Ένα από τα παλληκάρια της αντίστασης, που πρόσφερε πολλά και αγωνίστηκε κινδυνεύοντας όσο λίγοι, χωρίς κανένα αντάλλαγμα και υστεροβουλία, με αγνό πατριωτισμό, θάρρος, γενναιότητα και αυτοθυσία ήταν ο Κώστας Παραδεισανός από το παλιό τουρκοχώρι Σάτα και το Βιζάρι Αμαρίου.
Δεν είναι τυχαίο ότι ιδιαίτερα τον υμνούν και αναφέρουν στα απομνημονεύματά τους όλοι σχεδόν οι Άγγλοι κατάσκοποι αλλά και οι βετεράνοι της κρητικής αντίστασης. Ήταν ριψοκίνδυνος, ανιδιοτελής, έντιμος, καλοσυνάτος, κεφάτος, ψηλός, στεγνός, μελαχρινός, κυπαρισσένιος, γεροδεμένος, σβέλτος, αίλουρος των Κρητικών βουνών, σαμποτέρ των Άγγλων κομάντο, του οποίου το σπίτι ήταν καταφύγιο και στρατηγείο των Άγγλων κατασκόπων. Τη Γερμανοκατοχή έζησε μια τρωγλοδύτικη ζωή σαν αγρίμι, μέσα σε υγρά σπήλαια, άγρια φαράγγια, κακοτράχαλα βουνά, επικίνδυνους κρημνούς, στα χιόνια, στα κρύα, στις θύελλες, στις καταιγίδες, στους καύσωνες, σε ατέλειωτες κακουχίες, στερήσεις, κακή διατροφή, πείνα, δίψα και οδοιπορίες σ’ όλη την Κρήτη, συνοδεύοντας τους Άγγλους, κυνηγημένος από τους απογόνους των αιμοβόρων Ούννων, χάριν της ελευθερίας.
Ο Ταγματάρχης Τζιφάκης (Τζόε) στη μάχη της Κρήτης στο Ρέθυμνο αναφέρει, για μικρή δύναμη στρατιωτών που «ανήκαν στη δύναμη του Υπολοχαγού Κωνσταντίνου Παραδεισανού από το Βιζάρι Αμαρίου».
Ο Λοχαγός Φήλντινγκ (Αλέκος), υπεύθυνος της συμμαχικής αποστολής δυτικής Κρήτης, κάνει μια επική περιγραφή του στα απομνημονεύματά του. Τον παράλαβε μετά την αποβίβασή του στον Τσούτσουρα το 1942 και γράφει: «Ξεκινήσαμε αμέσως συνοδευόμενοι από ένα νεαρό Κρητικό Υπολοχαγό, τον Κώστα Παραδεισανό, που θα ήταν ο οδηγός μας. Σε σύγκριση με τους μάλλον κοντούς και κουρελιασμένους ψαράδες του Τσούτσουρα, ο Κώστας ήταν μια φανταχτερά κομψή φιγούρα, με μαύρο μεταξωτό κεφαλομάντηλο, μαύρο μεταξωτό πουκάμισο, βράκα και μαύρα στιβάνια, τη συνηθισμένη ενδυμασία των ορεσίβιων. Τόσο κοντά στη θάλασσα έμοιαζε παράταιρος. Ακόμη και το παράστημα και οι χειρονομίες του έδειχναν να μην ταιριάζουν με την επίπεδη επιφάνεια της παραλίας, πάνω στην οποία εκινείτο με ένα παράξενο λαθραίο βάδισμα, αλλά μόλις φτάσαμε στους λόφους και αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε, βρέθηκε αμέσως στο στοιχείο του, πηδώντας από πέτρα σε πέτρα με μια ταχύτητα και ακρίβεια, που έκανε σκόνη τις λαχανιασμένες προσπάθειές μας να τον μιμηθούμε».
Ο Σ. Χιούζ (Γιάννης) στην απόρρητη αναφορά της δράσεως των μυστικών Αγγλικών υπηρεσιών (S.O.E.) στην Κρήτη επισημαίνει: «Ο Τομ Ντανμπάμπιν περνούσε το μεγαλύτερο μέρος του χειμώνα, στα Ανώγεια και στο Αμάρι, με τη βοήθεια του Ανθυπολοχαγού Παραδεισανού Κωνσταντίνου, που είχε παρακολουθήσει μαθήματα στην πειραματική σχολή ΜΙΟ2 της Αιγύπτου».
Ο Τόμ Νταμπάμπιν (Ιωάννης), διοικητής της αντικατασκοπίας Κρήτης αναφέρει: «αρκετές φορές μέναμε στο σπίτι του στη Σάτα, στο οποίο η Γερμανική αστυνομία είχε έλθει λίγες μέρες πριν αναζητώντας τον Κώστα. Τον βρήκαν στο σπίτι, αλλά αυτός είχε πλαστή ταυτότητα την οποία δέχτηκαν και έφυγαν». Ο Κώστας φρόντισε για τη μεταμφίεσή του Τομ με Κρητικά ρούχα και πλαστή ταυτότητα, η οποία τον παρουσίαζε ότι κατάγεται και ήταν κάτοικος του Άι Γιάννη Αμαρίου, αλλά δεν αναφέρει με ποιό όνομα και επώνυμο.
Ο Οπλαρχηγός Μπαντουβάς (Μπέε) περιγράφει ότι όταν το 1942 ρίχθηκαν με αλεξίπτωτα εφόδια, τρόφιμα, άρβυλα, μπιστόλια, στον Αμαριώτικο Ψηλορείτη, ήταν εκεί «ο Τόμ, με τον Παραδεισανό τον Κώστα, τον Αντώνη Ζωϊδάκη από τον Άγιο Ιωάννη…».
Ο Γιώργης Ψυχουντάκης (Μπερτόδουλος), ο περίφημος, αεικίνητος, κρητικός μαντατοφόρος από την Ασή Γωνιά, συναντιόταν με τον Κ. Παραδεισανό που υπηρετούσε και αυτός στην αγγλική κατασκοπεία και σημειώνει: «Έφτασα νωρίς στη Σάτα και πηγαίνω στο σπίτι των Παραδεισανών. Βρήκα τον Κώστα έφεδρο Ανθυπολοχαγό του πυροβολικού, καλό άνθρωπο, αλλά το κυριότερο καλό πατριώτη από τους λίγους που πρόσφεραν τις περισσότερες υπηρεσίες σε τούτη τη δύσκολη εποχή».
Ο Στελιανός Καλογεράκης (Κατσαντωνιά), μέλος της παράλληλης προς το Ε.Α.Μ. αντιστασιακής οργάνωσης Ε.Ο.Κ. Ρεθύμνου, στα απομνημονεύματά του αναφέρει: «Τρώγαμε στον οντά μου με τον μορφωμένο Τομ Νταμπάμπιν, μεταμφιεσμένο σε Κρητικό και τους αδελφούς Παραδεισανούς Κώστα και Γιάννη. Ήπιαμε μπόλικο κόκκινο κρασί να ξεχάσομε τα βάσανά μας και είμαστε σε κέφι. Λίγο πριν τελειώσουμε, μου φωνάζει η γυναίκα μου κάτω από το ισόγειο, που ήταν η κουζίνα, πως έχουν έλθει Γερμανοί και με θέλουν ως Πρόεδρο. Μόλις το άκουσε ο Τόμ μισομεθυσμένος όπως ήταν,(του άρεσε το καλό κρασί και κινδύνεψε μερικές φορές απ’ αυτό το χούι του), λέει να κατέβουμε να τους χαιρετίσουμε. Όχι του λέω, μην κατεβείτε γιατί μπορεί να σε γνωρίσουν από τη φάτσα και τη μιλιά πως είσαι Άγγλος και θα μας σκοτώσουν ούλους και θα κάψουν και το χωριό. Εγώ θα κατεβώ να τους απασχολήσω με κουβέντα, θα τους μιλώ δυνατά για να μην σας ακούσουν και εσείς σιγά σιγά θα βγείτε στο δώμα με χώμα της κουζίνας και θα φύγετε στο δρόμο, όπως και έγινε χωρίς να πάρουν είδηση».
Τιμή, δόξα, ευγνωμοσύνη και προβολή της αξιομίμητης προσφοράς τους, ανήκει στους γενναιόψυχους αυτούς αγωνιστές της λευτεριάς, τους οποίους θαυμάζοντας ο Π. Φέρμορ, σημειώνει: «εμείς διακινδυνεύαμε μόνο τις ζωές μας, ενώ οι Κρητικοί που μας βοηθούσαν τόσο γενναία, δεν διακινδύνευαν μόνο τις δικές τους ζωές, αλλά και εκείνες ολόκληρων των οικογενειών τους, καθώς και την ίδια την ύπαρξη των χωριών τους».
* Ο Ευτύχιος Καλογεράκης είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών