» Deepti Kapoor (μτφρ. Αγορίτσα Μπακοδήμου, εκδόσεις Μεταίχμιο)
Είχε προηγηθεί το Σανταράμ, η αυτοβιογραφική ιστορία του Αυστραλού Ρόμπερτς από τα χρόνια που πέρασε φυγάς στην Ινδία. Η εποχή του κακού είχε μόλις κυκλοφορήσει. Τελευταίο βιβλίο Ινδού συγγραφέα που είχα διαβάσει, αν δεν κάνω λάθος, ήταν Ο λευκός τίγρης που, απ’ όσο θυμάμαι δεν μου είχε αρέσει καθόλου, παρότι είχε επαινεθεί ιδιαιτέρως. Και δεν μου είχε αρέσει καθώς, και παρά την όποια λογοτεχνική του αρτιότητα, μου μύριζε εξωτισμό και εγώ σε τέτοιες μυρωδιές έχω μια σχετική αλλεργία. Για τον λόγο αυτό αποφεύγω τη λογοτεχνία από συγκεκριμένα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, με το όποιο κόστος βιβλίων που θα μου άρεσαν, αλλά και με κάποιες εξαιρέσεις, που το ένστικτό μου μου υπέδειξε. Σκεφτόμουν ιδιαιτέρως το Σανταράμ τις ημέρες που ακολούθησαν την ανάγνωσή του, παρότι μου είχε αφήσει ανάμεικτα συναισθήματα. Σκεφτόμουν αυτές τις περιοχές, την κοινωνική ιεραρχία, τη μάχη της κάθε ημέρας, την ιδιότυπη αλληλεγγύη που εξασφαλίζει όσα η κρατική μέριμνα αδυνατεί. Ήταν ακόμα καλοκαίρι τότε και η ανάγκη μου για μεγάλη αφήγηση παρούσα. Το ένστικτό μου για το Η εποχή του κακού αποτελείτο από αντικρουόμενες φωνές. Θα το ξεκινήσω και αν είναι το παρατάω, σκέφτηκα. Όπως καταλαβαίνετε, ιδιαίτερες προσδοκίες δεν είχα.
Ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα λαμβάνει χώρα, ξημερώματα στο Νέο Δελχί. Το αυτοκίνητο ανήκει σε ένα πλούσιο και εξέχων μέλος της ανώτερης πολιτικοοικονομικοκοινωνικής κάστας. Ωστόσο, στο τιμόνι βρίσκεται, άγνωστο πώς και γιατί, ένας απλός υπηρέτης. Οι νεκροί είναι πέντε. Η αφήγηση θα γυρίσει χρόνια πριν τη μοιραία βραδιά, η Καπούρ θα στήσει ένα σχετικά περίπλοκο ως προς την πλοκή μυθιστόρημα με ιστορίες που βαδίζουν αρχικά ανεξάρτητες για να σιμώσουν στην πορεία πριν συναντηθούν τα ξημερώματα εκείνα, με τον υπηρέτη να οδηγεί το πολυτελές αυτοκίνητο και τα θύματα να κείτονται νεκρά.
Η Καπούρ έχει μια καλή ιστορία να αφηγηθεί, σύνθετη και ογκώδη επίσης, επί της οποίας επιβάλλεται με σχετική άνεση. Η δομή και η εξέλιξη των παράλληλων υποϊστοριών θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο ο Ινιάριτου συστήθηκε στο κινηματογραφικό κοινό. Η συγγραφέας δεν αμελεί καμία από αυτές, τις φροντίζει και τις προωθεί με υπομονή, για να κλείσει τον κύκλο εκεί που άνοιξε, ξημερώματα στο αιματοβαμμένο οδόστρωμα. Οι χαρακτήρες δίνονται με τρόπο επαρκή, λειτουργώντας στερεοτυπικά κατά το αναγκαίο, χωρίς ωστόσο να μετατρέπονται στιγμή σε καρικατούρες. Ο τόπος, η Ινδία, δεν επισκιάζει την ιστορία. Δεν είναι βιβλίο για την Ινδία αυτό, είναι μια ιστορία η οποία διαδραματίζεται στην Ινδία. Μοιάζει παιχνίδι με τις λέξεις η παρατήρηση αυτή, αλλά είναι τεράστιας σημασίας. Η Καπούρ αποφεύγει τον εξωτισμό, δεν επιθυμεί να πουλήσει την Ινδία στο δυτικό κοινό, έχει μια καλή ιστορία να πει, βρίσκει τον τρόπο και πετυχαίνει να την αφηγηθεί. Και ακριβώς επειδή αποφεύγει την παγίδα του εξωτισμού και η Ινδία αποτελεί απλώς το σκηνικό, τον τόπο, και έτσι λειτουργεί περίφημα ως τέτοιο. Και αυτό πρέπει να πιστωθεί στη συγγραφέα.
Είναι σημαντικό διαβάζοντας ένα βιβλίο, το κάθε βιβλίο, να υποθέτεις τις συγγραφικές προσδοκίες και να ελέγχεις αν αυτές ικανοποιήθηκαν ή όχι. Η Καπούρ, στην προκειμένη περίπτωση, δεν μοιάζει να επιθυμεί να γράψει ένα μυθιστόρημα που σε κάποια χρόνια θα ενταχθεί στον τότε επικαιροποιημένο λογοτεχνικό κανόνα. Αυτό δεν σημαίνει πως απουσιάζει το συγγραφικό όραμα. Η Καπούρ έχει μια καλή ιστορία να αφηγηθεί, γεγονός που από μόνο του δεν θα ήταν αρκετό για να οδηγήσει σε ένα καλό μυθιστόρημα. Φροντίζει την κατασκευή της, το κάθε κομμάτι της ιστορίας, όχι για να εντυπωσιάσει αλλά για να είναι χρηστικό στο τελικό οικοδόμημα. Μια κατασκευή σύνθετη ως προς το περιεχόμενο, που ωστόσο δεν αποδεικνύεται εμπόδιο στην ανάγνωση, αλλά αντίθετα της επιτρέπει να κυλά ανεμπόδιστα. Παρά τα όσα υποτιμητικά λέγονται αριστερά και δεξιά, δεν είναι απλό ούτε εύκολο να γράψει κανείς ένα pageturner μυθιστόρημα και σίγουρα όταν αυτό επιτυγχάνεται δεν αποτελεί ψεγάδι αλλά επίτευγμα. Το πρόβλημα εντοπίζεται όταν κάτι τέτοιο αποτελεί συγγραφική επιδίωξη που ωστόσο δεν λειτουργεί. Το πρόβλημα, θέλω να πω, με αρκετά ευκολοδιάβαστα βιβλία είναι πως τελικά δεν είναι ευκολοδιάβαστα γιατί είναι κακογραμμένα. Εδώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Κάθε άλλο.
Η Καπούρ εγκλωβίζει τον αναγνώστη σε μια φρενήρη ανάγνωση, καθώς εκείνος επιθυμεί να δει τι θα συμβεί παρακάτω. Η πρόδηλη αφηγηματική ευχέρεια της Καπούρ επιτρέπει στις σελίδες να κυλούν αβίαστα, μια αχόρταγη ανάγνωση που δημιουργεί έντονη την αίσθηση της αντίστιξης με τη σκοτεινιά που επικρατεί και τη δυσωδία που αναβλύζει καθώς η πλοκή εξελίσσεται. Αυτό το αντικρουόμενο αίσθημα έλξης απώθησης διαποτίζει την αναγνωστική εμπειρία. Αίσθημα που προκύπτει ομαλά, χωρίς συναισθηματική καθοδήγηση, χωρίς εκβιασμούς, χωρίς φιοριτούρες και με ορθή χρήση ανατροπών και κορυφώσεων. Παρά το μέγεθος του βιβλίου, η Καπούρ καταφέρνει να παραδώσει ένα αρκετά δεμένο μυθιστόρημα δράσης, με τις απαραίτητες παρεκβάσεις για την ευρύτερη κατανόηση των συνθηκών και των χαρακτήρων, χωρίς να θυσιάζει τα πάντα στον βωμό της δράσης. Πετυχαίνει έτσι να υπογράψει ένα καλό μυθιστόρημα, το οποίο χωρίς να πουλάει εξωτισμό, μοιάζει να αποτυπώνει αρκετά πειστικά την ινδική συνθήκη, την εποχή του κακού που ολοένα και τείνει να γίνει κοινή συνισταμένη σε κάθε γωνιά της γης.
Μου άρεσε πάρα πολύ το βιβλίο αυτό και ας είχα τόσες επιφυλάξεις, ίσως και επειδή είχα τόσες επιφυλάξεις και οι υποκειμενικές προσδοκίες δεν βρήκαν χώρο να αναπτυχθούν άναρχα και άδικα ως προς το ίδιο το μυθιστόρημα.