθεῖ ἡ ἑνότητα «Ἀπὸ τὴ σύγκριση ἀρχαίας καὶ νέας Ἑλλάδας στὴ διατύπωση τῆς εὐχῆς γιὰ ἀποτίναξη τοῦ ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ (18ος αἰώνας)» (81-132). Ἡ Ἑλλάδα παρουσιάζεται εἴτε ἀπὸ χαράκτες καὶ ζωγράφους εἴτε ἀπὸ λογοτέχνες καὶ λόγιους ἄλλοτε ὡς σκλάβα ποὺ ὑποφέρει κάτω ἀπὸ τὸ ζυγὸ τῆς δουλείας εἴτε ὡς γυναίκα μὲ σημάδια πάνω της ἀπὸ τὸ ἔνδοξο παρελθόν. Ἀνάλογες εἶναι οἱ ἀναφορὲς στοὺς Ἕλληνες τῆς ἐποχῆς: κάποιοι ξένοι τοὺς χαρακτηρίζουν μὲ ἀπαξιωτικὲς ἐκφράσεις («ἐξαχρειωμένοι ἀπόγονοι ἐνδόξων προγόνων», 90), ἰσχυρὸς ὅμως ἀντίλογος ἀπὸ Ἕλληνες καὶ ξένους ἔδινε ἄλλη εἰκόνα («φιλότιμα καὶ στοργικὰ τέκνα, ποὺ σέβονται, ἀγαποῦν καὶ στηρίζουν τὴν ἀδικημένη καὶ θλιμμένη μητέρα τους», 94). Ἀκούγονται καὶ φωνὲς γιὰ ἐθνικὴ ἀποκατάσταση τῶν Ἑλλήνων (95), οἱ ὁποῖοι «περίμεναν ἕναν ἀντάξιο τῶν ἀρχαίων προγόνων τους ἐκδικητὴ ποὺ θὰ τοὺς ἐλευθέρωνε ἀπὸ τὴν ὀθωμανικὴ κατάκτηση» (98). Ἄξια προσοχῆς εἶναι ἡ ἐπισήμανση τοῦ συγγραφέα (τεκμηριωμένη ἀπάντηση σὲ ἀντίθετες ἀπόψεις) ὅτι ἡ ἀπεικόνιση τῆς Ἑλλάδας ὡς γυναίκας καὶ ὄχι ὡς ἄνδρα εἶναι παντελῶς ἄσχετη μὲ ἀντίληψη ὑποτιμητικὴ ἢ καὶ περιφρονητικὴ τοῦ γυναικείου φύλου.
Ἡ τελευταία ἑνότητα ἔχει τίτλο «Οἱ τελευταῖες αὐταπάτες γιὰ ξένη βοήθεια καὶ τὸ ἐθνικὸ κίνημα. Ἡ Ἑλλὰς καὶ τὰ τέκνα της σὲ κείμενα καὶ εἰκόνες ἀπὸ τὸ 1800 ὣς τὸ 1821» (134-192). Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση ἔχει παγιωθεῖ ἡ πεποίθηση ὅτι οἱ Ἕλληνες πρέπει νὰ ἀγωνιστοῦν οἱ ἴδιοι γιὰ τὴν «ἀνάσταση» τῆς πατρίδας· ἡ βοήθεια ποὺ περίμεναν ἀπὸ τοὺς ξένους δὲν φαινόταν στὸν ὁρίζοντα. Διαπρεπεῖς λόγιοι ἐργάζονται πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή: Ἀδαμάντιος Κοραῆς, Ἄνθιμος Γαζῆς, Νεόφυτος Δούκας, Χριστόφορος Περραιβός, Γεράσιμος Κώπας, Σπυρίδων Κονδός, Κωνσταντίνος Νικολόπουλος, Παναγιώτης Ἀνδρόνικος, Γεώργιος Λασσάνης, ὁ Ἀνώνυμος τῆς «Ἑλληνικῆς Νομαρχίας». Μὲ ἔργα λόγου ποὺ συνοδεύονται καὶ ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς σιδηροδέσμιας Ἑλλάδας καλλιεργοῦν κλίμα πρόσφορο γιὰ ἐπαναστατικὴ δράση, ἐνῶ προβάλλουν καὶ τὴν ἀνάγκη γιὰ παιδεία καὶ ἐκπαίδευση.
Γύρω στὸ 1820 εἶναι πλέον «οἰκεία στοὺς κύκλους τῶν διανοουμένων ἡ προσωποποίηση τῆς Ἑλλάδας μὲ τὴ μορφὴ τῆς γυναίκας-μητέρας πατρίδας» (185). Εἶναι ἡ στοργικὴ μάνα ποὺ ἀπὸ χρόνια καλεῖ τὰ παιδιά της νὰ τὴν ἐλευθερώσουν: «Βλέπετε ὅλοι εἰς ποίαν ἐλεεινὴν ἀδοξίαν ἐκατήντησα ἐγὼ τῶν ἐπιστημῶν καὶ τῶν τεχνῶν ἡ πατρὶς» (157). Τὰ παιδιά της δὲν κρύβουν τὴ συγκίνησή τους, καὶ ἀνταποκρίνονται: «Ναί, φιλτάτη Πατρίς… οἱ ἀναστεναγμοί σου ἀφαιροῦσι τὸν ὕπνον μου· τὸ πάθος σου μένει εἰς τὴν ψυχήν μου πολλὰ σκυθρωπόν· ἡ βοή σου ἀντηχεῖ ἐμπαθῶς εἰς τὸ στῆθος μου· ἀλλ’ ἔχε ἀτρέμας, φιλτάτη μῆτερ· ἅπαντες ἤδη συναισθανόμεθα, ἅπαντες περιαλγοῦμεν ἐπὶ τῷ πάθει σου· μὴ μνησικακήσῃς διὰ τὴν μέχρι τοῦδε ἀμέλειαν· συντρέχομεν ἤδη πάντες τὰ δυνατά, καὶ οὐδεὶς ἀνήκοος εἰς τὰς φιλοστόργους φωνάς σου» (160).
Ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου, ὕστερα ἀπὸ ὅλα αὐτά, εἶχε τὴν ἔμπνευση νὰ προσθέσει (ὄχι «ἐπίλογο», ὅπως συνηθίζεται, ἀλλὰ) «Ἀνακεφαλαίωση», ἑνότητα δηλαδὴ στὴν ὁποία ὁ ἀναγνώστης βρίσκει ὅλα τὰ θέματα τοῦ βιβλίου σὲ περίληψη (193-199). Ἔτσι, χωρὶς νὰ ὑποβαθμίζονται οἱ λεπτομέρειες τῶν προηγούμενων ἑνοτήτων, γίνεται μία “ἐπανάληψη”, πολὺ χρήσιμη γιὰ διαμόρφωση συνολικῆς εἰκόνας τοῦ ὑπὸ διαπραγμάτευση θέματος. Δὲν μένει ἀμφιβολία: «Στὴ χριστιανικὴ ὕστερη ἀρχαιότητα καὶ στὰ μεσαιωνικὰ χρόνια φαίνεται ὅτι κανένας δὲν εἶχε λόγο νὰ προσωποποιήσει τὴν Ἑλλάδα, ὅ,τι καὶ ἂν ἐσήμαινε τότε τὸ ὄνομα αὐτὸ» (194). Ἐνῶ μετὰ τὴν Ἅλωση (1453), καὶ ἀνάλογα μὲ τὶς ἑκάστοτε περιστάσεις, ἡ Ἑλλάδα ἦταν «ἄλλοτε μὲ ἀρχοντικὴ ἐμφάνιση καὶ ἄλλοτε μὲ ὄψη ταλαιπωρημένης σκλάβας, πάντοτε ὅμως μητέρα μεγάλων μορφῶν (…) πάλαι ποτὲ ἔνδοξη καὶ κατόπιν δυστυχής (…) ἄλλοτε ἀδύναμη γερόντισσα καὶ ἄλλοτε πληγωμένη ἢ καὶ ρακένδυτη ἢ καὶ σιδηροδέσμια νέα γυναίκα» (195).
Μετὰ τὴν «Ἀνακεφαλαίωση» ὁ ἀναγνώστης ἔχει μπροστά του – ὅλα πλουσιότατα – κατἀλογο εἰκόνων, τὶς πηγὲς καὶ τὴ βιβλιογραφία ποὺ χρησιμοποιήθηκαν, εὑρετήριο ὀνομάτων καὶ θεμάτων.
Ὁ συγγραφέας κ. Κόκκωνας ὕστερα ἀπό (εἶμαι βέβαιος) πολύχρονη καὶ κοπιώδη μελέτη παρέδωσε στὴν ἐπιστημονικὴ κοινότητα ἀλλὰ καὶ στοὺς φιλίστορες καὶ τελικὰ σὲ ὅλους μας ἔργο ποὺ συμβάλλει στὴν ἀφύπνιση συνειδήσεων. Ἔχουμε ξεχάσει τὸ ὅτι ἡ πατρίδα μας πέρασε ἀπὸ τὴν ἀβάσταχτη δοκιμασία μακραίωνης δουλείας. Ἡ καρδιά μας καὶ ἡ σκέψη μας στρέφονται ἀλλοῦ· δὲν θέλουν νὰ βλέπουν τὴ γυναίκα – Ἑλλάδα δεμένη μὲ ἁλυσίδες, ἐξαθλιωμένη, περιφρονημένη. Χρειάζεται δύναμη πολλή, γιατὶ ἔτσι θὰ προβάλει μπροστά μας τὸ δικό μας χρέος. Λὲς καὶ δὲν θέλουμε νὰ ἀκούσουμε ἐκείνη τὴ φωνὴ – τίτλο τοῦ βιβλίου – ποὺ ἐρχόταν, πότε σὰν ἱκεσία καὶ πότε σὰν προσταγή, ἀπὸ τὸ μακρινὸ παρελθόν: «ἔγρεο, φίλα μᾶτερ», σήκω, ἀγαπημένη μητέρα. Ἔρχεται ὅμως καὶ σήμερα καὶ ἀπευθύνεται σὲ ὅλους μας: τὴν ὥρα ποὺ ἑτοιμαζόμαστε (τί σύμπτωση…) νὰ «ἑορτάσουμε» τὰ διακόσια χρόνια ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 καὶ τὴ συντριβὴ τῶν δεσμῶν τῆς σκλαβιᾶς, πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μας καὶ γύρω μας ὑπάρχουν ἁλυσίδες ποὺ ἀπειλοῦν τὴν ἐλευθερία μας.
Ἂν κάποιος θὰ ἤθελε νὰ συγχαρεῖ τὸν κ. Κόκκωνα γιὰ τὸ ἔργο του αὐτό, τὸ ἐπίκαιρο ὅσο ποτὲ ἄλλοτε, θὰ ἔπρεπε προηγουμένως νὰ τοῦ ἐκφράσει τὴν εὐγνωμοσύνη του γιὰ τὰ διδάγματα ποὺ σὰν ἀπὸ πηγὴ ζωῆς ἀναβλύζουν. Τὰ γράφω αὐτὰ χωρὶς νὰ ἔχω τὴν τιμὴ νὰ τὸν γνωρίζω, ὄντας ὅμως βέβαιος ὅτι στὶς προθέσεις του δὲν ἦταν νὰ διδάξει, ἀλλὰ νὰ ὑπηρετήσει τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν πατρίδα. Καὶ τὴν ἀλήθεια – ἡ ὁποία, ὅπως διεκήρυξε ὁ Σολωμός, εἶναι κτῆμα ἐθνικό.
ΥΓ. Εὔσημα ἀνήκουν καὶ στὸ Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης γιὰ τὸ ὅτι στὸν μεγάλο κατάλογο τῶν ἐκλεκτῶν ἐκδόσεών του περιέλαβε (Ἀθήνα 2018) καὶ τοῦ κ. Γ. Κόκκωνα τὸ ἔργο. Ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ εὐχαριστῶ καὶ τὸν κ. Νίκο Νταμπακάκη, μὲ φροντίδα τοῦ ὁποίου ἔφτασε στὰ χέρια μου ἡ συγκεκριμένη ἔκδοση.
Ευχαριστούμε θερμά και συγχαίρομε τον αγαπητό μας κ. Γεώργιο Λουπάση για τη δύσκολη αλλά άκρως επιτυχή συνθετική του εργασία, που με συνοπτικό και περιεκτικό τρόπο παρουσίασε στα “Χ.Ν.” το αξιόλογο έργο του Καθηγητή του Ιονίου Πανεπιστημίου κ. Γιώννη Κόκκωνα που αφορούσε τις Προσωποποιήσεις της Ελλάδας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, στη γνωστή μονογραφία του με τον τίτλο “Έγρεο, φίλα Μάτερ = Σήκω αγαπητή – φίλτατη Μητέρα”. Άλλωστε, ο αγαπητός μας Φιλόλογος Καθηγητής, μας έχει συνηθίσει σε παρουσιάσεις πονημάτων και δοκιμίων του, υψηλής Ιστορικής, Φιλοσοφικής και Λογοτεχνικής δημιουργίας και χαιρόμαστε να τα μοιραζόμαστε μαζί του. Εντυπωσιάζει ο εκλεκτός παρουσιαστής με το απίστευτα όμορφο και ουσιαστικό δέσιμο του παρελθόντος με το παρόν, η δε ταξινόμηση των θεμάτων είναι απαράμιλλη ως το τέλος: Βέβαια, σ’ αυτό συντέλεσε και η αριστουργηματική γραφή της μονογραφίας του σπουδαίου συγγραφέα Γιάννη Κόκκωνα. Με φιλική εκτίμηση Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος ΧΑΝΙΑ.
Σας ευχαριστώ, κ. Καραγεωργίου, για τα πρόφρονα λόγια σας. Ο έπαινος όμως ανήκει εξ ολοκλήρου στον συγγραφέα τού βιβλίου – τόσο για το θέμα που διαπραγματεύθηκε όσο και για το αποτέλεσμα των ερευνών του. Ευτυχώς, υπάρχουν και σήμερα Έλληνες επιστήμονες υψηλού επιπέδου.