Τους τέσσερις λόγους για τους οποίους είναι εφικτή η συμφωνία της ελληνικής κυβέρνησης με τους εταίρους της εξηγεί σε άρθρο- παρέμβασή του ο υπουργός Οικονομίας Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού Γιώργος Σταθάκης, στην ιστοσελίδα www.capital.gr με τίτλο: «H συμφωνία με τους εταίρους είναι εφικτή».
Το άρθρο έχει ως εξής:
«Οι εταίροι μας ενδιαφέρονται για την αποπληρωμή του χρέους. Με τη μνημονιακή πολιτική η αποπληρωμή του χρέους γίνεται ανέφικτη λόγω του στραγγαλισμού της πραγματικής οικονομίας. Η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει να αντιστραφεί αυτή η λογική και η αποπληρωμή του χρέους να συνδεθεί με την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Αν το ποσό που πληρώνουμε για το χρέος συνδέεται με την αύξηση του ΑΕΠ μας, η αποπληρωμή του δεν θα αποτελεί τροχοπέδη για την αναπτυξιακή δυναμική όπως γίνεται μέχρι σήμερα. Αυτό αναπόφευκτα μεταβάλει τον χρόνο αποπληρωμής και τη σημερινή πραγματική αξία του χρέους.
Η ελληνική κυβέρνηση ξεκίνησε άμεσα τη διαπραγμάτευση με τους εταίρους της όπως είχε δεσμευτεί προεκλογικά. Η διαπραγμάτευση αυτή δεν οδηγεί ούτε σε ρήξη και καταστροφή, όπως επιμένουν ακόμη να προφητεύουν κάποια κέντρα στην Ελλάδα που απομονώνονται ολοένα και περισσότερο, ούτε όμως και στην αποδοχή του μνημονίου από την ελληνική κυβέρνηση. Πολλοί εξεπλάγησαν από τις δηλώσεις των Ευρωπαίων αξιωματούχων και του Προέδρου Ομπάμα εχθές. Δηλώσεις που δείχνουν ότι βρισκόμαστε στην αρχή ενός δρόμου που μπορεί να οδηγήσει σε συμφωνία.
Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει είναι: Γιατί είναι εφικτή μια αμοιβαία επωφελής συμφωνία με τους εταίρους με αυτή την κυβέρνηση, ενώ δεν ήταν με την προηγούμενη;
Η απάντηση βρίσκεται στο περιεχόμενο της συμφωνίας που επιδιώκει η ελληνική κυβέρνηση. Τα βασικά σημεία αυτής της συμφωνίας είναι τέσσερα.
Πρώτον, η απομείωση του δημόσιου χρέους. Δεύτερον, το χρηματοδοτικό πλαίσιο κατά τη μεταβατική περίοδο από το μνημονιακό καθεστώς στην εφαρμογή ενός εθνικού προγράμματος ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας. Αυτά τα δύο είναι που χρειάζεται η Ελλάδα για να μπορέσει να εκκινήσει η διαδικασία ανάκαμψης της οικονομίας της.
Αλλά για να τα πάρει θα πρέπει να παρουσιάσει ένα συγκροτημένο πρόγραμμα που να πείθει τους εταίρους ότι δε θα επιστρέψουμε στις παθογένειες του παρελθόντος.
Εδώ ερχόμαστε στα άλλα δύο σημεία της συμφωνίας.
Το τρίτο σημείο είναι ένα μεσοπρόθεσμο πλαίσιο διατήρησης της δημοσιονομικής σταθερότητας, χωρίς βέβαια τα μεγάλα πλεονάσματα που καθηλώνουν την αναπτυξιακή πορεία. Η Ελλάδα δεσμεύεται ότι δεν θα παράξει νέα ελλείμματα τα οποία θα οδηγούσαν ξανά τη χώρα σε καθεστώς οιονεί χρεοκοπίας.
Το τέταρτο σημείο είναι και το σημαντικότερο από όλα. Οι μεταρρυθμίσεις που έχει πραγματικά ανάγκη η οικονομία, όπως αυτές στο φορολογικό σύστημα, στη δημόσια διοίκηση, στην πάταξη της διαφθοράς, είναι οι μεταρρυθμίσεις που δεν τόλμησε να κάνει καμία μνημονιακή κυβέρνηση για να μην θίξει τη διαπλοκή και το πελατειακό κράτος.
Η συμφωνία είναι λοιπόν εφικτή γιατί είναι πραγματικά επωφελής για όλους. Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να επιστρέψει στην ανάπτυξη με κοινωνική δικαιοσύνη. Η Ευρώπη από την άλλη πλευρά μπορεί να αντιμετωπίσει το ελληνικό ζήτημα στο πλαίσιο της ευρύτερης μεταστροφής της οικονομικής πολιτικής που θα δώσει περισσότερο χώρο στη νομισματική χαλάρωση, και σε πιο θαρραλέα βήματα αναπτυξιακής στρατηγικής».