Το 1878 υπογράφτηκε στη Χαλέπα Χανίων η ομώνυμη Σύμβαση. Με αυτήν καθιερωνόταν για την Κρήτη ένα προνομιακό καθεστώς, διαφορετικό από τις άλλες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με το νέο πολίτευμα η Κρήτη γινόταν ημιαυτόνομη επαρχία και οι χριστιανοί αποκτούσαν σημαντικά δικαιώματα:
«Δεν αποτελούσε όμως λύση του Κρητικού ζητήματος, από το ένα μέρος γιατί η Πύλη, θεωρώντας τα δικαιώματα αυτά υπερβολικά, συνεχώς τα καταπατούσε, και από το άλλο γιατί οι Χριστιανοί της Κρήτης, πιστεύοντας ότι η Σύμβαση ήταν κάτι ανεπαρκές και προσωρινό, διεκδικούσαν πότε συμπληρωματικά δικαιώματα και πότε την ένωση με την Ελλάδα.
Οι λόγοι αυτοί, καθώς και ο ανταγωνισμός των Χριστιανικών κομμάτων μεταξύ τους, οδήγησαν στην ατυχή επανάσταση του 1889 και στο Φιρμάνι του ίδιου χρόνου με το οποίο ο Σουλτάνος κατάργησε τα περισσότερα από τα προνόμια που είχαν αναγνωριστή στους Χριστιανούς με τη Σύμβαση της Χαλέπας.
Μετά το 1889 στην Κρήτη επικράτησε δεινή πολιτική και οικονομική κατάσταση και χρόνια αναρχία. Μολονότι δεν έλειψε η κλέφτικη δράση στα βουνά, ο Χριστιανικός πληθυσμός γενικά ήταν τρομοκρατημένος».1
Πράγματι η περίοδος που ακολούθησε μετά το 1889 είναι από τις σκοτεινότερες περιόδους της τουρκοκρατίας στην Κρήτη. Ο στρατιωτικός νόμος, η τρομοκρατία, οι δολοφονίες και η αυθαιρεσία συνέθεταν το σκηνικό της τουρκικής τυραννίας.
Την εικόνα της εποχής μας δίδει ο Ιωάννης Κονδυλάκης σε ένα θαυμάσιο διήγημά του για τον Παπά – Μαθιό Μαλέκο. Είχε καταφύγει στα Λευκά Όρη αντάρτης κατά της τουρκικής εξουσίας. Προηγουμένως είχε αποπειραθεί να σκοτώσει τον Αλβανό διοικητή χωροφυλακής Βάμου:
«Από τα Λευκά Όρη δεν λείπουν ποτέ οι φυγάδες. Ο παπάς εσχημάτισε μικρόν στίφος και ήρχισε να συγκρούεται σήμερον εδώ, αύριον εκεί προς τους Τουρκαλβανούς. Όταν δε έγεινεν η στάσις εις τα Σφακιά, ο παπά Μαλέκος συναθροίσας τους έχοντας φυσέκια, εκτύπησεν ευτολμότατα εις τον Αποκόρωνα τον στρατόν όστις μετέβαινεν εναντίον των Σφακιανών.
Ένα μήνα μετά ταύτα εγνωρισθήκαμεν.
– Δεν είναι καλλίτερο αυτό που κάνω, μου είπε, παρά να λειτουργώ;».
Δύο χρόνια αργότερα ο Κονδυλάκης συνάντησε τον παπά στο Καστέλλι Κισάμου. Ήταν μεγάλη Παρασκευή και οι κάτοικοι, από το φόβο τον Τούρκων δεν τολμούσαν να κάνουν περιφορά του επιταφίου. Με την απαράμιλλη πένα του ο συγγραφέας περιγράφει τις σκηνές που ακολούθησαν:
«Αλλ’ οι περισσότεροι ήθελον να γείνη περιφορά και άμα ετελείωσεν η ακολουθία, έγεινεν υπόκωφος φιλονεικία. Μέσα εις αυτά ακούεται η φωνή του παπά Μαλέκου:
– Δεν θα βγη, λέει, ο επιτάφιος; Ποίοι είν’ αυτοί που λένε να μη βγη;
Τινές επεχείρησαν να υποστηρίξωσι την εναντίαν γνώμην, αλλά ο παπά Μαλέκος δεν τους αφήκε να εξακολουθήσουν:
– Μασκαράδες! αντεκραύγασεν εξαγριωθείς.
Και ανασύρας το ιερατικόν του ένδυμα, εξήγαγε πολύκροτον μέγα, απέναντι του οποίου έσπευσαν να οπισθοδρομήσουν οι αντιφρονούντες.
– Ο επιτάφιος θα γυρίση, ως γίνεται πάντα, προσέθηκε, κι όποιος φοβάται ας πάη να χωστή!
Ο επίσκοπος ηθέλησε να του ομιλήση, αλλ’ ο παπάς του είπεν εντόνως:
– Σώπα και συ!… Και τον επιτάφιο θα γυρίσωμε και μπαλλωταίς θα παίξωμε!».2
Ο Παπά – Μαλέκος γεννήθηκε στον Βάμο το 1864. Το κοσμικό του όνομα ήταν Μανώλης και το ιερατικό Ματθαίος: «Τα πρώτα χρόνια της ζωής, αυτά που καθορίζουν υποσυνείδητα τον χαρακτήρα και σμιλεύουν την προσωπικότητα του ατόμου, εμποτίζονται από μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα έντασης, στέρησης, αβεβαιότητας, φόβου και αγωνίας· και μαζί, ελπίδας, ηρωισμού και αντίστασης, που είναι η ατμόσφαιρα του Βάμου της δεκαετίας του 1860».3 Είναι παπάς στη συνοικία του Βάμου Τσικολιανά: «[…] όπου θα τον εύρει η “Επανάσταση” του 1889, στην οποία ως βεβαιώνεται, έλαβεν ενεργόν μέρος. Αυτή είναι η αφετηρία της επαναστατικής δράσης του βαμιανού τούτου “Καπετάν παπά”». Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1890 εξορίζεται στην Αθήνα, επιστρέφει στον Βάμο και διαρκώς καταδιώκεται από το τουρκικό καθεστώς. Το 1892 με τους αντάρτες του ενεργεί «τολμηρή επίθεση κατά του τουρκικού στρατού στον Αποκόρωνα».
Μοιάζει πολύ η περιγραφή του Παπα-Μαλέκου στην εξιστόρηση του Μπουρνάζου και στα αποσπάσματα που παρατέθηκαν παραπάνω από το διήγημα του Κονδυλάκη, με αυτή που μας δίδει Ιταλός δημοσιογράφος, στο περιοδικό Gli Avvenimenti d’ Oriente: Guerra Greco – Turca 1897, Μιλάνο, Treves, 1897. Ο Ιταλός ανταποκριτής, που βρέθηκε στα Χανιά το 1897, δίδει στο παρακάτω απόσπασμα μια εικόνα του παπά πριν από τις επαναστάσεις του 1896-97, τότε που είχε καταφύγει στα Λευκά Όρη: «Ο πιο χαρακτηριστικός και δημοφιλής αρχηγός των επαναστάσεων της Κρήτης είναι ο μοναχός Παπά – Μαλέκος. Όλοι οι χριστιανοί του νησιού τον γνωρίζουν, τον σέβονται, ακούνε τις παροτρύνσεις του για την τιμή τους. Είναι γι’ αυτό το λόγο ίδιοι με τον Αρχιεπίσκοπο Γερμανό που στην ελληνική επανάσταση του 1821, έβαλε τους Έλληνες να ορκιστούν στο Σταυρό για να νικήσουν τους Τούρκους, διαφορετικά να πεθάνουν. Έχει την ίδια ιδιοσυγκρασία με τον Ηγούμενο Γαβριήλ του μοναστηριού του Αρκαδίου, που στα 1866 πυρπόλησε το μοναστήρι για να μην παραδοθεί στους Τούρκους. Ο μοναχός Παπά – Μαλέκος με το ένα χέρι κρατούσε το τουφέκι και με το άλλο ευλογούσε με το σταυρό. Το σπίτι του βρίσκεται στα βουνά· μένει εκεί σε μία καλύβα απόκρημνη εδώ και έξι χρόνια, ενώ τρέφεται με γάλα και από τις προμήθειες που αγοράζει από τους βοσκούς· κατεβαίνει δε στα χωριά κάθε φορά που πρέπει να σκοτώσει ένα Τούρκο ένοχο για φόνο ή για αρπαγή. Η τιμωρία του είναι ανελέητη και το τουφέκι του αλάνθαστο, όπως τα λόγια του απλά, πειστικά, που καίνε για την καταστροφή της ημισελήνου. Το κεφάλι του αποτιμήθηκε πολλές φορές από τις τουρκικές αρχές, όμως δεν προδόθηκε ποτέ: οι βοσκοί από το βουνό, οι ομόθρησκοί του, διαφύλατταν πάντα την ασφάλειά του. Είναι ένας άντρας γύρω στα 40 με χαρακτηριστικά αποφασιστικά, με αδιαμφισβήτητη γενναιότητα».4
ΠΡΟΣ ΝΕΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Την εποχή που ο Παπά – Μαλέκος βγήκε στο κλαρί η κατάσταση στην Κρήτη καθημερινά χειροτέρευε. Οι συγκρούσεις, οι δολοφονίες και οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας απλώνονταν σαν απειλητικό νέφος στο νησί.
Ως διέξοδο από το αφόρητο αυτό καθεστώς τρομοκρατίας, πολιτικοί παράγοντες της Κρήτης και μερικοί νέοι άνθρωποι με εμπνευστή τον αρχιμανδρίτη Παρθένιο Κελαϊδή, άρχισαν να καλλιεργούν τη μεταπολιτευτική ιδέα. Τη δημιουργία δηλαδή στην Κρήτη μιας αυτόνομης ή ημιαυτόνομης πολιτείας, καθώς οι συνθήκες της εποχής δεν επέτρεπαν διεκδίκηση της ένωσης. Οι πρωτεργάτες ίδρυσαν μυστική αδελφότητα και άρχισαν να οργανώνονται. Όπως εξιστορεί ο Παπά – Γαβρίλης Μανιουδάκης, ένας από τους πρωταγωνιστές της εποχής:
«Κέντρον και ορμητήριον των ενεργειών μου ήτο ο Βάμος και ο Φρες. Εις τον Βάμον μετά των Στυλ. Φωτάκη και Γεωργ. Μυλωνογιαννάκη συνεκροτήσαμεν τον πρώτο σοβαρόν επαναστατικόν σωματείον με τον συγκεκριμένον σκοπόν την συγκρότησιν πολυπληθεστέρου και αντιπροσωπευτικοτέρου των υποδούλων της νήσου Συνωμοτικού Σωματείου, παρά του οποίου θα ανελαμβάνετο η οργάνωσις και κήρυξις της επαναστάσεως. […] Περιήλθον τα χωρία Σφακίων, Χανίων και Ρεθύμνης και εμύησα τους αποτελέσαντας την μεγάλην συνωμοτικήν ομάδα, τον μεγάλον εκείνον επαναστατικόν οργανισμόν αποκληθέντα “Μεταπολιτευτική Επιτροπή”».5
Στο πρόσωπο του Σφακιανού Μανούσου Κούνδουρου η αδελφότητα βρήκε τον αρχηγό που αναζητούσε. Ήταν τότε πρωτοδίκης στον Βάμο, την πρωτεύουσα του Νομού Σφακίων. Στον ίδιο τόπο ήταν εγκατεστημένοι ορισμένοι νέοι δικηγόροι και γιατροί, που ήταν μέλη της αδελφότητας. Στα μέσα του 1895 ο Γεώργιος Μυλωνογιάννης, ο Στυλιανός Φωτάκης, ο Κωνσταντίνος Μαλινός, Δήμαρχος Βάμου, ο Ιωσήφ Λεκανίδης, ο Σέργιος Καλλιγιάννης και άλλα μέλη της αδελφότητας ήλθαν σε επαφή με τον Κούνδουρο και αποφάσισαν να θέσουν σε εφαρμογή το πρόγραμμά τους.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1895 στην περιοχή Κλήμα Αλικάμπου έγινε η πρώτη μεγάλη ένοπλη συνάθροιση των μεταπολιτευτικών. Πρόεδρος εξελέγη ο Κούνδουρος και οι συγκεντρωμένοι υπέγραψαν υπόμνημα προς τις Μεγάλες Δυνάμεις και την Ελληνική Κυβέρνηση. Για τους στόχους τους ο Ελευθέριος Πρεβελάκης τονίζει:
«Η επανάσταση αυτή είχε χαρακτήρα συντηρητικό γιατί, μολονότι διεκδικούσε για τους Χριστιανούς της Κρήτης περισσότερα προνόμια από όσα τους έδινε η Σύμβαση της Χαλέπας, είχε θέσει για σκοπό της τη μεταπολίτευση, δηλαδή ένα είδος μερικής αυτονομίας, και όχι την ένωση με την Ελλάδα. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι πρωτεργάτες της επανάστασης δεν ήθελαν την ένωση. Η πείρα όμως των προηγούμενων επαναστάσεων τους έπειθε ότι η ένωση ήταν απραγματοποίητη χωρίς να μεσολαβήση κάποιο ενδιάμεσο καθεστώς».6
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΜΑΧΕΣ
Τον Νοέμβριο του 1895 οι μεταπολιτευτικοί στους Κάμπους Κυδωνίας επιτυγχάνουν την πρώτη νίκη τους. Οι συνθήκες ήταν ιδιαίτερα αντίξοες. Οι επαναστάτες ήταν ακόμα απροετοίμαστοι και είχαν να αντιμετωπίσουν όχι μόνον τον τουρκικό στρατό αλλά και ένα δριμύ χειμώνα που είχε ενσκήψει ανελέητος. Κοιμόντουσαν πάνω σε αστιβίδες, φασκομηλιές και θάμνους, που το πρωί τους έβαζαν φωτιά για να ζεσταθούν. Η πείνα τούς υποχρέωνε να διασκορπίζονται στα ελαιόφυτα και να αναζητούν ώριμες ελιές (χαμάδες) για να την ξεγελάσουν. Κάποιες φορές οι γυναίκες των Κάμπων, αψηφώντας τους Τούρκους στρατιώτες, τούς κουβαλούσαν κρίθινο ψωμί, ελιές, σκόρδα και μπόλικο κρασί. Ήταν οι πρώτες δύσκολες στιγμές των μεταπολιτευτικών. Εκεί συναντήθηκαν στη μάχη, για πρώτη φορά, ο Καλογερής, ο Παπάς – Μαλέκος και ο Λεωνίδας. Το επόμενο διάστημα θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στις επιχειρήσεις.
Στο τέλος του ίδιου μήνα ήλθε να προστεθεί νέα νίκη στην Κεφάλα Αλικάμπου, κοντά στις Βρύσες. Η μάχη αυτή διεξήχθη γύρω από τον πύργο της Κεφάλας και ήταν η πρώτη στην οποία συμμετείχαν πολλοί κάτοικοι από τα γύρω χωριά. Ο τουρκικός στρατός ενισχύθηκε με δυνάμεις από το Ρέθυμνο. Στη διάρκεια των συγκρούσεων έπεφτε χιόνι και πολλές φορές ο αγώνας γινόταν σώμα με σώμα. Η δυσμενής έκβαση της μάχης υποχρέωσε τον τουρκικό στρατό να εγκαταλείψει τους πύργους του στα Σφακιά και να συγκεντρωθεί στον Βάμο.7
Τον Μάρτιο του 1896 η Τουρκική Κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να διαλύσει την Μεταπολιτευτική Επιτροπή, προσφέρει γενική αμνηστία. Η Ελληνική Κυβέρνηση, που φοβόταν ένα νέο 1889, αγωνίζεται παράλληλα για τη διάλυση της Επιτροπής.
Η Επιτροπή, όμως, ανυποχώρητη στις πιέσεις, συνέχιζε τον αγώνα της. Είχε αποφασίσει να περάσει στην επίθεση. Προανάκρουσμα την νέας της τακτικής στάθηκε η διήμερη σύγκρουσή της με τον τουρκικό στρατό στην Επισκοπή Ρεθύμνου (31 Μαρτίου – 1 Απριλίου 1896).8 Η σύγκρουση υπήρξε πεισματώδης και οι χριστιανοί είχαν ελάχιστα πυρομαχικά. Η έλλειψη φυσιγγίων ήταν τόσο μεγάλη, ώστε χρησιμοποιούσαν και πέντε φορές τον ίδιο κάλυκα, ξαναγεμίζοντάς τον με πυρίτιδα, σφαίρες και κομμάτια από μολύβι. Για τη συγκέντρωση του υλικού πολλές φορές οι επαναστάτες συγκρούονταν και μεταξύ τους. Τη νίκη τους οι μεταπολιτευτικοί την γιόρτασαν στον Κουρνά Αποκορώνου, με γλέντι και χορούς.9
Η ήττα στην Επισκοπή θορύβησε τους Τούρκους. Είχαν υποτιμήσει τους μεταπολιτευτικούς και κινδύνευαν να δουν την επανάσταση να απλώνεται σε ολόκληρη τη Δυτική Κρήτη. Για αυτό θέτουν σε εφαρμογή το σχέδιό τους να κυκλώσουν τους επαναστάτες στην επαρχία Αγίου Βασιλείου, όπου αυτοί είχαν αποσυρθεί. Η απόπειρα όμως της τουρκικής διοίκησης για μια ακόμα φορά αποτυγχάνει. Τον Απρίλιο του 1896 στα Σελλιά Αγίου Βασιλείου οι επαναστάτες συγκρούονται με τον τουρκικό στρατό και επιτυγχάνουν μια ακόμα νίκη.10 Οι νέες επιτυχίες της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής έδωσαν αυτοπεποίθηση στους επαναστάτες και παράλληλα προκάλεσαν αμηχανία στην Αθήνα. Ο Έλληνας Υπουργός των Εξωτερικών Αλέξανδρος Σκουζές ζητά από τον Έλληνα Πρόξενο στα Χανιά να κάνει κάθε προσπάθεια για να διαλύσει την Επιτροπή. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως παρεμβαίνει επίσης και ζητά την παύση του αγώνα.
Για να πείσουν τους μεταπολιτευτικούς να καταθέσουν τα όπλα οι επίσκοποι Κυδωνίας και Αποκορώνου Νικηφόρος Ζαχαριάδης και Κισάμου και Σελίνου Δωρόθεος Κλωνάρης μετέβησαν στο Νίππος Αποκορώνου, στις 3 Μαΐου 1896, όπου ήταν συγκεντρωμένη μεγάλη δύναμη από επαναστάτες. Στο χωριό αυτό οι δύο επίσκοποι, μεταφέροντας επιθυμία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, εζήτησαν την εγκατάλειψη του επαναστατικού αγώνα διότι διαφορετικά η Τουρκική Κυβέρνηση δεν θα παραχωρούσε ελευθερίες και δεν θα συγκαλούσε την Κρητική Βουλή. Η αντίδραση του πλήθους των οπλοφόρων ήταν βιαιότατη. Οι δύο επίσκοποι πέρασαν δύσκολες στιγμές. Εκ μέρους της Επιτροπής τούς ζητήθηκε να παύσουν να αναμιγνύονται στην πολιτική και εν τέλει τους απέπεμψαν με σκαιό τρόπο. Προηγουμένως ο Παπά – Μαλέκος και ο Καπετάν – Γιάννης Καλογερής, αφού απεκάλεσαν τον Νικηφόρο προδότη, απεφάσισαν την εκτέλεσή του, η οποία απετράπη την τελευταία στιγμή. Στην πραγματικότητα ο Νικηφόρος, ο οποίος είχε στενές σχέσεις με το Ελληνικό Προξενείο στα Χανιά, εξέφραζε την πολιτική της Ελληνικής Κυβέρνησης που θεωρούσε τη Μεταπολιτευτική Επανάσταση πρόωρη και επικίνδυνη για τα συμφέροντα της Κρήτης. Την επόμενη χρονιά, που ξέσπασε η επανάσταση του ’97, βρέθηκε με το όπλο στο χέρι. Σε ό,τι αφορά τον Δωρόθεο Κλωνάρη αυτός ήταν ήδη μυημένος στο μεταπολιτευτικό κίνημα.
Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ ΒΑΜΟΥ (3 – 18 Μαΐου 1896)
Τελικά η παρέμβαση των επισκόπων είχε τα αντίθετα αποτελέσματα και οδήγησε αμέσως στην πολιορκία του Βάμου.
Οι επαναστάτες για να δείξουν την αγανάκτησή τους άρχισαν την ίδια μέρα να ανταλλάσσουν πυροβολισμούς με την τουρκική φρουρά του Βάμου, η πολιορκία του οποίου είχε, όπως βεβαιώνει ο Κούνδουρος, «προ πολλού αποφασισθή». Η Επιτροπή την εποχή εκείνη αρνήθηκε ότι είχε ευθύνη για τα γεγονότα αυτά επειδή, όπως φαίνεται, δεν τολμούσε ακόμη να διακηρύξει πως εγκατέλειψε το ειρηνικό πρόγραμμα και πέρασε στην επίθεση. Σήμερα όμως γνωρίζουμε ότι ο ίδιος ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής Ιωσήφ Λεκανίδης πρωτοστάτησε στο ντουφεκίδι.11 Έτσι, στις 3 Μαΐου του 1896 οι μεταπολιτευτικοί ξεκινούν την πολιορκία.
Γιατί όμως επελέγη ο Βάμος για μια από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις που έγιναν στην Κρήτη την περίοδο της τουρκοκρατίας;
Για να απαντηθεί το ερώτημα πρέπει να παραθέσουμε ορισμένα ιστορικά στοιχεία για τη μετεξέλιξη του Βάμου σε διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο μετά την επανάσταση του 1866-69. Η επανάσταση αυτή μπορεί να απέτυχε, αλλά έδωσε, μέσω του Οργανικού Νόμου (1868), νέο πολίτευμα στην Κρήτη και στον Βάμο μια ξεχωριστή θέση. Για την περίοδο αυτή ο Χαράλαμπος Μπουρνάζος γράφει:
«Η καινούρια διοικητική διαίρεση που καθιερώνει το Νέο Πολίτευμα έχει και μια ειδικότερη συνέπεια για το Βάμο, ο οποίος γίνεται τώρα πρωτεύουσα του νέου Νομού Σφακίων, με τις τρεις επαρχίες, (Αποκορώνου, Αγίου Βασιλείου και Σφακίων) κέντρο στο εξής διοικητικό, στρατιωτικό, δικαστικό, εκπαιδευτικό και πνευματικό. Και δεν είναι άσχετα μ’ αυτά όσα οργανώνονται και δρομολογούνται απ’ αυτό το χώρο στα επόμενα χρόνια της όψιμης Τουρκοκρατίας. Ο σφυγμός της πιο ανήσυχης επαναστατικής περιοχής της Κρήτης χτυπά πλέον στον Βάμο, το όνομα του οποίου ξεπερνά στο εξής τα τοπικά όρια του Αποκορώνου, και συζητείται, θαυμάζεται ή πολεμείται στα μεγάλα διεθνή κέντρα των διαβουλεύσεων και των αποφάσεων».12
Ο ιστορικός των κρητικών επαναστάσεων του 1896 και 1897 Α. Σπηλιωτόπουλος και ο Γενικός Γραμματέας της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής Ιωσήφ Λεκανίδης μάς έχουν αφήσει μια περιγραφή του Βάμου της εποχής εκείνης: «Κατοικείται», γράφουν, «από χίλιους, περίπου κατοίκους. Από του 1868 και εντεύθεν είναι πρωτεύουσα του Νομού Σφακίων, έχει Πρωτοδικείον, Κακουργιοδικείον, Λογιστήριον, Ελληνικόν σχολείον και άλλες υπηρεσίες.
Στο υψηλότερον μέρος προς Νότο του Βάμου ίσταται οικοδομημένον από εκλεκτό πορώδη λίθο λαμπρό Διοικητήριο με την ημισέληνο στο μέτωπό του. Εκεί είναι εγκατεστημένες οι αρχές και 1.200 στρατιώτες. Στην αυλή είχε ανοιχθεί μία τεράστια δεξαμενή που το νερό της φθάνει, όλο το έτος, για δυο χιλιάδες στρατό. Είχε ανεγερθεί το 1863, πυρπολήθηκε από τους επαναστάτες το 1878 και ξανακτίσθηκε το 1892. Επίσης στις θέσεις “Χαλασέ”, “Ανυφαντή” και “Λιτσαρδιανή βάρδια” η “Τρουλιά” είχαν ανεγερθεί ένας πύργος και οχυρώσεις, όπου εστρατωνίζοντο 400 περίπου Αλβανοί και Τούρκοι στρατιώτες».13
Επομένως, η κατάληψη του Βάμου είχε μεγάλη στρατιωτική σημασία και θα εδραίωνε την επανάσταση.
Οι επαναστάτες είχαν οχυρωθεί σε σπίτια περί το Διοικητήριο, τα οποία, είχαν μετατραπεί σε πολεμίστρες. Παράλληλα, είχαν απλωθεί «[…] στις συνοικίες Μαμουνιανά, Μαλεκιανά, Τσικολιανά, Κανδηλιανά. Στις Γαλανές, στη λοφοσειρά μεταξύ Αρμένων και Βάμου. Στα Τρουλιά, όπου η “Λιτσαρδιανή Βάρδια”, ένα μικρό, οχύρωμα από ξερολιθιά. Στον Άγιο Μάμα, θέση πάνω από το Γαβαλοχώρι. Στην πάνω από την Κερά λοφοσειρά, αριστερά της τότε δημοσίας οδού. Στην Πιχέρα και στα Καρτσαύλια, έξω από τον Τσιβαρά προς τον Βάμο, υψώματα δεξιά και αριστερά της σημερινής δημοσίας οδού. Και, τέλος, στη μακρά λοφοσειρά, που αρχίζει από τα Καρτσάυλια, και, περνώντας από τον Προφήτη Ηλία Αρμένων και τον Χαρακιά, απολήγει στα Μεγάλα Χωράφια».14
Οι επαναστάτες, από διάφορες κατευθύνσεις επί δεκαπέντε ημέρες, έκαναν συνεχείς εφόδους κατά των Πύργων και του Διοικητηρίου. Οι τολμηρότεροι, σύμφωνα με τον Λεκανίδη, υπό τον Λεωνίδα Μαλέκο ανοίγοντας τρύπες από σπίτι σε σπίτι πλησίασαν κατ’ επανάληψη σε μικρή απόσταση το Διοικητήριο και έβαλλαν κατά των πολιορκουμένων, ρίχνοντας και τορπίλες από λευκοσίδερο με δυναμίτιδα.15
Στις 5 Μαΐου οι θέσεις των επαναστατών ενισχύονται με εκατοντάδες οπλίτες από τις επαρχίες Αποκορώνου, Σφακίων, Κυδωνίας, Αγ. Βασιλείου και Ρεθύμνου. Η πολιορκία γίνεται ακόμα πιο αφόρητη για τους Τούρκους όταν ο Παπά – Μαλέκος και ο Ι. Καλογερής καταλαμβάνουν το αρτοποιείο του τουρκικού στρατού με αποτέλεσμα οι πολιορκημένοι να αντιμετωπίζουν πλέον το φάσμα της πείνας. Στις 11 Μαΐου οι πολιορκητές που είχαν περικυκλώσει το Διοικητήριο έφθαναν τους 1.500. Στην κορύφωση της πολιορκίας οι επαναστάτες ανήλθαν σε 4.000 άνδρες, από τους οποίους 2.000 ήταν Αποκορωνιώτες, 700 Κυδωνιάτες και οι υπόλοιποι Σφακιανοί, Ρεθεμνιώτες και λιγότεροι από άλλες περιοχές.16 Οι αποκλεισμένοι στο Διοικητήριο και στους Πύργους Τούρκοι ήταν 1.400, ενώ 3.500 στρατιώτες και 300 Τουρκοκρητικοί κτυπούσαν τους επαναστάτες με εφόδους ξεκινώντας από τις Καλύβες.
Παράλληλα, κατά των επαναστατών έβαλαν τα πυροβόλα του Ιτζεδίν και τουρκικά πολεμικά πλοία από τη Σούδα. Στην περιοχή των Καλυβών υπήρχαν δύο ορεινές πυροβολαρχίες. Στο Ιτζεδίν ήταν τοποθετημένο ένα μεγάλο τοπομαχικό και πάνω από το Καλάμι, στον Κουλέ, υπήρχε άλλο τοπομαχικό, καθώς και στον λοφίσκο, πάνω από τις Καλύβες αλλά και στον Πύργο του Καστελιού των Καλυβών. Τα τοπομαχικά αυτά μαζί με τα κανόνια ενός είτε δύο συνήθως πλοίων, που ήταν αραγμένα στη θάλασσα των Καλυβών, κτυπούσαν τις θέσεις των επαναστατών και στήριζαν τις εφόδους των Τούρκων.17
Τα σπίτια των Μαλέκηδων στη συνοικία του Βάμου Μαμουνιανά και στον Μελισσόκηπο είχαν μεταβληθεί σε τόπο συγκέντρωσης μεγάλου αριθμού οπλιτών από ολόκληρο σχεδόν τον Αποκόρωνα και άλλες περιοχές και ήταν αφετηρία συνεχών επιθέσεων κατά των Πύργων και του Διοικητηρίου με επικεφαλής τον Λεωνίδα και τον παπά.18 Γι’ αυτό και το πυροβολικό του Διοικητηρίου χτυπούσε συνεχώς τις θέσεις αυτές στα Μαμουνιανά. Ο αγώνας τώρα έχει απλωθεί σε μια περιφέρεια πολλών χιλιομέτρων. Οι μεγάλες ελλείψεις σε τρόφιμα και πυρομαχικά δεν έκαμπταν την αποφασιστικότητα των επαναστατών που με ιαχές, άλματα και σφοδρούς πυροβολισμούς έκαναν συνεχείς επιθέσεις κατά των τουρκικών οχυρώσεων.
ΣΦΑΓΕΣ ΣΤΑ ΧΑΝΙΑ
Στις 12 Μαΐου, σε αντιπερισπασμό της πολιορκίας του Βάμου, οι μουσουλμάνοι εξαπολύουν δολοφονικές επιθέσεις κατά του ανυπεράσπιστου χριστιανικού πληθυσμού της πόλης των Χανίων. Πρώτο θύμα υπήρξε ο Καβάσης (κλητήρας) του Ρωσικού Προξενείου στα Χανιά Γεώργιος Κοτζαμπασάκης. Μετά το φόνο του οι χριστιανοί της πόλης πέρασαν δύσκολες στιγμές:
«Οι Χριστιανοί κυριεύτηκαν από πανικό και κλείστηκαν στα σπίτια τους, ιδίως όταν είδαν ότι και ο στρατός δεν έμεινε αμέτοχος. […] Το ντουφεκίδι ανάμεσα στους στρατιώτες κυρίως, που πυροβολούσαν από τις επάλξεις, και τους Χριστιανούς, που έριχναν από τα σπίτια, κράτησε περίπου τέσσερις ώρες και είχε πολλά θύματα.
Ο απολογισμός σε νεκρούς και τραυματίες στις 12/24 Μαΐου μέσα στα Χανιά ήταν: Χριστιανοί: δεκαέξι νεκροί και επτά τραυματίες· Μουσουλμάνοι: τέσσερις νεκροί και τρις τραυματίες. Από τους πρώτους που σκοτώθηκαν την ημέρα εκείνη ήταν και ο Καβάσης του Ελληνικού Προξενείου Γεώργιος Κουβαριτάκης, του οποίου μάλιστα οι Μουσουλμάνοι έκοψαν το κεφάλι, όπως έκαμαν και σε πολλές άλλες περιπτώσεις. […] Την επομένη, 13/25 Μαΐου, τα Χανιά παρουσίαζαν όψη νεκρής πολιτείας».19
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ
Οι ειδήσεις από τις σφαγές θορύβησαν τους Αγιοβασιλιώτες, τους Κυδωνιάτες και τους Ρεθεμνιώτες που μετείχαν στην πολιορκία του Βάμου. Ο φόβος επέκτασης των σφαγών στα χωριά τους, τους υποχρέωσε να εγκαταλείψουν την πολιορκία και να φύγουν για τις επαρχίες τους. Αποτέλεσμα της φυγής ήταν το δραματικό αδυνάτισμα του μετώπου των πολιορκητών.20 Εκτός από τη μείωση της δυνάμεως τους οι πολιορκητές αντιμετώπιζαν σοβαρές ελλείψεις σε πυρομαχικά και πολεμούσαν συνεχώς σχεδόν νηστικοί. Η μόνη τροφή τους ήταν λίγα χόρτα και κουκιά χλωρά. Εκείνο που δεν τους έλειψε ήταν το κρασί. Τους το πρόσφεραν άφθονο οι κάτοικοι του Βάμου, των Ντουλιανών και του Τσιβαρά.
Στο μεταξύ ο Σουλτάνος, παρά τις αντιδράσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, διορίζει τον Αβδουλάχ Πασά ως νέο Διοικητή Κρήτης και μεταφέρει στρατεύματα από το Κόσοβο, τη Σμύρνη και τη Θεσσαλονίκη. Σύνολο δυνάμεων 18.000 άνδρες. Ο Αβδουλάχ, για να σώσει από βέβαιη ταπείνωση την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τους πολιορκούμενους Τούρκους, εκστρατεύει στον Βάμο με 3.500 στρατό. Δυστυχώς, από μια περίεργη έμπνευση της ηγεσίας της επανάστασης να συγκαλέσει συνέλευση στους Αρμένους, 500 και πλέον οπλίτες άφησαν τις θέσεις τους στον Τσιβαρά και έμειναν να φυλάνε το κρίσιμο αυτό πέρασμα μόνον 80 επαναστάτες. Από εκεί εισήλθε η μεγάλη δύναμη του τουρκικού στρατού, ενώ ταυτόχρονα έκαναν έξοδο και οι πολιορκημένοι στο Διοικητήριο και στους Πύργους Τούρκοι.
Οι συγκρούσεις απλώθηκαν σε ολόκληρο τον Βάμο και έλαβαν φονικές διαστάσεις. Ιδιαίτερα πολύνεκρες ήταν οι μάχες σώμα με σώμα, που διαδραματίστηκαν στο δρόμο Βάμος-Χανιά κατά την υποχώρηση του στρατού. Στα Τσικολιανά και στα Μαμουνιανά διεξήχθη η τελευταία μάχη της πολιορκίας. Στη μάχη αυτή έλαβαν μέρος και επίλεκτα τμήματα του τουρκικού στρατού από τη Μικρά Ασία. Εκεί οι Τούρκοι έχασαν τους μισούς από τους 204 νεκρούς που είχαν στην πολιορκία του Βάμου.
Οι Τούρκοι κατά την υποχώρησή τους πυρπόλησαν τον Βάμο, τον Τσιβαρά και τα Ντουλιανά. Από τα 300 σπίτια του Βάμου έμειναν είκοσι και αυτά μισοκατεστραμμένα. Το κακό συμπληρώθηκε από τους χριστιανούς, οι οποίοι παρέδωσαν στις φλόγες τους Πύργους, το Διοικητήριο και τα Δικαστήρια, τα οποία αποτεφρώθηκαν εντελώς. Ήταν η δεύτερη φορά μέσα σε λίγα χρόνια που ο Βάμος καταστρεφόταν ολοσχερώς. Ο Γενικός Γραμματέας της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής Ιωσήφ Λεκανίδης, που έζησε με το όπλο στο χέρι τα δραματικά γεγονότα της πολιορκίας γράφει για τους κατοίκους του Βάμου: «Εννοείται ότι η θέσις αυτή των Βαμιανών εξηνάγκασεν αυτούς να γείνωσιν εκ των καλλιτέρων τεχνιτών του πολέμου, διαπρέποντες όμως μεταξύ αυτών οι Μαλέκηδες, ο Φλεμετοκοκόλης, τινές Καλλιγιάννηδες και Γαλάνηδες, τινές Μπολάνηδες, οι Λιματζίδες και ο Νικόλαος Καραβάνος. Πλήν δε τούτων ουδέν άλλο χωρίον, πλήν αυτού και του Τσιβαρά έχουσι καταστραφή συχνότερον και περισσότερον». Η πολιορκία του Βάμου είχε τεράστια απήχηση στην Ελλάδα και το εξωτερικό και συνέβαλε σημαντικά στην επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κρήτη.21
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΛΜΥΡΙΔΑΣ
Η τελευταία απόπειρα των Τούρκων να συντρίψουν την επανάσταση έγινε στην Αλμυρίδα, όπου βρισκόταν ο όρμος από τον οποίο επικοινωνούσαν οι επαναστάτες, μέσω Ακρωτηρίου, με τα Χανιά. Ο Νίκος Πετρουλάκης στο έργο του «Η Μάχη της Αλμυρίδας» εξιστορεί τα γεγονότα και παραθέτει κείμενα του Καπετάν Μαθιού Μυλωνογιάννη και του Γιάννη Παΐζη για την αφορμή της μάχης. Στις 30 Ιουνίου 1896 οι Τούρκοι επιχείρησαν να επιτεθούν σε καΐκια Πλακιανών. Αυτό στάθηκε αφορμή να γενικευτούν οι συγκρούσεις. Μεταξύ 1ης και 4ης Ιουλίου στην Αλμυρίδα διεξήχθη η φονικότερη μάχη της επαναστάσεως. Ήταν συνδυασμός ναυτικών, επίγειων και νυχτερινών επιχειρήσεων. Οι Τούρκοι παρέταξαν 4.500 στρατό και οι επαναστάτες 2.500.
Η μάχη πάντως κρίθηκε χάρη στη θυελλώδη επέλαση του Καπετάν – Γιάννη Καλογερή, ο οποίος έφθασε από τους Κάμπους Κυδωνίας στον τόπο της μάχης με πολλούς οπλίτες σε μόλις 40 λεπτά. Η νίκη στην Αλμυρίδα κόστισε πολλούς νεκρούς και ο ανταποκριτής των «Τάιμς» του Λονδίνου έγραψε «για πτωματοσκεπές πεδίο». Το «Άστυ» των Αθηνών ανέφερε ότι στα στρατιωτικά νοσοκομεία των Χανίων και της Σούδας δεν έμεινε κρεβάτι άδειο. Για αυτό χρειάστηκε οι τραυματίες να μεταφερθούν σε νοσοκομεία της Κωνσταντινουπόλεως και της Σμύρνης.22 Η νίκη στην Αλμυρίδα σήμανε και την οριστική απελευθέρωση των επαρχιών Αποκορώνου, Αγ. Βασιλείου και Σφακίων. Ο Νομός Σφακίων δηλαδή απελευθερώθηκε δύο ολόκληρα χρόνια νωρίτερα από την υπόλοιπη Κρήτη.
Η πολιορκία του Βάμου, η ήττα στην Αλμυρίδα και τα γεγονότα στην Κυδωνία, την Κίσαμο και την πεδιάδα Ηρακλείου είχαν φέρει σε δύσκολη θέση τον Σουλτάνο. Ακόμα, η διεθνής κατακραυγή για τις σφαγές των Αρμενίων επέτειναν το αρνητικό κλίμα για την Υψηλή Πύλη, που, κάτω από τις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, δέχθηκε να παραχωρήσει νέο πολίτευμα στην Κρήτη. Οι διατάξεις του ήταν πολύ ευνοϊκότερες από αυτές της Σύμβασης της Χαλέπας.
Ήταν μια σημαντική επιτυχία των επαναστατών που ασφαλώς άλλαζε τις ισορροπίες στην Κρήτη.
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Η Πύλη είχε αποδεχθεί τον νέο πολίτευμα της Κρήτης. Δεν ήταν όμως διατεθειμένη να το εφαρμόσει. Η κακή πίστη της Οθωμανικής Κυβέρνησης και οι αντιδράσεις των μουσουλμάνων της Κρήτης εκδηλώθηκαν εξαρχής και είχαν ως στόχο τη ματαίωση των αλλαγών που είχαν συμφωνηθεί να γίνουν στην Κρήτη.
Έτσι, στις αρχές του 1897 αρχίζουν και πάλι συγκρούσεις σε ολόκληρη την Κρήτη, οι οποίες λαμβάνουν άγριες διαστάσεις. Οι Τούρκοι χτυπούν στις πόλεις και οι Έλληνες απαντούν στην ύπαιθρο. Η κορύφωση όμως της τραγωδίας συντελείται στα Χανιά, όπου στις 23 Ιανουαρίου μια μεγάλη πυρκαγιά κατακαίει τη χριστιανική συνοικία, ενώ χριστιανοί δολοφονούνται ανυπεράσπιστοι.
Τώρα επίκεντρο του αγώνα γίνεται το Ακρωτήρι, που παίρνει τη θέση του Βάμου και του Αποκόρωνα. Εκεί «γεννιέται» ο επαναστάτης Βενιζέλος, ο οποίος σταδιακά γίνεται ο ηγέτης της επανάστασης. Αρκετά από τα στελέχη της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής ανεβαίνουν στο Ακρωτήρι και μάχονται ή ηγούνται της νέας επανάστασης. Μεταξύ αυτών ο παπάς και ο Λεωνίδας Μαλέκος.
Το Ακρωτήρι και η επανάσταση του 1897 θα πυροδοτήσουν ραγδαίες εξελίξεις στην Κρήτη και θα δώσουν αποφασιστική ώθηση στον απελευθερωτικό αγώνα των Κρητικών. Οι σφαγές που έκαναν οι Τούρκοι στο Ηράκλειο τον Αύγουστο του 1898 θα επιταχύνουν τις εξελίξεις. Οι Μεγάλες Δυνάμεις θα επέμβουν και θα υποχρεώσουν τον Σουλτάνο, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, να αποσύρει τον στρατό του από την Κρήτη. Μαζί ακολούθησε και ο μισός μουσουλμανικός πληθυσμός. Τον Δεκέμβριο του 1898, μετά από απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων, ο Πρίγκιπας Γεώργιος, γιος του Βασιλιά της Ελλάδος Γεωργίου Α΄, αναλαμβάνει Ύπατος Αρμοστής Κρήτης. Έτσι αρχίζει η περίοδος της Κρητικής Πολιτείας, την οποία οι Κρήτες θα αποδεχθούν αφήνοντας τη διεκδίκηση της ένωσης για ευνοϊκότερες εθνικές και διεθνείς συγκυρίες.
Πίντερ και Γεννάδης για την Πολιορκία του Βάμου
Η πολιορκία του Βάμου, που επί μισό μήνα προκάλεσε παγκόσμιο ενδιαφέρον, διεθνοποίησε το Κρητικό Ζήτημα προκαλώντας θαυμασμό για την Κρήτη και επιβάλλοντας τη δημιουργία ειδικών διεθνών οργάνων για τη λύση του.
Τα εγκώμια για την πρωτοφανή αυτή επαναστατική πράξη ήταν άπειρα, προερχόμενα απ’ όλα τα μέρη της γης. Είναι δε χαρακτηριστικός ο θαυμασμός δύο διακεκριμένων προσωπικοτήτων, αντίθετων στην Πολιορκία του Βάμου, που έζησαν και έδρασαν στα Χανιά εκείνες τις ημέρες: του Ιουλίου Πίντερ, προξένου της Αυστροουγγαρίας στα Χανιά και του Νικολάου Γεννάδη, γενικού Προξένου της Ελλάδας.
• Ιούλιος Πίντερ: «Μου φαίνεται περίεργον, έλεγε, κατά την Πολιορκίαν του Βάμου εις τον [Γενικόν Διοικητήν Κρήτης] Τουρχάν πασά, πώς σεις με τόσον στρατόν, πυροβολικόν, ιππικόν, ναυτικόν δεν δύνασθε επί τόσας ημέρας να λύσετε την Πολιορκίαν του Βάμου καίτοι οι πολιορκούντες είναι ασύντακτος στρατός στερούμενος φυσιγγίων και τροφών.
–Ο Τουρχάν εδικαιολογείτο ότι οι επαναστάται είναι πάρα πολλοί.
–Σας λέγω ειλικρινώς ότι ήθελαν να ήμην, απαντά ο κ. Πίντερ, αρχηγός αυτών των ανδρών που πολεμούν τόσον καλά» […] (Αθηναϊκές εφημερίδες).
• Νικόλαος Γεννάδης: «Διά της Πολιορκίας εν Βάμω 1200 στρατιωτών, μη τολμησάντων να επιτεθώσι κατά των πολιορκητών, το γόητρον του Αυτοκρατορικού στρατού υπέστη οικτράν κατάπτωσιν. Πάντες οι ενταύθα ξένοι οικτίρουν αυτόν εν μια φωνή λέγουν ότι αν πεντακισχίλιοι μόνον Χριστιανοί υπό αξιωματικών πεπειραμένων οδηγούμενοι επιτίθεντο κατά του στρατού θα εισήρχοντο θριαμβευτικώς εις Χανιά. Άξιον δε προσοχής ότι το τελευταίον αυτό εγχείρημα των Χριστιανών ηύξησε καταπληκτικώς τον αριθμόν των επαναστατών εξεγήραν πολύν ενθουσιασμόν.» […]
(Έκθεσις Γεννάδη, 9 Μαΐου 1896 προς τον Υπουργό Εξωτερικών Ελλάδος Αλ. Σκουζέ).
Απόσπασμα από κείμενο του Χαρ. Μπουρνάζου
ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Χρονολόγιο Περιόδου 1895-1896
1895
Ιούλιος – Αύγουστος
Μυστικές συσκέψεις Μ. Κούνδουρου και συνεργατών του στον Βάμο κυρίως, και στους Αρμένους Αποκορώνου.
24 Αυγούστου: Ο Μ. Κούνδουρος και σύντροφοί του εγκαταλείπουν νύκτα τον Βάμο.
Σεπτέμβριος
3-7 Σεπτεμβρίου ΚΛΗΜΑ ΑΛΙΚΑΜΠΟΥ: Η πρώτη επαναστατική συνάθροιση. Υπογραφή υπομνήματος.
8-10 Σεπτεμβρίου, ΚΡΑΠΗ: Υπογραφή συμπληρωματικού υπομνήματος.
11 Σεπτεμβρίου, ΑΣΚΥΦΟΥ: Υπογραφή υπομνήματος.
16 Σεπτεμβρίου: Επίδοση υπομνήματος στους προξένους στα Χανιά.
Οκτώβριος
8 Οκτωβρίου, ΑΣΚΥΦΟΥ: Εκλέγονται τα μέλη της «Κεντρικής Επιτροπής της Μεταπολιτεύσεως Κρήτης».
11 Οκτωβρίου: Συμπλοκές στην ΑΣΗ ΓΩΝΙΑ.
Νοέμβριος
7 Νοεμβρίου: Μάχη στις ΚΑΡΕΣ Αποκορώνου.
8 Νοεμβρίου: Μάχη στους ΚΑΜΠΟΥΣ Κυδωνίας.
28 Νοεμβρίου: Μάχη στην ΚΕΦΑΛΑ ΑΛΙΚΑΜΠΟΥ.
(Από 19/12/1995 έως 27/1/1986 η πλειοψηφία των Μεταπολιτευτικών παραμένει στο Φραγκοκάστελλο).
1896
Μάρτιος
31 Μαρτίου: Μάχη ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ Ρεθύμνου.
Απρίλιος
10 Απριλίου: Μάχη ΣΕΛΛΙΩΝ Αγ. Βασιλείου Ρεθύμνου.
Μάιος
3 Μαΐου, ΝΙΠΠΟΣ: Πλήθος οπλοφόρων αντιδρά έντονα στις υποδείξεις των Επισκόπων Νικηφόρου και Δωροθέου για διάλυση της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής.
3-18 Μαΐου: ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΒΑΜΟΥ.
12 Μαΐου: Σφαγές και καταστροφές στις πόλεις των ΧΑΝΙΩΝ, ΡΕΘΥΜΝΟΥ και σε όλη την Κρητική ύπαιθρο. Πανελλήνια συγκίνηση, διεθνής κατακραυγή κατά των Τούρκων. Απόφαση Ελληνικής Κυβέρνησης να αποστείλει τον Στόλο.
15 Μαΐου: Ογκώδες συλλαλητήριο στην ΑΘΗΝΑ.
18 Μαΐου: «Κατάληψη» του Βάμου από τους επαναστάτες – Πυρπόληση του Διοικητηρίου – Πυρπόληση και καταστροφή Βάμου και Τσιβαρά. 200 Τούρκοι νεκροί και 20 Έλληνες. Φυγή του Τουρκικού στρατού προς Χανιά.
20 Μαΐου: Παναθηναϊκό Συλλαλητήριο
-Ίδρυση στην Αθήνα ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΚΟΜΙΤΑΤΟΥ υπό τον Στρατηγό ΠΑΝΟ ΚΟΡΩΝΑΙΟ.
Συγκρότηση στην Αθήνα «ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΡΗΤΩΝ» – ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΙ ΕΡΑΝΟΙ.
Παρέμβαση Μεγ. Δυνάμεων στον ΣΟΥΛΤΑΝΟ.
Μάχες στην ΠΕΔΙΑΔΑ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ.
Ιούνιος
14 Ιουνίου: Μάχη στο ΔΡΟΜΟΝΕΡΟ Κισάμου.
26 Ιουνίου: Σφαγή των μοναχών της μονής Αγ. Ιωάννου στην Ανώπολη Πεδιάδας Ηρακλείου και καταστροφή των χωριών της περιοχής.
Ιούλιος
1-4 Ιουλίου: Μάχη ΑΛΜΥΡΙΔΑΣ.
Αύγουστος
17-18 Αυγούστου: Συνέλευση και εκλογή «προεδρείου» της Επαναστατικής Συνελεύσεως Κρήτης, στους Κάμπους.
22 Αυγούστου: αποδοχή του «Νέου Πολιτεύματος Κρήτης», στον Βάμο.
Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Νικολάου Παπαδάκη “Για την Κρήτη και την Μακεδονία, ο Λεωνίδας Μαλέκος – Παπαμαλέκος και τα γεγονότα της εποχής του, 1890-1912”. Παραχωρήθηκε από τον συγγραφέα μετά από πρόταση της εφημερίδας μας για το σημερινό αφιέρωμα.
ΠΗΓΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Ελευθέριος Πρεβελάκης, «Η πολιορκία του Βάμου και οι Διπλωματικές της συνέπειες (Μάιος 1896)», Κρητικά Χρονικά, τόμος 1Α, 1957, σσ. 205-206.
2. Διήγημα του Ιωάννη Κονδυλάκη, το οποίο επιγράφει «Παπά Μαλέκος». Το δημοσίευσε στην εφημερίδα Εστία κατά την πολιορκία του Βάμου στις 17/5/1896. Τα αποσπάσματα προέρχονται από άρθρα του Χαράλαμπου Μπουρνάζου, που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα Χανιώτικα Νέα στις 13 – 14/10/1989 και στις 18/3/1992. Ολόκληρο το διήγημα στα έργα: α) Εκλογή από το έργο του, δύο τόμοι, Αθήνα, εκδ. Φραγκάκη, 1966, σσ. 112-116, β) Άπαντα Κονδυλάκη, τόμος Α΄, σσ. 285-288, Αθήνα x.ε.ε.
3 & 4. Αποσπάσματα από επτά άρθρα του Χαράλαμπου Μπουρνάζου με γενικό τίτλο «Ο Παπαμαλέκος και η εποχή του», που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Χανιώτικα Νέα» από 10 ως 16 Οκτωβρίου 2000.
– Περιοδικό Gli Avvenimenti d’ Oriente: Guerra Greco – Turca 1897, Μιλάνο, Treves, 1897. Από το αρχείο εφημερίδων – περιοδικών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος».
5. Περικοπή επιστολής του Παπά – Γαβρίλη προς τον Γεώργιο Τσόντο – Βάρδα (στρατηγό τότε) με τον τίτλο «Δια τον εξάδερφό μου κ. Γεώργιον Τσόντον – Βάρδαν. Σύντομον σημείωμα της πατριωτικής μου δράσεως»,