Ξημέρωμα. Σα τσιγάρο που ανάβει, η σιωπή. Πόσες φορές σε σκέφτηκα. Το σώμα σου, άμμος. Να γλυστρά στ’ ακροδάκτυλά μου. Κι είναι λες, τώρα που πεθαίνει η νύχτα, σα να ‘ρχεσαι ξανά.
Σκοτάδι ακόμα. Οι ήχοι είναι πιο δυνατοί στο σκοτάδι. Το πρώτο φως πλησιάζει. Άραγε, κοιμάται ποτέ ο Έρωντας ; Είναι η ώρα που αλλάζουν οι βάρδιες. Από αγρύπνια σε αγρύπνια. Είναι όμορφα. Και λες, μακάρι να μην κοιμόμουν ποτέ. Ούτως ή άλλως η σκέψη δε κοιμάται. Κι οι ήχοι της νύχτας, συνομοτούν μαζί της. Χίλια κύμματα πέρασαν μέσα στο σκοτάδι. Κι ούτε μιά ακτή. Ποιός χρειάζεται την ακτή άλλωστε. Όταν είναι καρφωμένος στ’ άστρη. Όταν είναι καρφωμένος στην ανάσα του θέρους. Και πάντα έρχεσαι όταν δε σε περιμένω. Σα καλοκαιρινή καταιγίδα. Που κρατά ώρες. Μικρή είναι η νύχτα το θέρος. Ατέλειωτη. Κάποιοι ξεκινούν για ταξίδι. Βιαστικά. Μη τους προλάβει το φως. Το ταξίδι είναι καλυτερο στο σκοτάδι. Μακριά από το εκκωφαντικό λευκό της αυγής. Και ‘συ έρχεσαι, πάντα, μαζί με το σκοτάδι. Πως να δρασκελίσω το λιόγερμα. Είναι ψηλό το πλατύσκαλο της απουσίας. Κι όμως όλα είναι παρόντα. Όπως και ‘συ. Σα ρουφηξιά από τσιγάρο. Σα μιά γουλιά αγρύπνια. Κι όλα είναι ακόμα εδώ. Γαλήνη. Ανήσυχη γαλήνη. Φλύαρος που είναι ο Έρωντας. Αιώνες σου μιλώ. Αιώνες μου μιλάς. Και ακόμα είναι σαν τώρα ν’ αρχίσαμε. Αχνοφέγγει. Σα ματιά εφήβου. Καθάρια. Χωρίς κανένα νέφελο να τη σκιάζει. Η μόνη ήσυχη ώρα είναι λίγο πρίν ξημερώσει. Ίσως τότε να κοιμάται ο Έρωντας. Πρίν να ‘ρθεις είναι πάντα σκοτάδι. Μα τ’ άγγιγμά σου με πέρνει μακριά από τα δρακόνυχα των καιρών. Και ‘γω γίνομαι ρυάκι, στη κατάξερη κοιλάδα των σιωπών. Αγρυπνώ. Μόνο και μόνο για να δω πότε θα ξυπνήσουν τα πουλιά. Αγρυπνώ μόνο και μόνο για να δω πότε θα κοιμηθεί ο Έρωντας. Αγρυπνώ μόνο και μόνο να σε δω, να γλυστράς, άμμος στ’ ακροδάκτυλά μου.
Το έχω ξαναγράψει, πως οι ποιητές είναι αλλόκοτα πρόσωπα και από τη φύση του δημιουργικού τους έργου “εγωκεντρικά πλάσματα”. Και βέβαια τις περισσότερες φορές δεν τους καταλαβαίνω: ωστόσο, ανίδεος από την τέχνη και τη μαγεία της Ποίησης, αρκούμαι σ’ αυτά που λένε οι ειδικοί. ” Δεν έχει και τόση σημασία που δεν την καταλαβαίνεις, φτάνει να τη διαβάζεις την ποίηση!!..” Μπορεί να έχουν και δίκιο. Μολαταύτα, επειδή αγαπώ και σέβομαι τα πρόσωπα και τα έργα των ποιητών και σε κείμενα ποιητικά του απόκρυφου λυρισμού, όπως καλή ώρα το παραπάνω ” Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΣΙΩΠΩΝ” της διακεκριμένης και βραβευμένης ποιήτριας κ. Όρσας Δρετάκη, ξεχχώρισα ποιητικές φράσεις που αντανακλούν στα βαθύτερα συναισθήματα της δημιουργού: ” Να γλυστράς άμμος στ’ ακροδάκτυλά μου”: ” Γίνομαι ρυάκι στην κατάξερη κοιλάδα των σιωπών”. Ένας δρόμος πικρής μελαγχολίας και μια επίμονη προσμονή ονείρων κι ελπίδων που, ωστόσο, χάνονται στην “ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΣΙΩΠΩΝ” και την Κοινωνική Πραγματικότητα. Τα θερμά μας συγχαρητήρια στη κ. Όρσα Δρετάκη, ένα υπερευαίσθητο κι αληθινό ανθρώπινο πρόσωπο. Λυπάμαι, που δεν μπορώ να γράψω κάτι καλύτερο. Έχετε πάντα την εκτίμησή μου στο έργο και στο πρόσωπό σας, κι ας μην σάς γνωρίζω. Φιλικά Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος