– Κατεβαίνοντας από εκείνη τη στροφή θα συναντήσεις τρεις τζιτζιφιές.
– Και στην άλλη γειτονιά έχει ακόμα δύο.
– Οσο πάνε και λιγοστεύουνε.
– Σάμπως οι φοίνικες;
– Ελα ντε. Πάνε και αυτοί. Τους έφαγε λέει το κόκκινο σκαθάρι.
– Αυτό το σκαθάρι πια… Χρόνια το κουβεντιάζουνε, μέχρι και στη Βουλή το συζητήσανε, αλλά προκοπή δεν είδαμε.
– Θα πεθάνουνε λέει όλοι οι φοίνικες της πλατείας γιατί δεν υπάρχουν λεφτά για γιατρειά.
– Καλά σε λίγο θα λένε ότι δεν υπάρχουν και λεφτά για τη δική μας γιατρειά, με τα δεντρά θα ασχοληθούν;
– Λες μωρέ και εμάς με το που γεράσουν οι ρίζες μας να μας “κόψουν”; Σαν εκείνο το δέντρο απέναντι από την τράπεζα.
– Μα πώς τα καταντήσαμε έτσι; Θυμάσαι τα γιασεμιά που μοσχοβολούσανε;
– Τα θυμάμαι κι εγώ κι εσύ. Και κάμποσοι ακόμα που τα ’χουν στις αυλές τους. Μα αμφιβάλλω αν σε λίγα χρόνια θα θυμάται κανείς ότι αυτή ήταν “η πόλη των γιασεμιών”.
– Κι εγώ αμφιβάλλω. Η πόλη που θα μετρούν τα δέντρα στα δάχτυλα θα είναι…
Σ.Σ.
Οποιαδήποτε ομοιότητα με γεγονότα και καταστάσεις μόνο τυχαία δεν είναι.