■ Ο ερωτικότερος Έλληνα συγγραφέας
■ Ο μεγάλος ηθογράφος του αστικού μας βίου
και εκφραστής της Belle epoque
■ O εξαίρετος ψυχοπαιδαγωγός μέσα από
τις στήλες του περιοδικού “Διάπλασις
των παίδων” με το ψευδώνυμο Φαίδων
Ένα από τα ωραιότερα διηγήματα που έχουν γραφτεί για την εορτή των Θεοφανείων, είναι ανεπιφύλακτα το παιδικό διήγημα “Πλούτος και Ευτυχία” του Γρηγ. Ξενόπουλου.
Ο δημιουργός της “Μαργαρίτας Στέφα” του ”Κοκκινου βράχου”, της “Τερέζας Βαρμα Δακόστα”, της “Στελλας Βιολάντη” και της “Κοντέσσας Βαλέραινα” ξεδιπλώνει σ΄αυτό το παιδικό διήγημα την αφηγηματική του ευχέρεια και την άψογη τεχνική του, ανασύροντας στοιχεία λαϊκού πολιτισμού, ηθογραφώντας αντιλήψεις της κοινωνικής ζωής και προβληματίζοντας με το διαχρονικά επίκαιρο λόγο του τον καθένα μας..
Μπορεί ο Γρηγόριος Ξενόπουλος να έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στις παιδικές ψυχές της εποχής του ως Φαίδωνας, της ”Διαπλάσεως των παίδων”, αλλά αξιολογώντας το σύνολο του έργου του δικαιωματικά θεωρείται ο πατέρας του ελληνικού μυθιστορήματος, ο θεμελιωτής και αναμορφωτής του νεοελληνικού θεάτρου,ο πολυγραφότατος Έλληνας λογοτέχνης που κατάφερε να ανταπεξέλθει βιοποριστικά γράφοντας.
Συνεργάστηκε με την εικογραφημένη ”Εστία’, την” Καθημερινή, το”Έθνος”,τα”Παναθήναια”. .Ιδρυσε το περιοδικό ”Νέα Εστία” και μαζί με τον Παλαμά, Καζαντζάκη και Σικελιανό συνέστησε
την Εταιρεία των Ελλήνων Λογοτεχνών. Το έργο του είναι επηρεασμένο από το ρεαλισμό και το νατουραλισμό. Ο ίδιος άλλωστε αναγνώριζε ως δασκάλους του,τον Βalzac,τον Zola,και τον Dickens.
Μπορεί η θεματολογία του να κινήθηκε στο μικροαστικό μοτίβο άλλοτε της Αθηναϊκης κοινωνίας, και άλλοτε κυρίως της αστικής κοινωνίας της Ζακύνθου όπου ανατράφηκε,αλλά δεν παρέλειψε να παρακολουθήσει τις φιλοδοξίες προσώπων , να βάλει σε σύγκρουση μεγάλα συμφέροντα και πάνω από όλα μεγάλα αισθήματα.
Μπορεί να μην υπήρξε ο ριζοτόμος Έλληνας ,να μην είχε την τόλμη στην εξέταση των κοινωνικών φαινομένων, αλλά δεν έμεινε ανεπηρέαστος από τις κοινωνικές αντιφάσεις του νεοδημιούργητου αστικού κόσμου, πράγμα που εύκολα διαφαίνεται στην τριλογία του ”Πλούσιοι και Φτωχοί”, Τίμιοι και Άτιμοι”, ”Τυχεροί και Άτυχοι”,
Ο Ξενόπουλος επηρεάσθηκε από τις σοσιαλιστικές ιδέες της εποχής του και επιχείρησε να οξύνει τα κοινωνικά κριτήρια του κοινού του,μέσα από τη λογοτεχνική παραγωγή του,αλλά και μέσα από τη δημοσιογραφική του δράση ,ως συντάκτης της σοσιαλιστικής εφημερίδας ”Άρδην”.
Βέβαια αυτά που κάνουν να ξεχωρίζει το έργο του Ξενόπουλου, πέρα από την πρωτοποριακή του συμβολή στο ελληνικό θέατρο είναι:
α)το στοιχείο του έρωτα
β)η ηθογραφική παρουσίαση του αγαπημένου του νησιού του ,της Ζακύνθου και
γ)η παρουσία του στα ελληνικά γραμματα ως”θείος Φαίδων”
Ο κριτικός Καραντώνης για το πρώτο θα γράψει : ”Ο Ξενόπουλος στο λογοτεχνικό του έργο, αντίκρυσε τον έρωτα στο δρόμο, στα μαγαζιά , στα σαλόνια, στις ταράτσες στις σκάλες της υπηρεσίας,πισω από τους μπερντέδες , στις εξώπορτες,στις αυλές ,στις γκαρσονιέρες, στα εξοχικά σπίτια,όπου κλειστός, ημίκλειστος και ανοιχτός χώρος”.
Ο Αλ. Θρύλος για το δεύτερο θα πει ότι για τη Ζάκυνθο του Ξενόπουλου ταιριάζει, αυτό που είπε ο Καρκαβίτσας για τη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη ΄’Ωραία είναι η Σκιάθος του Θεού, μα η Σκιάθος του Παπαδιαμάντη ωραιότερη’ ‘Και για το τρίτο,εμείς πιστεύουμε ότι η παιδική λογοτεχνία χρωστά πολλά στο Γρηγ. Ξενόπουλο, όταν καταπιάστηκε με το ιερό έργο , να πλησιάζει και να γαλουχεί τις αθώες παιδικές ψυχές, όπως φαίνεται στο παρακάτω έργο του΄΄Ο Πλούτος και η Ευτυχία”.
O Πλούτος και η Ευτυχία
―Γιαγιά, αλήθεια απόψε ανοίγει ο ουρανός;
―Ναι, παιδάκι μου, γιατὶ ξημερὠνουν τ’ άγια Θεοφάνεια. Και όποιος αγρυπνήση και προφτάσει σ’ εκείνη την απόκρυφη ώρα…
―Το ξέρω, γιαγιά μου, το ξέρω. Μπορεί να ζητήσει ότι θέλει απ’ το Θεὸ και του γίνεται.
―Ναι, μα φτάνει να ζητήση ένα πράμα μονάχα…
Το παιδάκι αποφάσισε ν’ αγρυπνήση. Κοντὰ στην κάμαρά του, πάνω ψηλά, ήταν η θύρα, που έβγαζε στο λιακωτό. Χωρὶς να το δει κανείς, κουκουλώθηκε με το παπλωματάκι του, πήρε το προσκεφάλι του και πήγε να ξαπλωθεί εκεί έξω.
Δεν είχε φόβο κανένα. Στη χειμωνιάτικη νύχτα το ζέσταινε το πάπλωμα και η ελπίδα.
Ήταν ἀργά… Σκοτάδι και σιωπὴ απλωνόταν κάτω σ᾽όλη την κοιμισμένη πόλη. Εδώ κι εκεί μονάχα τρεμόφεγγε κανένα φανάρι σα μάτι νυσταγμένο, και τ’ αγιασμένα νερὰ της λίμνης εκεί πέρα λαμπύριζαν στη μυστικὴ αστροφεγγιά.Απέραντος θόλος, σα μαύρο βελούδο καρφωμένο με διαμαντένια καρφιά, το σκέπαζε ο ουρανός, Και τον κοίταζε με ανήσυχα μάτια το παιδάκι και περίμενε ήσυχα ν’ ανοίξει. Ό,τι ζητούσε τότε, θα γινόταν. Αλλὰ φτάνει να ζητούσε ένα μονάχα ― και το παιδάκι είχε το σκοπό του…Οι ώρες περνούσαν έτσι και οι πετεινοί, ζωντανὰ ρολόγια, τις έλεγαν με τη βραχνή τους φωνὴ ο ένας στον άλλο. Ἠρθε τέλος πάντων και η απόκρυφη ώρα, που άνοιξε ο ουρανός. Μέσα στην αστροσπαρμένη μαυρίλα πρόβαλε έξαφνα μια λάμψη ζωηρή, που έσβησε όλα τ’ αστέρια. Ένα φως γλυκὸ χύθηκε τότε στην Κτίση και τα αγιασμένα νερὰ της λίμνης εκεί πέρα έλαμψαν σαν αναμμένα. Στο θέαμα αυτὸ το παιδάκι τα σάστισε, Του φάνηκε σα να είδε αγγέλους να πετουν εκεί ψηλὰ μέσα στὸ φωτεινὸ ἄνοιγμα καὶ ἕνα ὁλόχρυσο ποταμὸ νὰ τρέχη στὸν οὐρανό,καθὼς λένε, τὸν Ἰορδάνη. Στον τρόμο του, στη θάμβωσή του, στη σαστιμάρα του, λησμόνησε τι είχε να ζητήσει και έβλεπε βουβό…Μονάχα την τελευταία στιγμή, που συνήρθε λιγάκι, πρόφτασε να πει ένα λόγο. Και σβηνόταν πια η θεία λάμψη,σαν ακούστηκε στον αέρα της νύχτας η ψιλὴ φωνούλα του παιδιού:
―Πλούτο
Γύρισε τρέμοντας στο κρεβατάκι του. Σκεπάστηκε απὸ το κεφάλι και προσπάθησε νὰ κοιμηθεί. Αλλὰ τον άφησε το μικρὸ για πολλὴ ώρα άγρυπνο το εκπληκτικὸ θέαμα,απὸ το ένα μέρος, που βασάνιζε ακόμη τα μάτια του, και μια ανήσυχη σκέψη απὸ το άλλο, που βασάνιζε το μυαλό του…Τι λαμπρὸ και απίστευτο θαύμα! Να τον άκουσε τάχα ο Θεός; Πρόφτασε να μιλήσει σε κατάλληλη στιγμή; Αχ! και θ’ αποχτούσε τον πλούτο, το ένα πράμα, που ζήτησε με την καρδιά του το φτωχὸ παιδάκι;
Σαν αποκοιμήθηκε κατὰ το πρωί, είδε ένα παράξενο όνειρο· τόσο ζωηρό, που ακόμη και τώρα δεν ξέρει εὰν κοιμόταν πραγματικὰ ή αν αγρυπνούσε με πυρετό.Του φάνηκε, ότι μπήκε έξαφνα στην κάμαρά του ένας άνθρωπος. Ήταν νέος, παιδὶ μάλιστα αμούστακο. Το πρόσωπό του έλαμπε απὸ την ομορφιὰ και η φορεσιά του απὸ την πολυτέλεια. Απὸ πάνω έως κάτω ήταν πνιγμένος στο χρυσάφι, στο μετάξι, στα πετράδια. Ένα σύννεφο κάτασπρο υποστήριζε τα πόδια του. Στα χέρια του κρατούσε ένα χρυσὸ ραβδί. Είχε φτερούγια χιονάτα και χαμόγελο γλυκό.
―Να με! Τι με θέλεις; είπε με τρυφερὴ φωνή.
―Άγγελος… ψιθύρισε το παιδάκι τρομαγμένο.
―Δεν είμαι άγγελος, αποκρίθηκε ο νέος, είμαι ο Πλούτος, που ζήτησες απόψε. Εκείνος, που οδηγεί τα βήματά μου, είδε τη φωτιὰ της καρδιάς σου και με έστειλε. Μια στιγμὴ πρωτύτερα αν πρόφταινες να πεις το όνομά μου, θα ερχόμουν να σε φορτωθώ ανερώτητα. Αλλὰ τώρα, που άργησες να μιλήσεις και έγινε ζήτημα αν έπρεπε να σου γίνει η χάρη ή όχι, αποφασίστηκε να έρθω μονάχα να σε ξαναρωτήσω… και ό,τι μου πεις θα κάνω· επιμένεις ακόμη στο λόγο σου; Εμένα ζητάς και επιθυμείς πραγματικά, αφού ξέρεις, ότι μονάχα ένα πράμα έχεις το δικαίωμα να ζητήσεις; Αν είναι έτσι, πες μου το και μένω μαζί σου για πάντα.Το παιδάκι πήρε θάρρος, βγήκε περισσότερο απὸ το σκέπασμά του και είπε:
―Εσένα θέλω, Πλούτε μου, σε θέλω να μείνεις πάντα μαζί μου. Είδα, ότι όλη η ευτυχία βρίσκεται πάντα με σένα και απὸ πολὺν καιρὸ εσὺ είσαι το όνειρό μου.
―Βλέπω, ότι με αγαπάς πραγματικὰ και ήθελα να μείνω μαζί σου… Αλήθεια! Τι όμορφη ζωή, που θα περνούμε! Παντού ο κόσμος θα σκύβει στο διάβα μας, σα θα βγαίνωμε συντροφεμένοι.Θα κατοικούμε σε παλάτια ολομάρμαρα,θα κοιμώμαστε σε ολόχρυσο κρεβάτι, θα σκεπαζόμαστε με σεντόνια μεταξωτά. Το γυαλιστερὸ ατλάζι και το χνουδωτὸ βελούδο θα μας τριγυρίζουν παντού, στο πάτωμα, στους τοίχους, στο ταβάνι, στα καθίσματα, παντού, όπου θ’ ακουμπά το κορμὶ ή θ’ αναπαύεται το βλέμμα, Θα φοράμε λαμπρὰ φορέματα και στολίδια. Θα έχουμε δούλους και δούλες και γνώριμους πολλούς. Βαλσαμωμένος θα είναι ο αέρας που θ’ αναπνέωμε απὸ τ’ άνθη και τα μυρωδικά. Το τραπέζι μας θα λάμπει στο χρυσάφι και στο κρύσταλλο.
Θα βγαίνωμε στον περίπατο με αμάξια καταστόλιστα, θα πηγαίνωμε στα θέατρα, στους χορούς, στα ιπποδρόμια, πάντα στην καλύτερη θέση. Θα ταξιδεύωμε με κάθε άνεση το καλοκαίρι ή το χειμώνα. Και θα έχωμε μέσα σε μια κάμαρα, ζεστὴ σα φωλιά, ένα ντουλάπι λουστραρισμένο, με πολλὰ κλειδιά, γεμάτο χρυσὰ φλωριὰ τόσα, ώστε να μπορούμε να κάνωμε κάθε επιθυμία, που θα μας γεννιόταν.
―Α, τι καλά! φώναξε το παιδάκι. Και το γέλιο δε θα λείπει απὸ τα χείλη μας και η χαρὰ απὸ την καρδιά μας. Κάθισε, Πλοῦτε μου. Θέλω να είμαι μαζί σου δοξασμένος και ευτυχής.
Ο νέος έχασε με μιας το γέλιο του, ακούμπησε πάνω στο ραβδί του καὶ είπε με περίλυπη φωνή:
―Αυτὸ είναι ίσα ίσα, που θέλω να σου πω… Εγὼ δεν μπορώ να σου εγγυηθώ, ότι δε θα λείπει απὸ τα χείλη σου το γέλιο κι απὸ την καρδιά σου η χαρά… α, όχι, όχι…
―Μα γιατί;
―Γιατί;… Δε σε άφησε λοιπὸν η αγάπη που μου έχεις να το σκεφτείς ποτέ;… Και τι μπορώ τάχα να σου κάνω εγώ, όταν θὰ έρχεται ο πόνος και η θλίψη; Ποιος ξέρει αν δε θα με θέλεις, για να πληρώνεις πάντα γιατροὺς και γιατρικά; Ποιος σου είπε, ότι μαζί μου δε θα δοκιμάσεις ποτὲ αγωνία βασάνου σε δικαστήριο; Ποιος σου είπε αν μ’ εμένα θα εύρεις την αληθινὴ αγάπη, την αδελφικὴ φιλία, εκείνη που θέλεις; Ποιος σου υποσχέθηκε, ότι μαζί μου θ’ απολαύσεις τις χάρες της καλής καρδιάς, του φωτισμένου μυαλού, της καθαρής συνείδησης; Ποιος σε βεβαίωσε ότι στο σπίτι σου θα βασιλεύει η τιμή, η αγάπη, η χαρά, η αρμονία;… Α! πόσο στάθηκες, παιδάκι μου, απατημένος! Γύρεψες απὸ μένα εκείνο που έπρεπε να ζητήσεις απὸ τὴν Ευτυχία.
―Απὸ την Ευτυχία… ψιθύρισε το παιδάκι με απελπισμένη φωνή.
―Μάλιστα, απὸ την Ευτυχία. Και πώς; Δεν την ξέρεις; Είναι ένα κοριτσάκι μικρὸ αυτὴ η Ευτυχία, όμορφο, γελαστό, με κάτασπρη απλὴ φορεσιὰ σαν το χιόνι. Φιλία σταθερὴ μαζὶ της δεν έχουμε, γιατὶ με αφήνει τις περισσότερες φορὲς και πηγαίνει με τη «φτώχεια», όπως και εγὼ πηγαίνω καμιὰ φορὰ με τη Δυστυχία. Τι τα θέλεις, παιδί μου! Αυτὴ είναι δώρο αληθινὸ και απόλαυση! Την ακολουθεί σα σωματοφυλακὴ ένα πλήθος παιδάκια με γέλια και φωνές, που γεμίζουν τον αέρα. Αυτὴ μονάχη είναι ικανή, όταν σε πάρει και σένα στην ακολουθία της, να σε κάνει να μη λείπει απὸ τα χείλη σου το γέλιο και απὸ την καρδιά σου η χαρά, αδιάφορο αν θα κατοικείτε στην καλύβα ή στο παλάτι, αν θα φορείτε χρυσὰ ή κουρέλια.
―Πλούτε μου, καλέ μου φίλε, συγχώρεσέ με, δεν το σκέφτηκα. Έκανα λάθος. Την Ευτυχία έπρεπε να ζητήσω, την Ευτυχία ζητούσα, την Ευτυχία ζητώ. Ένα πράμα μονάχα, βλέπεις, μου είναι συγχωρεμένο να έχω, και άλλο καλύτερο απὸ την Ευτυχία δεν υπάρχει… Αχ, ούτε συ, καλέ μου Πλούτε! Το βλέπω, τώρα το εννοώ.
―Θέλεις λοιπὸν την Ευτυχία. Καλά, εγὼ φεύγω. Και φεύγω, άκουσε, όχι γιατὶ δε με θέλεις, αλλὰ γιατὶ δεν πρόφτασες να με ζητήσεις την κατάλληλη ώρα. Τι τυχερὸς που στάθηκες! Αλλιώτικα δε θα έφευγα απὸ κοντά σου και θα ήταν περιττὴ κάθε σου μετάνοια… Χαίρε, είπε ο Πλούτος κι εξαφανίστηκε.
Το παιδάκι δόξασε το Θεό. Έτσι είχε καιρὸ πάλι, του χρόνου, πιο φωτισμένο και πιο ήσυχο, να αγρυπνήσει την ίδια νύχτα και να ζητήσει απὸ τον ουρανὁ την Ευτυχία, μονάχα την Ευτυχία.
*Ο Εμμ. Αντ. Θεοδωράκης είναι καθηγητής – συγγραφέας