H ανάσα σου στα παγωμένα πόδια μας τις νύχτες που ‘χε κρύο, χνούδι η άχνα στο μεδούλι της ψυχής μας! Σταυρώνεις τα προσκέφαλά μας κάθε βράδυ, κι όνειρα γλυκά τρέχουν κάτω από τα βλέφαρά μας!
Το γάλα μας έτοιμο σα θα σηκωθούμε και πάνω στο πιατάκι που το σκεπάζει για να το κρατήσει ζεστό, ένα κέρμα για το κουλούρι στο σχολείο!
Δεν θα σε δούμε το πρωί πριν φύγεις αξημέρωτα για τη δουλειά, μα σε περιμένουμε πίσω από τη πόρτα ώρα 3 σαν έχεις σχολάσει· στην αγκαλιά σου να κρυφτούμε…
Και σίγουρα κάτι θα κρατάς να μας το δώσεις: μια γκοφρέτα, μια μπανάνα…
…Θα μας τραγουδήσεις, θα μας πεις την ιστορία του Χριστού, θα μας διαβάσεις τα ποιήματα που έγραψες για μας, θα μας διηγηθείς… κάθε μέρα, κάθε βράδυ!
Κάθε μέρα, κάθε βράδυ…
Γλυκιά, χαμογελαστή η παρουσία σου στο σπίτι, ήρεμη δύναμη που βλέπουμε και στα όμορφά σου μάτια!
Δεν θυμάμαι να μας θυμώνεις, πώς γίνεται; Ούτε να μαλώνεις δεν θυμάμαι κι ας γίνονταν… αταξίες!
Μονάχα ιστορίες, αληθινές(;) σαν παραμύθια που πέρασαν στο νου, που μας έμαθαν να ζούμε στον μικρόκοσμο της μικρής μας γειτονιάς, του σχολειού μας, του κόσμου…
Ολόγυρά μας εσύ, προστατευτικός υμένας η αύρα της παρουσίας σου…
…Θα τα ’βαζες με χίλιους άνδρες αν έβλεπες πως πάνε να μας βλάψουν!
Σα τότε, που τρεχάτος μπήκε ο μικρός μου αδερφός ετών 8 ίσως 9, γιατί τον κυνηγούσε “δι’ ασήμαντον αφορμή” με το βαρύ ποδήλατό του ο 50άρης γείτονας να τον… δείρει!
Κι ως είδες το μικρό σου γιο να τρέμει η καρδιά του, τον έκλεισες στην αγκαλιά κι έπειτα τρέχοντας σαν ελαφίνα βγήκες έξω από το σπίτι να πας να βρεις τον διώκτη και τον απείλησες να μην ξανασιμώσει ούτε στον μικρό κι ούτε και στον μεγάλο σου το γιο… εσύ η μαμά μας, ετών 33!
Ιδια λέαινα μπρος στα παιδικά μου μάτια, στη φαντασία και στη ζωή μου! Και ποιος θα μπορούσε να μας βλάψει τάχα, Δύναμή μου;