Πριν λίγα χρόνια ο τότε πρωθυπουργός Α. Σαμαράς, ευρισκόμενος στα Χανιά, σε ομιλία του επεσήμανε ότι τουλάχιστον η Κρήτη δεν υπέφερε από τον εμφύλιο πόλεμο, αλλά σε αυτό το σημείο ήταν ανιστόρητος.
Το μεγαλύτερο βάρος αυτής της κατάρας σήκωσε ο Νομός Χανίων και αυτό αποτυπώνεται σε αρχείο από 1.700 έγγραφα, που πριν λίγους μήνες παρέδωσα στο Ι.Α.Κ. και με θαυμαστό τρόπο ταξινόμησε, αρίθμησε και τοποθέτησε το καθένα σε προστατευτική μεμβράνη, διάφανη, ο άξιος νέος δ/ντής του.
Το είχα τυχαίως στα χέρια μου για 65 χρόνια και αφορά αρχείο της τότε Στρατιωτικής Διοίκησης Κρήτης και του τμήματος ασφαλείας της Χωροφυλακής. Επειδή η ιστορία παραποιείται κατά τα κομματικά συμφέροντα της κάθε παράταξης από εκεί φαίνεται ποιες θηριωδίες έγιναν και από τις δύο πλευρές.
Πληροφορούμενος από τα “Χ.Ν.” ότι για την εκδήλωση του Σαββάτου 25 Ιουνίου που πραγματοποίησε το ΚΚΕ στον Ομαλό προς τιμή των μαχητών που τον Ιούνιο του 1948 έλαβαν μέρος στη Μάχη της Σαμαριάς.
Οι νεκροί κάθε πολέμου και μάχης δεν έχουν πλέον να μοιράσουν τίποτα, δεν έχουν πλέον αντιπαλότητες μεταξύ τους, γι’ αυτό και τα τελευταία χρόνια Γερμανοί τιμούν την εκδήλωση στο Βρετανικό Πολεμικό Κοιμητήριο κατά τις εκδηλώσεις της Μάχης της Κρήτης και οι Βρετανοί αυτήν στο Γερμανικό. Εχουν υποχρέωση οι απόγονοι κάθε αγωνιστή να το πράττουν αυτό και να διερωτώνται για τη θυσία του.
Το ΚΚΕ προς τιμήν του τους θυμάται τους δικούς του. Οι αντίπαλοί των, δυστυχώς, τους έχουν ξεχάσει. Αναφέρθηκε στα “Χ.Ν.” ότι δυο φορές έχει καταστραφεί η πλάκα στην τοποθεσία Φώκιες, όπου αναγράφονταν τα ονόματα των νεκρών της μάχης αυτής. Απαράδεκτο, γιατί οι όποιοι νεκροί, χρειάζονται σεβασμό. Ισως κάποιοι όμως από την πλευρά του ΚΚΕ κατέστρεψαν και τη μεταλλική πλάκα, όπου αναγράφονταν τα ονόματα δολοφονηθέντων (εκτελεσθέντων) της αντίθετης πλευράς μόλις αυτή είχε τοποθετηθεί πάλι εκεί στον Αγιο Ζαχαρία στις Φώκιες, τρία χρόνια πριν τη Μάχη της Σαμαριάς.
Εχει αναφερθεί ότι στη μάχη σκοτώθηκαν 14 αντάρτες και τρεις χωροφύλακες χωρίς να γνωρίζω αν έτσι είναι.
Γράφει το ζεύγος Κοκοβλή:
«Δυο – δυο, τρεις – τρεις καθόμασταν σκορπισμένοι δω και κει κάτω από τα πράσινα πεύκα. Κείνη η τριήμερη πορεία στην Ανώπολη είχε στοιχίσει πολύ. Κι ακόμα κανείς να συνέλθει. Και πώς να συνέλθεις; Χρειάζεται να ξεκουραστείς καλά, να φας καλά και να ποδεθείς καλά. Πού να τα βρεις όλα αυτά; Κείνο το πόδεμα είναι το μεγάλο βάσανο. Είναι αφάνταστο κι όμως έτσι ήτανε: Αν έριχνες μια ματιά στα πόδια όλων, θα σου μάτωνε η καρδιά. Από τους εκατό και πάνω αντάρτες ελάχιστοι φορούσαν γερά άρβυλα. Και τώρα, με τα τριψίματα και τις πληγές καταγίνονται. Και με το πόδεμα. Μερικοί δένουνε τα κομματιασμένα τους άρβυλα με σύρματα. Αλλοι τυλίγουν τα πόδια τους με κουρέλια. Αλήθεια! Τα πόδια σου κι η ζωή σου! Σε τούτα τα φοβερά κατσάβραχα μόνο σαν έχεις πόδια γερά μπορείς να πολεμήσεις, να αμυνθείς, να επιζήσεις. Ο Πάνος εδώ και μέρες είναι ξυπόλυτος. Και τώρα φροντίζει τα πόδια του, τα τυλίγει με πανιά. Και σιγοσφυρίζει.
Από πάνω, απ’ το φυλάκιο της Ψαρής, κάποιοι χαμηλώνουν προς τα Λαγουδολίβαδα και φωνάζουν: – Φάνηκα – α – αν. Ανεβαί αί – αί – νουν… Πολλοί – οί – οί – οί…
Τελειώνουν οι ετοιμασίες. Τώρα πιο πολύ καθένας κοιτάζει το όπλο του. Τις σφαίρες του. Η μέρα γέρνει. Τα τζιτζίκια και τα πουλιά έπαψαν να τραγουδούν. Γύρω – γύρω κυριαρχεί ησυχία. Κι η άγρια επιβλητικότητα του φαραγγιού σμίγει με τις φωνές και φέρνει κάποιο αίσθημα φόβου.
– Ερχονται… αι – αι – αι… Ανε – βαί – νουν…
Εξόρμηση λοιπόν. Εκκαθαριστική επιχείρηση. Είναι η δεύτερη φορά που ο αντίπαλος επιχειρεί τέτοια εξόρμηση στο φαράγγι. Στην πρώτη δεν πέτυχε τίποτα. Τώρα, σίγουρα θα έχει πάρει πιο πολλά μέτρα.
Εκεί πάνω στις κορυφογραμμές ακούγονται πυροβολισμοί. Γίνεται η πρώτη σύγκρουση… Μα η νύχτα φτάνει γρήγορα και τότες όλα κοπάζουν…
Οι αντάρτικες δυνάμεις συμπτύσσονται κι αρχίζουν να ανασυντάσσονται. Εκατό περίπου άνθρωποι ξυπόλυτοι, πεινασμένοι ετοιμάζονται να αναμετρηθούν με χιλιάδες πάνοπλους…
Πιάνουνε θέσεις στα τρία τέσσερα περάσματα του φαραγγιού. Κοιτάζουν τις σφαίρες τους, τα ξεσκισμένα τους άρβυλα, τα πληγιασμένα τους πόδια.
Δεν αργεί να φουντώσει το κακό. Ολμοι και βαριά πολυβόλα αρχίζουν να σφυροκοπούν, να χτενίζουν, να καθαρίζουν το ανώμαλο έδαφος. Και αεροπλάνα ρίχνουν τόνους το καυτό μολύβι τους στις απότομες χαράδρες, στα πλάγια και στις κορφές.
Με το νύχτωμα όλα πάλι κοπάζουν… Την αυγή κι όλη τη μέρα ξανά κόλαση. Ξανά χαλασμός. Και την άλλη μέρα το ίδιο… και την παράλλη χειρότερα…
Μα ένα μεσημέρι όλα λες εδώ μέσα σκοτείνιασαν. Μια συνδυασμένη επίθεση του αντίπαλου απ’ το πέρασμα των Λαγουδολίβαδων σπάει την αντίσταση. Κι ύστερα από λίγο κι απ’ τον Άι Νικόλα. Πολυάριθμες ομάδες κατευθύνονται οι αντίπαλοι προς τον πάτο του φαραγγιού, προς τα σπιτάκια της Σαμαριάς. Οι αντάρτες αντιστέκονται πεισματικά. Σ’ έναν αγώνα άνισο. Τώρα μάταιο. Ο Πύργος κοντά στο χωριουδάκι σφυροκοπιέται ανελέητα. Πελώριοι καπνοί και φωτιές υψώνονται πάνω του. Ο Πάνος πολεμά σαν λιοντάρι στον Πύργο. Ενα καυτό μολύβι του κόβει τη σπονδυλική στήλη στα δυο. Φωνάζει “ζήτω” και πέφτει.
Πρέπει να φύγεις. Μα πώς; Από πού; Και πού να βρεις τη δύναμη να περπατήσεις νηστικός και διψασμένος τόσες μέρες;
Τα περάσματα είναι πιασμένα. Κι εδώ δεν έχει πλαγιές που περπατιούνται. Που μπορείς να σκαρφαλώσεις, να λαχανιάσεις κι όμως κάποτες να βγεις. Εδώ έχει απέραστους τόπους. Να κρυφτείς, να λεσκώσεις σαν αγρίμι μαζί με τ’ αγρίμια μπορείς. Και να μη σε βρουν όσο κι αν ψάχνουν. Μα να ζήσεις με τον αέρα και τις πέτρες δε μπορείς. Το φαράγγι αποκλείστηκε! Σε πιάνει δέος…
Βραδιάζει… Οι Βίγληδες, ο Γιάννης κι ο Βαγγέλης, ρίχνουν μια τελευταία ματιά κάτω στα σπίτια τους που καίγονται. Υστερα μπαίνουν μπροστά. Υπάρχει ένα πέρασμα ακόμα, που δεν το ξέρει παρά μόνο τούτοι οι βασιλιάδες του φαραγγιού. Προχωρούν και πίσω τους βαδίζουν καμιά ενενηνταριά αντάρτες – όσοι ζήσαμε… Ενα πέρασμα μέσα από απέραστους τόπους. Προχωράς με χέρια και με πόδια.
Τα χέρια και τα πόδια τρέχουν αίμα. Το ξημέρωμα βρίσκει τη φάλαγγα τούτη σ’ ένα βαθούλωμα με γέρικα χοντρά κυπαρίσσια. Ισως εδώ να μην έχει πατήσει ποτές πόδι ανθρώπινο. Καθίζουμε. Και τώρα νιώθουμε τον πόνο στις ξεσκισμένες μας σάρκες, στα κόκκαλα πιο πολύ. Τα στόματα ξεράθηκαν. Τα χείλη είναι άσπρα σαν χαρτί. Μερικοί δε μπορούν ούτε να μιλήσουν!
– Αχ… μια σταλιά νερό! Τίποτα άλλο!..
Οι αντάρτισσες ψάχνουν. Τα κορίτσια είναι εφτάψυχα σαν τις εφτάψυχες γάτες. Ψάχνουν. Εχουν κουράγιο.
– Ελάτε… φωνάζει η Ξενούλα… Πλησιάζει η Λευτεριά, η Μαριώ, η Γεωργία… Στις κούφιες ρίζες των κυπαρισσιών βρίσκουν μια μαύρη πηχτή ύλη από σάπια φύλλα και κόπρανα αγριοκατσικιών. Την παίρνουν και τη στύβουν στα μαραμένα τους χείλη. Κάποιες μαύρες πικρές στάλες πέφτουν. Η Αδριανή δε μπορεί να κινηθεί. Της ρίχνουν στο στόμα δυο τρεις στάλες…
Με τη μαύρη λάσπη στα χέρια, στα χείλια, έξω από τα χείλια, στο πρόσωπο, με τα μάτια να γυαλίζουν απ’ την αϋπνία, την πείνα και την κόπωση μοιάζουμε σαν νεκροί σε κίνηση. Αγνώριστοι.
Κοιτάζει ο ένας τον άλλο με απορία».